Τα κουκιά των Χριστουγέννων & Σε ένα άλλο σπίτι

0

Κείμενα γραμμένα στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Τα κουκιά των Χριστουγέννων

Από κυάμωση αποδήμησε εις Κύριον ο θείος μου Νικόλας παραμονές Χριστουγέννων του 1977. Έλλειψη ενζύμου G6PD και αιμολυτική αναιμία λόγω κατάποσης κυάμων αναγραφόταν στην επίσημη ιατροδικαστική έκθεση του νοσοκομείου της Πρέβεζας. Μονοκούκι τον πήρε ο θάνατος. Με δυο καρδιακούς του φίλους, τον Αποστόλη και τον Πέτρο, γνωστό και ως Πολυξερίδη στις τάξεις των τελειόφοιτων της Αρχαιολογίας του 1975, άσπονδοι αρχαιολόγοι και ορειβάτες όλοι τους, ομοϊδεάτες σε όλα τους, είχαν κινήσει καταχείμωνο για εξερεύνηση στο φαράγγι του Βίκου με απώτερο σταθμό το νεκρομαντείο του Αχέροντα. Εκεί θα επέβλεπαν με ασύγκριτη νεανική περηφάνια την ανασκαφή, εντεταλμένοι από την αρχαιολογική εταιρία και τον ξακουστό καθηγητή Σωτήριο Ζάκαρη, που τους είχε πια υπό την προστασία του, άριστοι γαρ φοιτητές κι ερευνητές όλοι τους, εξ ου και τους μοίραζε αφειδώς τις περιζήτητες για την εποχή βεβαιώσεις προς αναβολή στρατεύσεως. Εξωφρενικοί παιγνιομανείς και φανατικοί λάτρεις της φύσης και της πλάκας κι οι τρεις τους, δράττονταν πάσας ευκαιρίας για εξορμήσεις σε δρυμούς και βουνοπλαγιές. Αναρριχιόντουσαν μετά μανίας σε ύψη και γκρεμούς, βωμολοχούσαν ασύστολα, σατίριζαν απροκάλυπτα τα πολιτικά και πανεπιστημιακά καθέκαστα και αστειεύονταν επί παντός επιστητού με χιούμορ αμιγώς αριστοφανικό. Η πηγαία τους όμως αυτή έφεση προς το κωμικό και τη φυσιολατρία δεν έμελλε να μακροημερεύσει.

Ο Πολυξερίδης τους είχε μυήσει προ πολλού στα μυστικά της χθόνιας τελετουργίας των νεκρομαντείων, αυτό ήταν και το θέμα του διδακτορικού του, τυπικό προσόν για την ανέλιξή του στην πανεπιστημιακή ιεραρχία, τα ουσιώδη εφόδια τα διέθετε ήδη προς ζήλεια πολλών. Στην κορυφή του Βίκου ήταν που του ήρθε η λαμπρή ιδέα της αναπαράστασης των αρχαίων δρώμενων στο νεκρομαντείο. Μπορεί να έφταιγε η έλλειψη οξυγόνου και η μειωμένη αιμάτωση του εγκεφάλου. Μπορεί και η αίσθηση ότι σαν μικροί θεοί μπόρεσαν να κατακτήσουν τους αιθέρες, γιατί όχι και τον κάτω κόσμο. Λίγο χρειάστηκε μετά ο Πολυξερίδης να τους κάμψει για τα περαιτέρω, τα διαδικαστικά. Έκανε μάλιστα επί τόπου και τη διανομή των ρόλων.

Σκηνή πρώτη. Ο ίδιος ως άλλος αρχαίος ιερέας του Άδη και της Περσεφόνης υποδέχεται τον επισκέπτη Νικόλα, με περισσή μαεστρία του ανοίγει την κουβέντα, προσβλέποντας στα γνωστά οφέλη της σωκρατικής μαιευτικής. Πιστή αντιγραφή το λοιπόν μιας συνηθισμένης μέρας στο νεκρομαντείο την εποχή της πάλαι ποτέ δόξας του, όταν οι ιερείς, πλήρεις ανιδιοτέλειας κατά το σύνηθες, επιχειρούσαν να γνωρίσουν τις προθέσεις των πιστών, για να τους δώσουν στη συνέχεια τις προσδοκώμενες απαντήσεις στα βασανιστικά τους ερωτήματα. Σκηνή δεύτερη. Ο Νικόλας οδηγείται στα βάθη του σκοτεινού ανακτόρου για την απαιτούμενη προετοιμασία του σώματος και της ψυχής. Απαλλαγή από τα μιάσματα με κάθαρση, μάσηση κυάμων για θόλωμα του μυαλού και έξαψη της φαντασίας, τέλεση θυσιών. Σκηνή τρίτη. Ο Νικόλας εισέρχεται στη μεγάλη αίθουσα του ερέβους για να συναντήσει τις ψυχές των νεκρών και να βγάλει τις άυλες σκιές τους από τη λήθη με προσφορές, εκεί θα αναλάμβανε πολλαπλούς σκιώδεις ρόλους ο Αποστόλης. Σκηνή τέταρτη. Ο Πέτρος οδηγεί τον Νικόλα από τον κάτω κόσμο σ’ αυτόν των ζωντανών από άλλον διάδρομο, ώστε να μην έρθει σε επαφή με άλλους πιστούς και διαταραχθεί η μυστικότητα της τελετής και ο αρχέγονος αποκρυφισμός της θρησκείας. Οποιαδήποτε μαρτυρία ισοδυναμούσε με βλασφημία και θα μπορούσε να επισύρει ακόμα και τον θάνατο. Εμπειρία ζωής, αναφώνησε στο τέλος με οίστρο ο Πέτρος ο Πολυξερίδης. Οι άλλοι δύο κούνησαν συγκαταβατικά τα κεφάλια τους, επιδοκιμάζοντας σενάριο και σκηνοθεσία. Κάποιος αόριστος θαυμασμός, ίσως και υποβόσκων φθόνος, ήταν φωλιασμένος μέσα στα μάτια τους.

Οι δύο τελευταίες σκηνές του έργου δεν παίχθηκαν ποτέ και η δεύτερη δεν εξελίχθηκε σύμφωνα με το σενάριο. Τις συσπάσεις και τις εκφράσεις πόνου του πιστού Νικόλα ο ιερέας και οι ψυχές των νεκρών που παραμόνευαν ανυπόμονες για ν’ ανέβουν στη σκηνή, τις εξέλαβαν αμφότεροι ως καμώματα χάριν αστεϊσμού, ως αδιαμφισβήτητη ένδειξη ενός έμφυτου υποκριτικού ταλέντου ή ακόμη κι ως παρενέργειες της κατάποσης των κουκιών και της παρεπόμενης συρρίκνωσης της πνευματικής και σωματικής λειτουργίας.

Αν και όλοι τους σφόδρα αρχαιολάγνοι, δεν είχαν ακούσει φαίνεται ποτέ το ιπποκρατικό κυάμων απέχεσθαι.

Μαρία Βουχάρα


Σ’ ένα άλλο σπίτι

Σ΄ ένα άλλο σπίτι η Κατερίνα παρατηρούσε τα ξύλινα ντουλάπια της κουζίνας. Κάτω. Στο στρώμα. Ημίγυμνη. Μοναδική ύπαρξη στο καινούργιο παλιό διαμέρισμα. Πλάι στο σκισμένο της καλσόν. Στρίμωξε για ακόμα μια φορά όλες τις ιδιοκτησίες της σε χάρτινα κουτιά και τους άλλαξε διεύθυνση. Αυτή τη φορά φοβόταν να μη πέσει. Μετέφερε το πτώμα της δύο γειτονιές και έναν όροφο πιο κάτω. Κρέμασε στο παράθυρο τα πολύχρωμα φωτάκια της και έπεσε για ύπνο. Εκεί ακόμα έστεκαν περήφανα στο φως του ήλιου, που τους έκλεβε τη δόξα και πάσχιζαν να γεμίσουν το δωμάτιο με χρώματα. Στο πλάι της, ανάμεσα σε λευκά λεκιασμένα σεντόνια, κοιμόταν και ο χθεσινός της σύντροφος. Ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι κονιάκ. Χρόνια πριν, χρόνια αφελή και αθώα, όταν ακόμη μάζευε με ροζ κορδέλες τα μαλλιά της, ένα τέτοιο μπουκάλι κατέβαζε η μάνα της απ’ το ντουλάπι στο σαλόνι, κάθε που ήταν να ξημερώσουν τέτοιες μέρες. Έλα, Κατερινάκι, να βάλουμε ένα ποτήρι για τον Άγιο. Έρχεται από μακριά και έξω κάνει κρύο. Να τον ζεστάνουμε. Φέρε και τα σοκολατάκια. Βάλε και δυό μελομακάρονα σε μια χαρτοπετσέτα. Έρχεται από μακριά. Να τον γλυκάνουμε. Κι εκείνη έτρεχε να τα στολίσει στο μαύρο τραπεζάκι δίπλα στο δέντρο. Με τόση λαχτάρα να φανεί αντάξια του δώρου της. Μα αυτός ο σαρδανάπαλος,  δε φτάνει που κάθε χρόνο μπούκαρε κρυφά στα σπίτι μας από τη καμινάδα, δε φτάνει που έπινε τα καλά μας τα ποτά, εκείνα που φυλούσαμε μόνο για τις γιορτές, δε φτάνει που έτρωγε τις σοκολάτες μου και του παππού μου τα γλυκά, μονάχα μας πετούσε κάτω και τα σκουπίδια του και έφευγε, θυμήθηκε εκείνο το πρωινό που πλάι στο τυλιγμένο πακέτο είχε βρει στο πάτωμα τη χαρτοπετσέτα και περιτυλίγματα από σοκολατάκια. Μωρέ ένας Άγιος. Έτσι κάνουν στο Βόρειο Πόλο; Έτσι είχε σκεφτεί τότε. Κι εκείνος μάλλον της θύμωσε και δεν της ξαναέφερε δώρο. Όμως τώρα πια το κονιάκ ήταν όλο δικό της. Και στο καινούργιο παλιό διαμέρισμα δεν υπήρχε δέντρο, ούτε και καμινάδα να μπει, να τον κεράσει, να τα βρούνε. Ούτε κι η μάνα της να τη μαλώσει που υποδέχεται τον Κύριο ανάμεσα σε κούτες με μοναδικό στολίδι τα χαζά φωτάκια της. Σήμερα γιορτάζουμε. Εντάξει, σκέφτηκε. Αφού γιορτάζουν όλοι, ας γιορτάσω κι εγώ. Σηκώθηκε παραπατώντας και έσυρε το κορμί της μέχρι απέναντι στον πάγκο. Αφού γιορτάζω, ας πάρω και ποτήρι. Μόνο για σήμερα. Καλά Χριστούγεννα, Κατερίνα.

Α. Κ.

Άφησε σχόλιο