του Γιώργου Χατζόπουλου
Προχθές βρέθηκα στην Χαλκιδική ύστερα από δύο χρόνια! Αν και βρισκόμαστε στα μέσα του Σεπτέμβρη οι δρόμοι ήταν γεμάτοι αυτοκίνητα. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση όμως ήταν ότι ένα στα τρία, τέσσερα αυτοκίνητα που συναντούσα ήταν από την Βουλγαρία, την Σερβία, τα Σκόπια ακόμα και απ’ την Ρουμανία.
Καθώς λοιπόν οδηγούσα και παρατηρούσα νέους, γύρω στα σαράντα, με τις οικογένειες τους, ηλικιωμένα ζευγάρια, με αυτοκίνητα πολυτελή, μεγάλου κυβισμού, αλλά και μικρότερα, παλιά και ξεχαρβαλωμένα, να μπαινοβγαίνουν στον «παράδεισο» των Θεσσαλονικέων, μου ήρθαν στο νου οι αρνητικές κρίσεις και τ’ αρνητικά σχόλια που όλο και πιο συχνά ακούω από συντοπίτες μου (οι «χοντράνθρωποι» και αγενείς Βούλγαροι, οι πονηροί και υπολογιστές Σέρβοι , οι χωριάτες και άξεστοι Σκοπιανοί που δεν έχουν παιδεία, που δεν σέβονται κανέναν, που είτε δεν ξοδεύουν φράγκο είτε νομίζουν ότι μπορούν με τα λεφτά τους να τ’ αγοράσουν όλα κι άλλα παρόμοια).
Οι εχθρικές αυτές στάσεις (και συμπεριφορές καμιά φορά) απέναντι στους ανθρώπους αυτούς, που τα τελευταία χρόνια δεν κατακλύζουν πλέον μόνο τις παραλίες και τα μαγαζιά της Τσιμισκή και των εμπορικών κέντρων, αλλά σιγά σιγά διεισδύουν και στην οικονομική ζωή, όπου αναπτύσσουν διάφορες δραστηριότητες και αναπόφευκτα εντάσσονται και στην καθημερινή ζωή της πόλης,
νομίζω δεν έχουν τόσο σχέση ούτε την «παραδοσιακή» εσωστρέφεια που χαρακτήρισε τις τελευταίες δεκαετίες την πόλη μας, απόρροια της σταδιακής «απώλειας» των μειονοτήτων της και της εξαφάνισης των διαφόρων γλωσσών και θρησκειών της από το 1912,
ούτε με την «δήθεν» εξάπλωση της ρατσιστικής ιδεολογίας στην πόλη (έρευνες αλλά και η επαφή μας με παιδιά και γονείς το βεβαιώνουν αυτό),
ούτε με κάποιο έλλειμμα «ανθρωπισμού» (οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι που δυσφορούν για την παρουσία των βαλκάνιων γειτόνων μας την ίδια ώρα δηλώνουν συμπάθεια ή κι ακόμα περισσότερο συμβάλλουν στην αντιμετώπιση προσφυγικών προβλημάτων, όπως το πρόσφατο του Συριακού λαού ή παλαιότερα των Παλαιστίνιων),
όσο, νομίζω, πως έχουν σχέση με το γεγονός ότι οι λαοί που προανέφερα είναι γειτονικοί και διεκδικούν την είσοδο τους στην τοπική κοινωνία με έναν τρόπο «διαφορετικό» από αυτόν με τον οποίο «εισήχθηκαν» παλαιότερα οι «Ρωσοπόντιοι» και αργότερα οι Αλβανοί (ως φτηνό υπηρετικό και εργατικό δυναμικό δίχως δικαιώματα) ή πιο πρόσφατα οι συμπαθείς και ευγενικοί Κινέζοι και Αφρικανοί (οι οποίοι αν και αναπτύσσονται εξίσου δυναμικά στην οικονομική ζωή της πόλης, δεν φαντάζουν ως «απειλή», ίσως γιατί δεν διεκδικούν μόνιμη εγκατάστασή)
και επίσης έχουν σχέση με την ανασφάλεια που δημιουργεί τόσο η κεντρική όσο και η τοπική η διοίκηση, οι οποίες, καθώς έρχονται για πρώτη φορά αντιμέτωπες με αυτόν τον «διαφορετικό» και απαιτητικό τρόπο «εισαγωγής» των ξένων στην επικράτειας τους, είναι εμφανές πως είναι ανέτοιμες, απροετοίμαστες και το χειρότερο αμήχανες παρακολουθούν την Αγορά να ρυθμίζει μόνη της τη διαδικασία ένταξης αυτών των ανθρώπων…
Σε αντίθεση με αυτούς που δυσφορούν, υπάρχει μία άλλη μερίδα συντοπιτών μου, ως επί το πλείστον καλλιτεχνών, επιστημόνων ακόμα και επιχειρηματιών, οι οποίοι είτε ως απλοί πολίτες είτε ως εκπρόσωποι θεσμών του κράτους, της τοπικής αυτοδιοίκησης ή κομμάτων, βλέπουν με συμπάθεια τον ερχομό και την εγκατάσταση, όχι μόνο των γειτόνων μας αλλά γενικά όλων των ξένων που εισρέουν πλέον την πόλη
και εξιδανικεύοντας την συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών στον ίδιο τόπο και χρόνο, προσπαθούν οργανώνοντας και συμμετέχοντας σε διάφορες δράσεις (παραστάσεις, συναυλίες, χάπενινγκ, οργανώσεις, κινήματα, φεστιβάλ, συνέδρια) και να βοηθήσουν αυτούς τους ανθρώπους αλλά και καλλιεργήσουν στην κοινωνία την κουλτούρα ενός «νέου κοσμοπολιτισμού», που θα είναι σε θέση -έτσι απλά- να αφομοιώνει τις πολύχρωμες υποκειμενικότητες που καθημερινά είτε η ελεύθερη κίνηση των σωμάτων πάνω και πέρα απ’ όλες τις τεχνητές συνοριακές ζώνες εισρέουν στο σώμα της είτε τις εκατοντάδες, ετερόδοξες ταυτότητες που χαοτικές σπείρες του σύγχρονου κόσμου επινοούν.
Επειδή όμως ο κοσμοπολιτισμός δεν καλλιεργείται, αλλά δημιουργείται μέσα από την συνύπαρξη ανθρώπων που η οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας ορίζει, όπως και η κουλτούρα της ανεκτικότητας δεν αναπτύσσεται διότι απλά και μόνο διατυπώνουμε το αίτημα για αρμονική συνύπαρξη και αμοιβαίο σεβασμό ή την ευαγγελιζόμαστε με καλλιτεχνικά ευχολόγια, αλλά γεννιέται μέσα από την αναγκαστική συμβίωση που κάποιοι θεσμοί και νόμοι προετοιμάζουν και επιβάλλουν,
πολύ φοβάμαι πως ο νέος αυτός κοσμοπολιτισμός, που άθελά τους όλες αυτές οι οργανώσεις, κινήματα ακόμα και κόμματα υπηρετούν, δεν θα μοιάζει τον κοσμοπολιτισμό της Ανατολής, που χαρακτήριζε την Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα, όταν Έλληνες, Μουσουλμάνοι, Βούλγαροι, Εβραίοι, Ρωμανίζοντες, Σέρβοι, Αρμένιοι, Αθίγγανοι συνυπήρχαν αρμονικά – υπό την σκέπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με άλλη συνείδηση της ατομικότητας βέβαια-,
αλλά θα είναι κοσμοπολιτισμός της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και των όρων που αυτή επιβάλλει:
«άνοιγμα» αγορών, συνόρων, δίχως όρια και συνεχή κινητικότητα των ανθρώπων που αποδομεί όλες τις εργασιακές, πολιτισμικές, πολιτικές ακόμα και σεξουαλικές μονογλωσσίες, αφήνοντας τες στο έλεος των σκληρών και πολύ καλά οργανωμένων νόμων της Αγοράς.
Γι’ αυτό και οι δράσεις και τα κινήματα αυτά, όσο «ακτιβιστικές», «αντι-καπιταλιστικές» και «αντι-παγκοσμιοποιητικές» διαθέσεις κι αν έχουν, όσο κι αν προασπίζονται όλες τις μειονοτικές, περιθωριακές και ενίοτε εκκεντρικές εμπειρίες,
επειδή δαιμονοποιούν όλους τους πολιτικούς οργανισμούς και θεσμούς και την ίδια την πολιτική (ακούω και διαβάζω πολλούς να μας καλούν σε αποχή από τις εκλογές),
επειδή παραβλέπουν την σκληρότητα που χαρακτηρίζει την οργάνωση τόσο της εθνικής όσο και της παγκόσμιας οικονομίας (κάποιοι προκρίνουν να γίνει ολόκληρη η ελληνική επικράτεια μία προέκταση του ατομικού τους κήπου),
επειδή υποτιμούν για την εθνική ιστορία και την πολιτική μνήμη, γιατί θεωρούν ότι και οι δυο καθοδηγούν τις κοινωνικές διαδικασίες προς έναν εθνοκρατικό συντηρητισμό,
επειδή μετατοπίζουν το πεδίο νοηματοδότησης των πολιτικών στρατεύσεων και αγωνιστικών ταυτοτήτων από τον «εθνικό δημόσιο χώρο» σ’ έναν απροσδιόριστο και ασχεδιάστο χώρο όπου τα συμβάντα, τα γλωσσικά παιχνίδια, οι ανταγωνιστικές δυνάμεις αυτοπαράγουν το κοινωνικό δίχως λογοδοσία σε οποιαδήποτε εξουσία,
επειδή δημιουργούν την αυταπάτη μιας «φαντασιακής» ισότητας και δημοκρατίας,
είναι στον πυρήνα τους «απολίτικα» και κατ’ επέκταση «συντηρητικά»i.
Για αυτό ίσως αν και κατά καιρούς η μελωδία τους μου ακουγόταν δελεαστική, δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω τα βήματα του «νεορομαντικού», «νεοκοσμοπολίτικου» ρυθμού τους.
Γιώργος Χατζόπουλος
Συγγραφέας, σκηνοθέτης
i Νικόλας Σεβαστάκης, Ο ρηχός κοσμοπολιτισμός και τα συντρίμμια της πολιτικής, Αυγή,7/06/2007 Φωτογραφίες: Αντιγόνη Κουράκου