Κείμενο της Νίτσας Μορόμαλου γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Πηγή έμπνευσης της τέχνης είν΄ ο θάνατος, στοχάζεται φωναχτά ο δάσκαλος στο εργαστήρι,
κι εγώ ζαρωμένη στη γωνιά του μεγάλου τραπεζιού
Ανάμεσα σε πείσμα και σε τρόμο
Αντιστέκομαι σιωπηλά.
Μας καλεί ν΄ αγγίξουμε το θέμα το ανέγγιχτο κι εγώ
Κρυμμένη νά΄ μαι , ζυγίζοντας τον πόνο.
Να ονειρεύομαι πως κομματιάζω το θάνατο να τονε κάμω αριθμούς για να μπορώ μετά να τονε λογικέψω.
Σπαστές κούκλες στα χέρια του, σκύβουμε σαν ακούμε, πως κάπου πέρασε καλπάζοντας. Θα τον ξεχάσουμε ύστερα, μέχρι να τον συναντήσουμε στη Σαμαρκάνδη με τη γνώριμη μορφή που του ΄χουν δώσει οι εφιάλτες μας.
Μη βιάζεσαι, παρακαλώ τον δάσκαλο. Σιγά, σιγά θα τον αγγίξουμε το θάνατο απαλά χωρίς να το καταλάβει. Για να τον καλοπιάσουμε να τον κολακέψουμε, μήπως γίνει πιο δίκαιος, μήπως μάθει επιτέλους να μετρά.
Αντιστέκομαι λίγο ακόμα, στίχοι σκηνές και νότες στήνουν χορό μπροστά στα τρομαγμένα μάτια μου.
Μοιάζουν σειρήνες που μιλούν πως είναι ο θάνατος που χάρισε ζωή.
Μήτε η χαρά μήτε η γαλήνη.
Μια πένα, ένα μελανοδοχείο κι ένα πάπυρο θα ΄θελα για να τον κάνω ποίημα.
Χρώματα και καβαλέτα να τον κάνω εικόνα, μάρμαρο να του σμιλέψω προτομή
μια άρπα να τονε νανουρίσω.
Αλλά δεν έχω. Δεν είμαι καλλιτέχνης. Για αυτό…
Υποκύπτω
Υποκλίνομαι
Κι ύστερα πάλι αρχίζω να φλερτάρω τη ζωή παρέα με το θάνατο.