Antonio Scurati: «Δάσκαλος και Μαθητής»
Εκδ. Πόλις 2010
Μτφ. Δ. Δότση
18 Ιουνίου 2001. Στις απολυτήριες προφορικές εξετάσεις του Λυκείου του Καζαλένιο, μιας κωμόπολης χαμένης κάπου στον Ιταλικό Βορρά, εμφανίζεται με καθυστέρηση ο 20χρονος Βιταλιάνο Κάτσα, απορριφθείς την προηγούμενη χρονιά, που αναγκάστηκε να επαναλάβει την τάξη. Η νέα απόρριψή του είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη. Αντί να παίξει το ρόλο του, για μια ακόμα χρονιά εξεταζόμενου, τραβάει όπλο και εκτελεί τον έναν μετά τον άλλο τους 7 καθηγητές της εξεταστικής επιτροπής. Όλους εκτός από έναν. Τον 40χρονο καθηγητή ιστορίας και φιλοσοφίας Αντρέα Μοντεσκάλκι, τον μόνο από τους εκπαιδευτικούς του σχολείου με τον οποίο είχε ανθρώπινες σχέσεις.
Ο νεαρός δολοφόνος εξαφανίζεται, η κωμόπολη ζει συλλογικά το τραύμα της, οι συμμαθητές και οι συμμαθήτριες του Βιταλιάνο μπαίνουν στο στόχαστρο της αστυνομίας, ο μοναδικός επιζήσας έχει ν’ απαντήσει σε δυο βασανιστικά ερωτήματα «γιατί έγινε το φονικό;» και «γιατί είμαι ο μόνος που διασώθηκε από τις σφαίρες; Γιατί ο νεαρός δολοφόνος μου χάρισε τη ζωή;».
Αυτό είναι το σημείο έναρξης του μυθιστορήματος «Δάσκαλος και Μαθητής» του Αντόνιο Σκουράτι, εκδ. Πόλις, 2010 (Antonio Scurati “Il Sopravvissutto” ed. Bompiani 2005).
Καθώς εξελίσσεται η πλοκή του έργου, απαριθμούνται και κατατίθενται στην κρίση του κεντρικού ήρωα, αλλά και του αναγνώστη, όλες οι εκδοχές, όλες οι πιθανές ερμηνείες της ομαδικής δολοφονίας. Οι ερμηνείες, ακολουθούν πιστά μοντέλα που προέρχονται από αλλού. Υπάρχει το αστυνομικό, το μεταφυσικό, το ψυχολογικό, το εκκλησιαστικό, το δημοσιογραφικό, το ψυχιατρικό υπόδειγμα ερμηνείας. Όλα αυτά ο ήρωας σταδιακά τα αποδομεί και τα υπερβαίνει. Αναζητώντας την ερμηνεία, το «γιατί» που υπάρχει πίσω από το τραγικό γεγονός, στη δική του βιωμένη εμπειρία, στη σχέση του με τον 20χρονο δολοφόνο, στα περιστατικά που από κοινού έζησαν. Ξεκινάει έτσι μια αντίστροφη πορεία, μια έρευνα που οδηγεί πίσω στο χρόνο, σε όσα προηγήθηκαν ολόκληρη τη σχολική χρονιά που σφράγισε η εκτέλεση των 7 καθηγητών.
Αυτή η περιπέτεια θα μπορούσε να είναι απλά ένα ταξίδι ενδοσκόπησης, και πράγματι σε στιγμές του βιβλίου εξελίσσεται σε ένα «υπαρξιακό θρίλερ». Πατάει όμως, κατά τη γνώμη μου σε δυο ακόμα στιβαρούς αφηγηματικούς πυλώνες:
* Στην εξαντλητική, επίμονη και βασανιστική, περιγραφή του «μικρόκοσμου» του σχολείου της επαρχιακής κωμόπολης στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία. Στους τρόπους που ο περίγυρος βιώνει το τραύμα των δολοφονιών, κάτι που έχει να κάνει όχι μονάχα με το τραύμα καθ’ εαυτό αλλά και με την απουσία προοπτικής για την ίδια την πόλη. Ή όπως το διατυπώνει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του «αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι το Καζαλένιο είναι μια από τις κωμοπόλεις της ενδοχώρας της Βόρειας Ιταλίας, χωρίς ιστορία και χωρίς ομορφιά, ένας από εκείνους τους ‘μη τόπους’, όπου η απουσία ιστορίας τελικά συμπίπτει με κάτι χειρότερο, με την απουσία μέλλοντος για τον τόπο»[1].
* Στις αιχμηρές αναφορές στη σχολική πραγματικότητα σε εποχές κρίσης και σχεδόν πλήρους απαξίωσης του δημόσιου σχολείου. Η σχέση δασκάλου – μαθητή, δεν είναι μια σχέση αυτόνομη ή αυθύπαρκτη. Δεν είναι μια σχέση που δομείται αποκλειστικά με βάση τις αναφορές των δυο μερών της, αλλά μια σχέση που εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον κρίσης της εκπαίδευσης. Όχι τυχαία ο επιζήσας καθηγητής Μαρεσκάλκι είναι η ψυχή της ομάδας των «γιαπωνέζων», όσων ελάχιστων εκπαιδευτικών συνεχίζουν να αντιστέκονται –ως απομονωμένοι γιαπωνέζοι στρατιώτες στον Ειρηνικό μετά τη λήξη του Β Παγκ. Πολέμου- στην παρακμή. «Υπάρχει μια ολόκληρη τάξη εκπαιδευτικών που παραπονιέται για την αδυναμία της, που προβάλλει την αναποτελεσματικότητά της ως μοναδικό όπλο διαμαρτυρίας, κι απέναντί τους υπάρχει ένας καθηγητής που αναγκάζεται να βυθιστεί ξανά στο ‘μυστήριο της διδασκαλίας’, της σχέσης δασκάλου- μαθητή» αναφέρει στην ίδια συνέντευξη ο συγγραφέας.
Ταυτόχρονα το έργο είναι και μια απόπειρα αφήγησης της νεότητας. Της νεότητας που ζει ως εκπαιδευτικός ο επιζήσας καθηγητής, της νεότητας που δεν μπορούν –ή αρνούνται- να καταλάβουν γονείς και άλλοι εκπαιδευτικοί. Της νεότητας που άλλοτε παθητική και σιωπηλή, άλλοτε βίαιη και αυτοκαταστροφική, προβάλλει ως ανοιχτή απειλή σ’ έναν κόσμο ισορροπιών και συμβιβασμών. Αλλά και της δικής του νεότητας, των χρόνων που έχουν παρέλθει. Ο συγγραφέας φέρνει σε μια συχνά οξεία αντιπαράθεση τον επιζήσαντα δάσκαλο με τον εαυτό του είκοσι χρόνια πριν. Ο 40χρονος καθηγητής Μοντεσκάλκι κι ο 20χρονος δολοφόνος Βιταλιάνο Κάτσα, ενώ στέκονται φαινομενικά απέναντι, στο βάθος είναι σα να στέκονται αντίκρυ στον καθρέφτη των 20 χρόνων που τους χωρίζουν. Από την άλλη πλευρά ο νεαρός με το συμβολικό όνομα Βιταλιάνο (vita=ζωή) Κάτσα (caccia=κυνήγι), ο ίδιος κυνηγός και κυνηγημένος, είναι μια φιγούρα εμβληματική που είναι αδύνατον να ερμηνευθεί από τους εξωτερικούς «ερευνητές» που καταφθάνουν στο Καζαλένιο. Ο μόνος που μπορεί να τον προσεγγίσει ερμηνευτικά είναι ο δάσκαλός του, εκείνος που επέζησε, μέσα από την «ανάγνωση» των δικών του πληγών και της δικής του ματαίωσης. Άλλωστε ο Βιταλιάνο σύμφωνα με το δημιουργό του «είναι η ενσάρκωση μιας ιδέας, μιας ιδέας της νεότητας μας, ίσως ο νέος που ήταν ο Μαρεσκάλκι, ο νέος που ήμουν εγώ ο ίδιος, κάποιος που αν δεν το έκανε, τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του το σκέφτηκε να κάνει ένα μακελειό…».
Όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία, που σφραγίζεται από τον πνιγηρό καύσωνα που πλακώνει ως μολυσμένος
αέρας την επαρχιακή κωμόπολη, από μια φύση κατεστραμμένη από τα έργα των ανθρώπων. «Ήθελα να τοποθετήσω την αφήγηση στην αύρα μιας κλασικής τραγωδίας, με μια αναμενόμενη σφαγή από το μίασμα που βαραίνει την πόλη και το οποίο στην αφήγηση μεταφράζεται σε μια κάψα καταπιεστική».
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Αντόνιο Σκουράτι έρχεσαι αντιμέτωπος με αδιέξοδα ερμηνευτικά και ανθρώπινα με τα οποία δεν είναι εύκολο να αναμετρηθείς. Με μια νεότητα που όσο κι αν νοσταλγούμε, είναι, στη σημερινή της εκδοχή, όλο και πιο δύσκολο να καταλάβουμε. Με μια νεότητα που όσο και αν στα λόγια μπορούμε να την εντάξουμε σε ερμηνευτικά σχήματα, στην πράξη τα ερμηνευτικά εργαλεία μας αποδεικνύονται ανεπαρκή. Στο μυθιστόρημα αυτό γίνεται με τρόπο τραγικό, αλλά και στην πραγματική ζωή αυτή η αδυναμία κατανόησης ίσως να κρύβει μέσα της μικρές τραγωδίες.
Όπως το περιγράφει σε άρθρο της η Daniela Tondini «όλοι αισθανόμαστε, χωρίς να το γνωρίζουμε σε βάθος, πιθανά θύματα μιας τυχαίας βίας, χωρίς κατανοητά κίνητρα και αναγνωρίσιμες αιτίες, μιας βίας που δεν έρχεται πλέον από έναν εξωτερικό εχθρό, αλλά από έναν χώρο εσωτερικό και υπόγειο, από μια ξαναγεννημένη μνήμη του υπεδάφους».
Ίσως η λύση να βρίσκεται στο δρόμο που επιλέγει, με βήματα σπαρακτικά ο ήρωας του βιβλίου. Μπορείς να καταλάβεις μόνο αν προσφύγεις στη δική σου εμπειρία, αν ξαναζήσεις τη δυναμική της σχέσης, αν βυθιστείς εκ νέου στη δική σου νεότητα, αν ξαναζήσεις με όρους του σήμερα το δικό σου παρελθόν.
Δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό το «Δάσκαλος και Μαθητής» είναι από τα βιβλία που σε κάνουν ν’ αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο. Σίγουρα όμως σε κάνουν να το σκεφτείς.
[1] Όλα τα αποσπάσματα από τη συνέντευξη του Antonio Scuratti στην Patrizia Danze’ προέρχονται από το Ιστολόγιο //nuke.ilsottoscritto.it