Από ιστορίες άλλο τίποτα. Το τι δεν είχα ακούσει για την άμια μου, μα δε ζει και κανείς τους να μου πει, αλήθεια είναι ή ψέματα. Χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, είπενε η Ευτέρπη, σαν ήρτενε σπίτι μου βεγγέρα, η άμια σου εμάτιαζε, εμένα ποτέ δε με μάτιασε της είπα, μα εσένα σ’ αγαπούσενε πολύ κι αρχίνησε να μου αραδιάζει όσα εθυμούντανε. Τι ωραίο σιλιβάρι που φορεί ο γάδαρος, είπε η άμια και το ζωντανό εκοπανιούντανε για ώρα. Το καΐκι του καπτα Νικολή έρχεται, ξεχωρίζω το άρμπουρο του, είπε και σαν ήρτενε κοντά, στο λιμάνι, το άρμπουρο ήτανε κομμένο στα δυο. Ένας άθρωπος εξέβγαζε, στη θάλασσα, προσφύρους, που ‘χενε βάλει σε ένα ολοκαίνουργιο κοφίνι και σαν επέρασε η άμια σου είπενε, πω πω προσφύροι κι αμέσως το κοφίνι εξεπατώθηκε κι όλος ο μεζές επήε στον πάτο, μπαξέδες έχει μαράνει κι ο,τι δεν βάζει ο νους σου. Εν ηξέρω ίντα λες εσύ μα εγώ ευτά δεν τα πιστεύω της είπα, η άμια μου ήτανε καλή γυναίκα, δίκαιη και ντόμπρα, ούτε κουσελού ήτανε, ούτε ζηλιάρα. Την εθυμούμαι, αλλά μπορεί να το ‘καμε και άθελα της. Να ξέρεις πως το μάτι το πιστεύει κι η εκκλησιά μας κι άμα θες φωνάζεις τον παπά να σε ξεματιάσει με ψαλτικά, δε βλέπεις ίντα γίνεται κι απέναντι στη Σμύρνη με τα ματόχαντρα, γεμάτος ο τόπος. Μπα και θαρρείς πως δε ματιάζουνε και τώρα, είπενε η Ευτέρπη, οι αθρώποι οι κακοί, πάντα θα βρουν τρόπο να σε πειράξουν. Δε βλέπεις ίντα γίνεται στο χωριό, ο Βελζεβούλ είναι γύρω μας.
Πανάθεμα το μάτι που με ’δενε. Να δεις η Κατίνα φται, ευτή ήκουσα πως ματιάζει γιατί πριν προλάβω να κατήβω το κατώφλι επέρασε με τ’ αμάξι και μ’ έβλεπε καλά καλά, εστραβοπάτησα κι ευτυχώς που εκράτουμουν τα κάγκελα και δεν ήρτα σωρός κουβάρι κάτω. Ας πάω στο μπαξέ, είπα, να βάλω καμιά κολοκυθιά και με το που ήκαμα μια να σκάψω ήφυε το τσαπάκι από το ξύλο και το ‘φαγα στον αντικούντικα, έριξα λίγο νερό στην κεφαλή μου από το πηγάδι, τα ξαπόληκα όλα εδεκεί κι ήφυα μες τα νεύρα. Άμαν εγύρισα, επήα στης Ευτέρπης, να της πω τα χαΐρια μου, να μου κάμει κι έναν καφέ κι ολοΐσια είπενε, κάτσε μωρσή να φέρω να σε ξεματιάσω, θα τριτώσει το κακό με το μάτι της αφορισμένης και να’ταν μόνο ευτή, κι η Μαριγώ ματιάζει άσκημα και η Ζαμπέλλα. Θα ξεχάσω εγώ που ‘χα τ’ αγγόνι μου βότα κι ήρθε από πάνω του μέσα στην ανοστιά και τα ψεύτικα λόγια, είδα κι ήπαθα να συνεφέρω το μωρό, εσπούρδανε σα το ψάρι και να πεις πως δεν του ‘χα και φυλαχτό με τίμιο ξύλο. Να, βλέπεις το λάδι σάμπου εχάθηνε στο νερό, για ‘δε ένα μάτι μεγάλο, φτου φτου, Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά, ρίξε μια μούτζα όξω, η ζήγια θα τις φα και να πεις πως δεν έχουνε και καλόχουνε, μα είναι γυναίκες δηλητηριασμένες κι άμα τις βλέπεις φτύνε στον κόρφο σου.
Ευτά μου ‘πενε η Ευτέρπη κι επήα σπίτι να βάλω έναν επίδεσμο στο στρουφνισμένο ποδάρι. Είπα να κάμω ένα κρομμυδοζούμι για το βράδυ, να ρίξω κι ένα αυγουλάκι φρέσκο των ορνίθων, εσύ είσαι, επικούπησα την κατσαρόλα όλην απάνω μου κι ευτυχώς που το νερό δεν είχενε βράσει για τα καλά, να ζεματιστώ και να με τρέχουνε στα επείγοντα. Μια βλαστήμια την είπα κι όσο εμάζευα τα κρομμύδια από την κουρελού εσκεβούμουνε πως αυτό ίσως να ‘τανε δικό μου λάθος, αφού ήμουνε αφηρημένη την ώρα που ανακάτευα τη σούπα και το τσαπάκι, εδώ που τα λέμε, ήθελενε να του βάλω μια πρόκα να σφίξει πιο καλά, και άμα δεν εσήκωνα ψηλά το κεφάλι να δω τι αερόπλανο περνά δεν θα στραβοπατούσα το ποδάρι μου.
Επροσπάθησα να βγάλω από το μυαλό μου την κατσιποδιά, μην πιστεύεις τις ανοησίες, έλεγα από μέσα μου μα άνοιξα το κουτί, το στρογγυλό των μπισκότων, που χώνω μέσα πράμματα που δεν θέλω να χάσω, βρήκα το χαρτάκι με το ξεμάτιασμα που μου ‘χενε δώκει ένας μπάρμπας μου και το ΄μαθα απόξω, εν ηξέρεις καμιά φορά, μπορεί να χρειαστεί να ξεματιάσω κανέναν καλό άθρωπο. Καλού κακού, κρέμασα κι ένα μάτι γυάλινο που μου κάμανε δώρο με ένα ναργιλέ που εψούνισα από τον Τσεσμέ, το φυλαχτό που μου εφόραγενε η μάνα μου στο ζιπουνάκι δεν το’βρα, λέω να παραγγείλω ένα καινούργιο, με τίμιο ξύλο, από τους Αγίους Τόπους κι άμα τους έχει τελειώσει θα μετακουνιέμαι από τη θέση μου, θα κρεμώ κάνα σκόρδο, ίντα να κάμω.