του Γιάννη Κωσταρή
«Άμα γύρισα απέ το μπάρκο ε μπορούσα να ξαναμπαρκάρω στα εμπορικά γιατί ήταν να πάω στρατιώτης, οπότε είπα να πάω στα επιβατικά. Τότε ήτανε υπουργός ναυτιλίας, ο Μαυριδόγλου, πήγα στο υπουργείο, ιδιαίτερος του ήταν ένας χωριανός μας, μου λέει “μέσα είναι ο εφοπλιστής ο Τυπάλδος που έχει τα βαπόρια της Kρήτης”. Μπαίνουμε μέσα, του λέω ότι θέλω δουλειά και λέει στον Τυπάλδο να με τακτοποιήσει. Αυτός μου λέει πέρνα από τα γραφεία της εταιρείας κι όταν γυρίσει το “Ηράκλειο” από την Κρήτη να μπαρκάρεις.
Εν τω μεταξύ στον Πειραιά, στην Τρούμπα, στην οδό τρίτης Μεραρχίας, ήταν ένα καφενείο που τό ‘χανε Καταρραχτούσοι και πηαίναν όλοι οι Χιώτες ναυτικοί. Καθόμουν να περάσει η ώρα, εκεί κοντά ήταν και το ξενοδοχείο, πάλι Χιώτικο. Το βράδυ πέρασε ένας χωριανός μας καπετάνιος, μου λέει “μπας και ξέρεις κανέναν, που έχω στο Σκαραμαγκά ένα τρακαρισμένο βαπόρι και θέλω κάποιον για φύλακα;” Το ρώτησα πόσα δίνει, μου λέει τρία χιλιάρικα τετρακόσια. Εμένα στο “Ηράκλειο” θα μου δίναν δύο εξακόσα, του λέω “πάω εγώ, πάμε τώρα”. “Βρε νυχτιάτικα ε θα μας αφήκουν στο τελωνείο.” “Βρε πάμε σου λέω.” Μπήκαμε σε ένα ταξί, επήγαμε. Ε, σε σαράντα μέρες, αρχές Δεκέβρη βούλιαξε το “Ηράκλειο” στη Φαλκονέρα, μόλις το ‘μαθα, λολάθηκα, του λέω φεύγω, “Βρε κάτσε μέχρι να βρω άλλον”, έφυγα!
Πως έγινε και μπάρκαρα; με τους γονιούς μου εν τα πήαινα καλά, η μάνα μου είχε το μαγαζί, εγώ με τον κύρη μου τις φωτογραφίες, μου κρατούσαν τα λεφτά, τους είπα να πιάσω το καφενείο εδώ δίπλα, ε θέλανε. Ήθελα να φύγω, τότε όλοι φεύγανε, κάθε απόεμα κάποιος ίκλεεν στην Παναγιά που περίμεναν το ταξί, όσοι φεύγανε. Μπάρκαρα το Νοέμβρη του εξήντα τέσσερα, σε βαπόρι του Λαιμού• συναντήσαμε το βαπόρι στον άγιο Νικόλαο στην Κρήτη, ήταν φορτωμένο σιτάρι και το πήγαμε στο Καράτσι, στο Πακιστάν• δεκαπέντε χιλιάες τόνοι, είκοσι μέρες ξεφορτώνανε, ε θάτανε χίγιοι Πακιστάνοι• απεκεί πήαμε στη Μονζαμβίκη και φορτώσαμε ακατέργαστο σίδερο και το πήγαμε στην Αμερική στη Φιλαδέλφεια, κατηβήκαμε στο Βαλτιμόρι και φορτώσαμε κάρβουνο• από κει είδαμε το ναύσταθμο, χιλιάδες πλοία, μικρά και μεγάλα. Συνεχίσαμε για Ιαπωνία, περάσαμε τον Παναμά, τις διώρυγες, τι ωραίο πράμα! εικοσιτέσσερις μέρες από κει να φτάσουμε στο ποστάλι. Ύστερα φορτώσαμε πάλι σίδερο και από πιο νότια χρυσό, δυο μέρες πηέναμε συνοδεία με πολεμικό, μέχρι να περάσουμε το ακρωτήριο της καλής ελπίδας και πήαμε πάλι στη Φιλαδέλφεια• εκεί ρώστησα και μπήκα στο νοσοκομείο με εγχείρησαν για σκωληκοειδίτη. Ήταν κι ένας Νενητούσης μαζί, μας στείλανε πίσω με το υπερωκεάνιο “Ολυμπία” –έντεκα μέρες ταξίδι– πιάσαμε Λισσαβώνα, Νεάπολη, Σικελία, Πειραιά.»
Ο Μιχάλης δεν ήταν ναυτικός, ένα μπάρκο έκανε, αυτό που αφηγείται. Εργάστηκε στην Αθήνα σε τυπογραφείο σε όλα τα στάδια από την δημιουργία της μακέτας ως την εκτύπωση, έκανε και άλλες δουλειές και την δεκαετία του ογδόντα επέστρεψε με την οικογένεια του στην Καλαμωτή. Στο χωριό εργαζόταν σαν πολυτεχνίτης: τζάμια, βιτρό, κορνίζες, φωτογραφίες, ξυλόγλυπτα, φεγγίτες… Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσα στην πλατεία όποτε επέστρεφα στο χωριό: «ε, τι λέει η Αθήνα;» Τα τελευταία χρόνια, τα βράδια του χειμώνα, καθόταν στο μαγαζί των γονιών μου, του άρεσε να αφηγείται ιστορίες και ανέκδοτα. Ιστορίες δικές του και παλιές από το χωριό που τις έχει ακούσει από τον πατέρα του αλλά νόμιζες ότι τις έζησε ο ίδιος. «Κάθε οικογένεια είχε τη γελάδαν της, την κατσίκα της και δυο γαδάρους, η γελάδα ήταν απαραίτητη για το ζευγάρισμα• στα κατώγια βάλανε τα ζα. Μικροί παέναμε με τους ντενεκέες να μαζέψομε την καβαλίνα αφτούς δρόμους• ήταν κοπριά, εν υπήρχαν τότε λιπάσματα. Πέντε αγροφύλακες είχεν το χωριό, παλιά άμα κανείς ήκλεβγεν τον ενηβάζανε σε ένα γάδαρο και το γυρίζαν στην πλατεία• στη πείνα γυρίζαν κάποιον και του λένε “βρε πάλι ήκλεβγες και σε γυρίζουν;” “ποιόν καλά να με γυρίζουν ζωντανό παρά πεθαμένο”• γιατί τότε γυρίζαν τους πεθαμένους από το σπίτιν τους στα μαγαζιά, την πλάτσα και φτάναν στην εκκλησιά.» Έλαμπε το βλέμμα του όταν έλεγε ιστορίες• συχνά μιλούσε για τη στρατιωτική του θητεία στην Αστυπάλαια, στο λόφο με το ραντάρ, επί χούντας• κανείς δεν έπρεπε να μάθει ότι ήταν στρατιώτες, κινούνταν σαν πολίτες. «Μια μέρα σταματήσανε να λειτουργούνε τα μηχανήματα –βρε ήντα ‘γινε;– Βλέπουμε ένα βαπόρι, κοιτούμε με τα κυάλια, βλέπουμε τη σημαία με το σφυροδρέπανο, Ρώσικο! κάτι κάμανε και μας τα αχρηστέψανε μέχρι να περάσουνε». Ένα βράδυ στο κομπιούτερ, βρήκαμε το λόφο που έμεναν στους χάρτες του γκούγκλ έρθ. «Ωραία η αστυπάλαια, θέλω να πάω να δω πως είναι τώρα.»
Τα τελευταία χρόνια περπατούσε κάθε βράδυ, μιάμιση ώρα γύρω γύρω το χωριό. Εδώ και πολύ καιρό –τρία χρόνια;– είχε υποβάλλει τα χαρτιά του για σύνταξη, δεν πρόλαβε να την πάρει, πέθανε το Σάββατο τέσσερις Απρίλη.