Καπνίζουν οι πιλότοι;

0

Κείμενο γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Το πάτωμα τρίζει. Το σπίτι σα να τρέμει συθέμελα. Τα τζάμια πάνε να σπάσουνε. «Σεισμός. Οι Τούρκοι» σκέφτομαι. Πετάγομαι πάνω. Γελάω πάντα με τα σενάρια πολέμου με τους Τούρκους, μεγάλωσα σε ένα τόπο, που παρόλη την βαριά ιστορία ο πιο πολύς κόσμος τους συμπαθεί, είτε επειδή έχει συμφέρον είτε με έναν, πολλές φορές ισχνό, υπαινιγμό καλού γείτονα με κοινό παρελθόν. Αλλά τώρα; Η περιοχή σε αποσταθεροποίηση, ο Ερτογαν σε μόνιμη παράκρουση, ο Τραμπ πλανητάρχης· βρε λες να’ναι οι Τούρκοι πάνω απ’τα κεφάλια μας με τα αεροπλάνα;

Ανεβαίνω στην ταράτσα. Πάνω από το κεφάλι μου χορεύει ένα f-16 της ομάδας Ζευς. Εντυπωσιακό θέαμα. Παρόλο που δεν βλέπω και με το καλύτερο μάτι το στρατό, δεν μπορώ να μην ομολογήσω ότι το θέαμα συναρπάζει. Το μαχητικό κάνει έναν ελιγμό που κόβει την ανάσα, αεροφρενάρισμα νομίζω λέγεται, και γυρίζει επιτόπου. Προφανώς θα κατευθυνθεί προς την πλατεία, που είναι μαζεμένος κόσμος για να δει την επίδειξη. Όχι. Περίεργη τροχιά, βρε πάνω μου θα πέσει. Κλείνω τα μάτια σαν στρουθοκάμηλος που χώνει το κεφάλι στην άμμο. Αυτό ήταν. Σιωπή. Πέθανα; Ανοίγω τα μάτια και το αεροπλάνο αιωρείται στα 2 μέτρα από το μπαλκόνι μου. Έλα χριστέ και παναγία. Όνειρο βλέπω σίγουρα. Ο πιλότος, που διακρίνεται ξεκάθαρα, έχει γυρίσει το κεφάλι του και με κοιτάει. Δεν το ζω αυτό το πράγμα. Κοιτάω γύρω μου με αμηχανία να βρω κάποιον άλλον άνθρωπο σε κάνα μπαλκόνι να βλέπει αυτό που βλέπω κι εγώ. Ο πιλότος εκεί. Το αεροπλάνο αιωρείται κάνοντας εκκωφαντικό θόρυβο και ο πιλότος έχει στρίψει τη μούρη του και με κοιτάει επίμονα. Κοιτάω, αμήχανα, προς το σπίτι. Να ΄μπω μέσα να γλυτώσω, μήπως είναι αγένεια όμως; Ξαναγυρίζω ελπίζοντας να κοιτάει αλλού. Όχι απλά δεν κοιτάει αλλού αλλά έχει βγάλει και την μάσκα και με κοιτάζει μέσα στα μάτια. Ρε τον πούστη λέω μέσα μου. Τι θε τώρα τούτος. Πλησιάζω λίγο με σοβαρό ύφος. Δε θα με τραμπουκίσει εμένα ο κύριος, κι ας είναι πιλότος μαχητικού. Βγάζω από την τσέπη μου ένα τσιγάρο και πάω να το ανάψω. Μήπως να δώκω και του αθρώπου ένα; Καπνίζουνε οι πιλότοι; Κάπου διάβασα πως πρέπει να βρίσκονται σε άριστη φυσική κατάσταση. Με το που βγάζω το πακέτο από την τσέπη ο πιλότος ανοίγει το κάλυμμα του πιλοτηρίου. Να’τονε σκέφτομαι. Μηχανικά, προτάσσω το πακέτο με τα τσιγάρα. Ο πιλότος βγάζει τα γάντια, τα ακουμπάει προσεκτικά πάνω στο κοκπιτ, και ενώ τσιμπάει ένα τσιγάρο γνέφει ευχαριστώ. Καπνίζουμε κι οι 2 το τσιγάρο, χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. Στο τέλος, ο πιλότος σβήνει το τσιγάρο στο τασάκι μου. -«Σε ξύπνησα;» μου λέει, -«Όχι καλέ, για όνομα του θεού» -«Θα με κεράσεις κι ένα νεράκι;» ρωτάει ευγενικά. –«Βέβαια!» τρέχω κάτω να φέρω το νερό. Στην επιστροφή μου στην ταράτσα ο πιλότος και το αεροπλάνο είχαν εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω την χθεσινή μπουγάδα με τα άπλυτα και τους βασιλικούς μου. Τα δύο τσιγάρα στο τασάκι ήταν η μοναδική ένδειξη ότι αυτό που έζησα πριν λίγο ήταν πραγματικότητα. «Ρε τι γίνεται» σκέφτηκα και κάθισα να θαυμάζω το νέο φίλο μου να κόβει βόλτες στον καθαρό, φθινοπωρινό, χιώτικο ουρανό.

Γιάννης Τ.

Άφησε σχόλιο