Κείμενο γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Ο Βρασίδας έπνιξε μια βλαστήμια καθώς έπιανε το κινητό του. Μια φορά το μήνα του έκανε την τιμή να του καθίσει η κυρία του κι αυτή την ώρα θαρρείς και μυριζόταν συστηματικά η αφιλότιμη η κ. Υπατία να τον καλέσει για κούρσα. Ούτε συνεννοημένες να ήταν. Να μην το σηκώσει δεν έπαιζε, γιατί άμα το έβαζε η χριστιανή στο μυαλό της, έπαιρνε με πείσμα μουλαριού και δεν σταματούσε μέχρι να λάβει απάντηση. Τέλος πάντων τι να κάνει; Άντε γεια, πάει κι αυτός ο μήνας, τον χάσαμε, σκέφτηκε. Τώρα πια καλά Χριστούγεννα διότι μεσολαβεί και Σαραντάμερο και θα’χουμε νήστεια, το φελέκι μου μέσα. Και το σήκωσε. Με το στανιό μεν, αλλά με ευγενική συγκατάβαση γιατί τη συμπαθούσε κατά βάθος και τη σεβόταν σα μάνα του.
«Μάλιστα κ.Υπατία. Τι κάνετε; Ευχαριστώ. Πότε; Σε μισή ώρα; Εντάξει μπορώ, ναι, ναι, ε όπως πάντα εκεί στο προσκυνητάρι. Ναι. Ναι. Παρακαλώ. Ναι, έννοια σας, θα περιμένω. Θα περιμένω». Δεν ήταν εποχή να διώχνεις δουλειά κυρίως αν ήσουν χημικός που δουλεύεις με νοίκι ξένο ΤΑΧΙ. Μεγάλη κρίση στο ΤΑΧΙ το χειμώνα. Κι αυτή ήταν σταθερή πελάτισσα και πλήρωνε καλά. Ήταν ηλικιωμένη και δεν οδηγούσε, έμενε δε στα Θυμιανά, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω απ’τη Χώρα. Στάνταρ δυο φορές την εβδομάδα τον έπαιρνε κούρσα για να κατεβεί στη Χώρα για το καθιερωμένο χαρτάκι με τις φιλενάδες της. Τις έκανε γούστο όλες τους την ώρα που μαζεύονταν. Χαρωπές σαν κοριτσάκια, καλοντυμένες, προσεγμένες, παρφουμαρισμένες και έντονα βαμμένες, σαν μαύρα παραδείσια πουλιά, καθ’ όσον οι περισσότερες ήταν χήρες. Είχαν τακτοποιήσει μετά πάσης θρησκευτικής και πανηγυρικής μεγαλοπρεπείας τους συζύγους τους σε δυο μέτρα χώμα και είχαν βρει τη μακαρία ησυχία τους, κάτι σαν όψιμα φοιτητικά χρόνια. Εκτός από μερικές που είχαν μπλέξει με τους μακροβιώτερους και δεν είχαν ακόμη περάσει στη ζώνη της απελευθέρωσης πλήρους ωραρίου.
Πέρα όμως από τις κούρσες για το χαρτάκι, η κ. Υπατία τον έπαιρνε και για ένα σωρό έκτακτες επισκέψεις σε συγγενείς, γιατρούς, μαγαζιά. Τελευταίως προστέθηκε και μια μηνιαία γύρα στους κάδους ανακύκλωσης. Με φανατισμό νεοφώτιστου είχε βάλει όλο το χωριό στη μπρίζα και γύριζε όλο το μήνα πόρτα πόρτα σαν ιεχωβάς να προσηλυτίζει αβέρτα τις χωριανές να της μαζεύουν απ’ όλα. Μια φορά το μήνα καλούσε το Βρασίδα, φόρτωναν μαζί το ΤΑΧΙ μέχρι πάνω το καπώ με τεράστιες σακούλες με ξεχωρισμένα γυαλιά, χαρτιά, πλαστικά και τενεκέδες και τα μοίραζαν στους κάδους στη Χώρα. Απορούσε ο Βρασίδας τι κόλλημα είχε φάει η γρια με τα σκουπίδια στα πίσω-πίσω. Δεν της έλειπαν οι σκοποί στη ζωή. Είχε φίλες, διάβαζε μοντέρνα βιβλία «αυτοβελτίωσης», έκανε ψώνια, έφτιαχνε για πλάκα φαγιά που έβλεπε στην τηλεόραση και τα έστελνε με κούριερ στις κόρες της στην Αθήνα, πήγαινε τακτικά λόου ζούμπα στον πολιτιστικό σύλλογο Θυμιανών, φρόντιζε τον κήπο της, τηρούσε υπερδραστήριο προφίλ στο φέισμπουκ, πήγαινε εκκλησία και γενικά δεν άφηνε στον Άδη πανηγύρι που έλεγε και η γιαγιά του. Ήταν ευγενική, γλυκιά και χαρούμενη κι από τότε που πέθανε η μάνα του, ήταν ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που τον ρωτούσε με μητρικό βλέμμα «τι κάνεις παιδί μου;» και του έλεγε να ντύνεται καλύτερα γιατί πήρε κρύο και του έδινε ένα σωρό άχρηστες στοργικές συμβουλές.
Μ. Σ.