Τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα

0

Πάλι σ’ ευτούς θα πάμε, αφού το ξέρεις πως δεν μ’ αρέσουνε τα σούρτα φέρτα, είπε ο Μάρκος στη μάνα του, όταν του ανακοίνωσε ότι και φέτος τα Χριστούγεννα θα πηγαίνανε στην πρωτεύουσα, να περάσουν τις γιορτές με την οικογένεια του θείου του.

Σαν έφυγαν από το χωριό για το λιμάνι, τα συναισθήματα του ήταν περίεργα. Τον μάγευε το ωραίο σπίτι του θείου του, το μεγάλο δέντρο στη σάλα με τις όμορφες μπάλες, το στολισμένο τραπέζι, οι πιατέλες με τα γλυκά, η ζεστασιά. Έμενε με το στόμα ανοικτό, σαν επηγαίνανε βόλτα στην κατάφωτη πόλη, χάζευε τα μαγαζιά, τους ανθρώπους, τον διαφορετικό κόσμο, τα αυτοκίνητα κι όλο κι έσφιγγε δυνατά το χέρι της μάνας του. Ήταν σίγουρος πως θα πέρναγε καλύτερα αν έλειπε από τη ζωή του, εκείνες τις μέρες, η Άννα, η μικρή του ξαδέρφη. Δεν μπορούσε να την ανεχτεί, δεν του άρεσε που ήταν τόσο χαρούμενη και γελαστή, που κέρδιζε συνέχεια εκείνη στο πάρτα-όλα και στον φωτεινό παντογνώστη,  που συνέχεια ήθελε να χορεύει και να τραγουδά, που όλοι πια την καμαρώνανε και τη θεωρούσαν τη χαρά του σπιτιού. Ακόμα κι η μάνα του, μπράβο, Αννούλα μου, της έλεγε, εσύ κορούλα μου είσαι από το δικό μας σόι, σε μας ήμοιασες, ίδια ο πατέρας σου, έλα να σε μάθω να χορεύεις και συρτό, φτάνουν οι φιγούρες του μπαλέτου.

Αφιόνι γινότανε ο Μάρκος με όλα τούτα. Εκάμαμε του κόσμου τα έξοδα να ‘ρτομε εδωνά για να μας ζαλίζει ετούτη με τα καμώματα της, έλεγε στη μάνα του κρυφά. Σσσς θα σ’ ακούσει ο θείος σου, ντροπή, του είπε η μάνα του κι εκείνος εκατσούφιαζε ακόμα πιο πολύ.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς κι η μικρή πήρε τον ξάδερφο της να πούνε τα κάλαντα στη γειτονιά. Την ξέρανε όλοι από μωρό παιδί κι έτσι μαζί με τον βασιλικό ποτίστηκε κι η γλάστρα, βγάλανε καλό χαρτζιλίκι που το μοιράσανε δίκαια, φράγκο φράγκο και τότε σαν να φάνηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο του Μάρκου, στο χωριό θα μάζευα πιο λίγα, σκέφτηκε. Τρέχοντας μπήκε η Άννα στο συνοικιακό μαγαζί με τον κόπο της στο ροζ πορτοφολάκι και άδειασε όλο το περιεχόμενο στον πάγκο της κυρά Τασίας. Είχε δει εδώ και μέρες μια κούκλα στη βιτρίνα που πολύ της άρεσε, την πλήρωσε και με τα υπόλοιπα γέμισε μια τσάντα σοκολάτες και καραμέλες. Κοίτα, Μαρκάκι, είπε και του ‘δειξε τη σακούλα, μαζί θα τις φάμε το απόγευμα. Εσύ, δεν θες να πάρεις τίποτα;

Τσίγκρωσε ο Μάρκος τα μάτια του, εγώ α τα βάλω στο βιβλιαράκι μου στην τράπεζα, εν είμαι σκορποχέρης σαν και σένα, της είπε και η Άννα του έκανε μία αστεία γκριμάτσα.

Τα χρόνια πέρασαν και κανείς από τους δυο δεν άλλαξε συνήθειες. Η Άννα παρέμεινε γελαστή και καλοπροαίρετη, δε λέει πια τα κάλαντα χρόνια τώρα, όμως έχει έναν κουμπαρά που σπάει κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς, αδειάζει το περιεχόμενο του στον πάγκο της κυρά Τασίας, γεμίζει τσάντες με γλυκά και σοκολάτες και τα μοιράζει απλόχερα σ’ όποιο παιδάκι δει μπροστά της, μια γυναίκα απ’ αυτούς τους ανθρώπους τους δοτικούς, που ‘ναι χαρά θεού.

Ο Μάρκος, σπούδασε, άνοιξε δουλειά κι έκλεισε τα μάτια στην οικογένεια που έφτιαξε, αδιάφορος κι απόμακρος, με τη μανία των χρημάτων να του τρώει τα σωθικά. Διέλυσε το σπιτικό του, τα παιδιά του φύγαν μακριά, έμεινε μόνος και χαμπάρι δεν πήρε, ο παράς του ρούφηξε τη ζωή, αρρώστησε. Έσβησε νέος, με το βιβλιαράκι της τράπεζας γεμάτο, μέσα στο τσαντάκι, που ήταν χωμένο κάτω από το μαξιλάρι του, με την Άννα να στέκεται δίπλα του, να του κρατά το χέρι, συγνώμη, της ψέλλισε, σ’ ευχαριστώ της είπε, και η χαμένη του ψυχή χαμογέλασε σαν επέταξε μακριά.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο