γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Αξιώθηκα και είδα την «Πρώτη Φλέβα» από το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη, σε διασκευή σκηνοθεσία της Αρκαδίας Ψάλτη στην έξτρα παράσταση στον πεζόδρομο μπροστά στα Γατάκια και στο Νυχτοπούλι της Χίου, απόψε το βράδι. Στην έξτρα παράσταση, στην παράταση δηλαδή.
Μίλησαν πολλοί και πολλές και δεν θα επαναλάβω τα ίδια. Ο λόγος του Μακριδάκη είναι λόγος που κυλάει, σου μιλάει όπως πρέπει, σε τσιτώνει και σε χαλαρώνει την ίδια στιγμή. Μεταφέρει αδιαμεσολάβητα οικείες ιστορίες και διηγήσεις που σε συνεπαίρνουν. Η σύλληψη – διασκευή – σκηνοθεσία της Αρκαδίας είναι γενναία. Όπως και στο Πιτσιμπούργκο βγάζει μπροστά τους ηθοποιούς, τους προβάλει, τους εκθέτει και τους δοκιμάζει. Είναι σπουδαίο αυτό, έχει μέσα του, ας το πω με τα λόγια της παράστασης μαγκιά!
Θα γράψω για τρεις λεπτομέρειες φαινομενικά, αλλά που για μένα ως θεατή, έχουν μεγάλη σημασία και θα εξηγήσω τι εννοώ.
Ο τρόπος που ζωγράφιζε στη σκηνή ο Γιώργης. Η κίνηση, η κίνηση των χεριών του, η τραγιάσκα και το μοναδικό παντελόνι που έβαζε κι έβγαζε τα χέρια του. Τα βήματα και οι ώμοι του όταν κοκορευόταν για τα ερωτικά του ανδραγαθήματα. Κι η συντριβή όταν απολόγιζε το βίο του. Δεν ήταν αληθοφάνεια, ήταν αλήθεια.
Η κίνηση της Λόλας. Αυτό το διαρκές λίκνισμα, αυτή η ισορροπία τελικά ανάμεσα στο αγοραίο και στο βαθιά θλιβερό. Ανάμεσα στο καλαμπούρι και στην σπαρακτική εξομολόγηση. Αυτά η Αρκαδία μας τα έδωσε κυρίως με το σώμα. Είναι σπουδαία ηθοποιός γιατί είναι ενσώματη, όχι απλά γιατί «τα λέει».
Κρατώ δυο στιγμές: όταν ο Γιώργης στην αρχή πολιορκεί τη Λόλα σωματικά και λεκτικά και οι κινήσεις είναι πραγματική χορογραφία, και ακόμα όταν στην κορυφαία κατά τη γνώμη μου στιγμή του έργου για μια και μόνη χειρονομία η Λόλα αγγίζει τον Γιώργη. Εκεί με διαπέρασε ηλεκτρισμός, εκεί πραγματικά βούρκωσα. Ήρθε μετά το ζεϊμπεκάκι και όλοι μαζί λυτρωθήκαμε. Στο χειροκρότημα .-