Μετανάστες

0

του Κοσμά Τσόλα

Κάθε μέρα σε σκέφτομαι μάννα μου, από τότε που φύγαμε κι ήρθαμε στην Ελλάδα.
Μου λείπεις μάννα στη ζωή μου, στις χαρές της, μα πιο πολύ στις στενοχώριες της, που είναι και οι περισσότερες.
Το ξέρεις μάννα μου ότι μισερή είναι η ζωή μου χωρίς εσένα, τέσσερα χρόνια έχω να δω τα μάτια σου τα γλυκά και να ζεσταθώ στην αγκαλιά σου.
Τα εγγόνια που σούκαμα, ούτε τα γνώρισες καλά-καλά, ούτε τη γλώσσα μας δε μιλούν, για να τους πεις πόσο τα αγαπάς και πόσο σου λείπουνε.
Είναι τρείς μέρες μάννα που ξηλώνομε το σπίτι μας, τώρα μέσα στις γιορτινές τις μέρες.
Φεύγομε από τη Χίο που επεράσαμε τα πιο ωραία μας χρόνια, τα χρόνια της νιότης μας. Δεκαπέντε χρόνια μανούλα εδώ δεν είναι και λίγα. Μια ζωή είναι.
Εσυνηθίσαμε πια εδώ, εγώ ήμαθα και μιλώ τα Χιώτικα, σα νάτανε η γλώσσα η δικιά μου.
Η κόρη μας που τελειώνει τώρα το σχολείο, ολόκληρη γυναίκα είναι πια, όταν ήρθαμε εδώ στο νησί, στο βυζί την είχα ακόμα.
Και το δεύτερο το εγγόνι σου, παλικαράκι κι εκείνο, εδώ γεννήθηκε, εδώ είναι το σπίτι του, εδώ οι φίλοι του και το σχολειό του.
Μα ο γαμπρός σου ο άντρας μου, είναι περήφανος, εκείνο είναι που φταίει για όλα.
Θυμάσαι τότε που περνούσε κάτω από το παραθύρι μου στο χωριό με ένα άλογο κι εσύ τότε τόχες καταλάβει. Πολύ περηφάνια και πείσμα, μούχες πεί, βλέπω στα μάτια του.
Όμως εκείνα ήταν που μέκαμαν κι εμένα να τον αγαπήσω.
Και τώρα φεύγομε από το καλό το μέρος, που όλοι νιώσαμε σα πατρίδα μας, επειδή εζήτησε από το αφεντικό του το δίκιο του, να του πληρώσει δηλαδή την άδεια, που δεν ήθελε να του δώσει.
Κάνε πίσω εγώ τούλεγα, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις, μα εκείνος την αδικία δε την ανέχεται. Γιατί ρε γυναίκα μούλεγε, δουλεμένα λεφτά είναι με αίμα και ίδρο, γιατί να μου τα φάνε.
Την πρώτη φορά που τα ζήτησε από το αφεντικό του εκείνος έκανε πως δεν κατάλαβε, τη δεύτερη του είπε θα του τα δώσει άμα έχει και τη τρίτη τούδειξε τη πόρτα.
Τώρα κάθομαι και βλέπω το σπίτι μας που τόνιωσα σα δικό μας σπίτι, να το βάζομε στις χαρτόκουτες και βαλαντώνω από το κλάμα.
Νάσουνα εδώ μάννα μου να πέσω στην αγκάλη σου και να μου χαδέψεις τα μαλλιά μου, όπως όταν ήμουνα μικράκι να με παρηγορήσεις.
Που θα πάμε τώρα. Πάλι ξένοι μέσα σε ξένους, πάλι από την αρχή.
Να ξέρεις μάννα πάντως, ότι κι εγώ φάνηκα παλικάρι στη ζωή και τη δουλειά δεν την φοβήθηκα. Σε ταβέρνα δούλεψα, σπίτια καθάρισα, σε πλούσιους έκανα την υπηρέτρια, τον καταλαβαίνω και τον άντρα μου. Όμως εγώ έκανα υπομονή.
Υπομονή άμα άκουγα τη αφεντικίνα μου να λέει «η Αρβανή», λές και ξεστόμιζε βρισιά, υπομονή άμα μέβαζε να πλύνω δύο και τρεις φορές τα πλυμένα πιάτα, υπομονή άμα με πρόσβαλλε επειδή πήγα να πιώ ένα ποτήρι νερό και μέλεγε τεμπέλα.
Το τι πέρασα στα χέρια της γυναίκας αυτής δε περιγράφεται. Μα κάθε φορά που έκανα να φύγω, σκεφτόμουν το βδομαδιάτικο που θάπαιρνα, για να πληρωθεί το ιδιαίτερο της Κατερίνας η τα καινούργια παπούτσια του Άγγελου.
Όμως κι εγώ στα τελευταία δεν άντεξα.
Έτσι που λές, πριν από ένα μήνα, της τα χτύπησα κάτω κι έφυγα.
Μα τώρα που ετοιμαζόμαστε να φύγομε για πάντα από τη Χίο και δε θα τη ξαναδώ ποτέ, εγώ τηνε συγχώρεσα και σκέφτηκα χτες, μέσα στις τόσες δουλειές που έχομε για την μετακόμιση, να κάνω ένα μπακλαβά.

Τώρα θα μου πεις εσύ πνίγεσαι από την στενοχώρια και τα τρεξίματα μπακλαβά είπες να κάνεις. Ναι μάννα μου, εγώ χωρίς το μπακλαβά πρωτοχρονιά δεν καταλαβαίνω.
Θυμάσαι όταν ήμουνα μικρή που αρχίζαμε να μαζεύομαι τα υλικά του μήνες πριν, γιατί ο δικτάτορας μας μοίραζε τα τρόφιμα με το δελτίο;
Δεν θα ξεχάσω όμως τη μυρωδιά του την παραμονή της πρωτοχρονιάς που τον φουρνίζαμε στη ξυλόσομπα, για πάντα θα τη θυμάμαι.
Τέλος πάντων. Εδώ όλα είναι εύκολα, άμα έχεις τα λεφτά.
Έφτιαξα που λές ένα μπακλαβά για το καλό, να κεράσω και τους γείτονες, πήρα και μερικά κομμάτια να τα πάω στην παλιά μου αφεντικίνα, να την αποχαιρετήσω κιόλας.
Μετά από όσα υπέφερες στα χέρια της ήθελες να την αποχαιρετήσεις κιόλας.
Ναι βρε μάννα ήθελα τη αποχαιρετήσω και να την ευχηθώ, γιατί την λυπόμουνα χωρίς παιδιά και με τον άντρα της πεθαμένο, ολομόναχη στη σπιταρόνα της, να μην της μιλάει κανένας και να μην μιλάει σε άνθρωπο, έρημη και σκότεινη που λένε κι εδώ.
Τέσσερα χρόνια κοντά της, ψωμί έφαγα από κείνη, να πω την αλήθεια ήθελα να φιλιόσουμε κιόλας μετά τις πικρές κουβέντες, τώρα που θάφευγα για πάντα.
Πήγα λοιπόν και τη βρήκα σε ένα σπίτι αστόλιστο, σκοτεινό και κρύο, τσιγκουνευόταν και το πετρέλαιο, να βλέπει τηλεόραση.
Ξαφνιάστηκε άμα με είδε, αλλά μετά με καλωσόρισε και πιάσαμε την κουβέντα.
Εγώ της είπα ότι φεύγω από το νησί με την οικογένεια και δεν θα ξαναγυρίσω πια.
Δε μου φάνηκε να ταράζεται κι εγώ της πρόσφερα το πιάτο με το φρεσκοψημένο μπακλαβά ζεστό, λαχταριστό, όπως μούδειξες εσύ μάννα να το κάνω.
Κάτσαμε λίγη ώρα τρώγοντας από ένα κομμάτι και κουβεντιάζαμε, για το ένα και το άλλο.
Σε λίγη ώρα εγώ σηκώθηκα και της είπα ότι βιάζομαι και πρέπει να φύγω.
Πήγα τα πιάτα του γλυκού στην κουζίνα, τάπλυνα κιόλας να μη μείνουν στον πάγκο της.
Την ώρα που τελείωνα μου φώναξε από μέσα, Χριστίνα μου λέει, έλα να σου δώσω και το δώρο σου.
Βούρκωσα μάννα μου να πώ την αλήθεια.
Την αδίκησα σκέφτηκα, δεν ήταν αυτή που νόμιζα, σε μια γωνιά της ψυχής της λίγη δροσιά την κρατούσε ακόμα.
Ο κόσμος ολόκληρος ξαφνικά μπροστά μου άλλαξε και τον νόμισα λιγότερο σκληρό και άκαρδο, από όσο πίστευα ως τότε. Έχει ανθρώπους ακόμα, είπα μέσα μου, μόνοι δεν είμαστε.
Σκούπισα τα μάτια μου να μη με πάρει είδηση και μπήκα στο σαλόνι.
Κρατούσε μια σακούλα σκουπιδιών. Πήγα κοντά της χωρίς να καταλαβαίνω.
Έλα μου λέει, χαμογελώντας διαβολικά με το άνοστο αστείο της, να το δωράκι σου.
Πήρα τη σακούλα των σκουπιδιών κι έφυγα χωρίς να καληνυχτίσω.
Πήγα στο διπλανό κάδο και την πέταξα, σα να πέταγα μέσα του τη ζωή μου.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Άφησε σχόλιο