της Ανατολής Βροχαρίδου
Πριν λίγες εβδομάδες, έφτασε και στη Χίο το καινούργιο «παιδί» του Γιώργου Χατζόπουλου που μας ήρθε βαφτισμένο με το όνομα «Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής». Όπως είναι φανερό, από τον τίτλο, ο μύθος του βιβλίου σχετίζεται με την πειρατική ζωή στο Αιγαίο Πέλαγος.
Όλοι κάποια στιγμή κρατήσαμε στα χέρια μας βιβλία με θαλασσινές ιστορίες όπως το Νησί των θησαυρών του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον, τον Κουρσάρο Πέδρο Καζάς του Κόντογλου, τις ιστορίες του θρυλικού πειρατή Μαυρογένη με τη μακριά αιματοβαμμένη γενειάδα, τον Κάπταιν Χουκ, βασικό ανταγωνιστή του Πήτερ Παν. Ίσως κάποιοι ακούσαμε ή διαβάσαμε για την ιστορία του καπετάνιου Τζέιμς Μίσιον, του θρυλικού απελευθερωτή πειρατή του 18ου αιώνα που ίδρυσε τη Λιμπερτάλια, μια ουτοπική κοινότητα απελευθερωμένων κατατρεγμένων, στη Μαγαδασκάρη. Τους εγχώριους πειρατές δεν τους πολυγνωρίσαμε, καθώς λίγα είναι τα λογοτεχνικά βιβλία που να αναφέρονται στην πειρατική ζωή στο Αρχιπέλαγος.
Παρ’όλα αυτά η πειρατεία έχει αφήσει έντονα το αποτύπωμά της στο Αιγαίο. Εδώ στη Χίο, μπορεί κανείς να διακρίνει το πειρατικό παρελθόν στις πενήντα βίγλες που βρίσκονται στο νησί, στα καστροχώρια του νότου, στη Μόστρα, το αποκριάτικο έθιμο στα Θυμιανά, στον Τρίπατο, το χορό το νενητούσικο και τα τραγούδια που τον συνοδεύουν. Όλα κρύβουν μια μαγεία μέσα τους για μιαν αλλοτινή επική εποχή. Μέσα από τον προφορικό λόγο στις παραδόσεις των νησιών έχει περιγραφεί και επιβιώσει ο φόβος που χαρακτηρίζει τους κυνηγημένους, από τους πειρατές κατοίκους των νησιών, η φυγή και ο κίνδυνος της λεηλασίας, οι νυχτερινοί αποκλεισμοί, και ο τρόμος της σκλαβιάς. Πέρασαν στα ιστορικά αρχεία τα αποτελέσματα και οι καταστροφές που άφησε ο πειρατικός πόλεμος της θάλασσας, ο αριθμός των κουρσεμένων πλοίων, οι καμμένοι οικισμοί, η αξία των λεηλατημένων αγαθών, οι αριθμοί των σκλάβων. Η εικόνα που έρχεται μέσα από τους αιώνες φτάνει με φιλτραρισμένο τρόπο από την πλευρά των κυνηγημένων, αυτών που έχουν υποστεί τις συμφορές. Η επίθεση σε οικισμούς, πλοία, αγροτικές εκτάσεις όταν διαπράττεται από την πλευρά μιας ναυτικής δύναμης είναι φορτισμένη με τον τίτλο του «ιερού πολέμου», ενώ όταν η επίθεση εκδηλώνεται από τους αντιπάλους καταγράφεται σαν πειρατική πράξη και με αυτόν το χαρακτήρα περνάει στη μνήμη.
Ο πειρατής και η πειρατεία στην αγγλική και διεθνή ορολογία έλκουν την καταγωγή τους από το αρχαίο ελληνικό ρήμα «πειράω-ώ» που σημαίνει «προσπαθώ, δοκιμάζω την τύχη μου σε πολεμική επιχείρηση» και ακόμη «επιτίθεμαι και πειρατεύω» (ναυσί πειρώ). Έτσι και μόνο από την αρχαιοελληνική προέλευση του ρήματος αυτού μπορούμε να συναγάγουμε ότι η πειρατεία στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο ήταν διαδεδομένη από αρχαιοτάτων χρόνων, από την εποχή της εκστρατείας για το Χρυσόμαλλο δέρας.
Η πειρατεία στο Αιγαίο συνεχίστηκε καθ’όλη τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων της Τουρκοκρατίας. Οι Έλληνες κάτοικοι των νησιών του Αιγαίου, του Ιονίου αλλά και της παραλιακής ηπειρωτικής Ελλάδας, μετά την εποχή του Μπαρμπαρόσα και ιδιαίτερα της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, άρχισαν να ενεργούν πιο μεθοδικά και οργανωμένα. Ναυπηγούσαν μεγαλύτερα πλοία και αναλάμβαναν αποστολές συνοδείας και προστασίας ξένων εμπορικών πλοίων έναντι αμοιβής, χωρίς βέβαια να αφήνουν και κάποια ευκαιρία πειρατείας αν και όταν τύχαινε στο δρόμο τους. Αργότερα άρχισαν να χτίζουν ακόμα μεγαλύτερα καράβια, ώστε να αναλαμβάνουν απευθείας τη μεταφορά των εμπορευμάτων και όχι μόνο τη συνοδεία τους. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας αλλά και για τη διεξαγωγή του νικηφόρου ναυτικού αγώνα του 1821.
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις διαφορετικές οπτικές των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Σίγουρα οι απόψεις των πειρατών για τις ενέργειές τους ήταν διαφορετικές από αυτές των θυμάτων τους ή του κράτους το οποίο ζημίωναν. Αν ο Μοροζίνι για τους Βενετούς ήταν ήρωας, για τους Οθωμανούς δεν ήταν παρά ένας πειρατής, ενώ το αντίστροφο ίσχυε για τον Μπαρμπαρόσα. Ακόμη, διαφορετικές θα ήταν οι αντιλήψεις για την πειρατική δράση των κοινοτήτων που έπεφταν θύματα των πειρατών από τις αντιλήψεις των κοινοτήτων που είτε ασκούσαν πειρατεία είτε ωφελούνταν οικονομικά από αυτή.
Και έρχεται ο Νι Πι ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου, να πυροδοτήσει ένα ταξίδι μνήμης στην εποχή εκείνη, να μας ταξιδέψει στην άσπρη θάλασσα, τη Μεσόγειο δηλαδή και να μας γνωρίσει τη ζωή των πειρατών. Η αφήγηση αυτή τη φορά είναι από την πλευρά των κυνηγών και όχι των κυνηγημένων, όπως η προφορική παράδοση μας έχει συνηθίσει. Ο συγγραφέας ταξίδεψε σε δύσκολα νερά για να μπορέσει να περιγράψει την ταραγμένη και πολυδιάστατη εκείνη εποχή στο
Αρχιπέλαγος. Ο χρόνος που αφιέρωσε στην έρευνα είναι εμφανής στο βιβλίο, η συγγραφή του δεν αντλεί υλικό μόνο από την κυρίαρχη προφορικότητα της λαϊκής παράδοσης, αλλά έχει και σταθερό ιστορικό υπόβαθρο.
Βρισκόμαστε στο 1828, μια χρονιά που η ληστεία στη στεριά και η πειρατεία στη θάλασσα έχουν αποδεκατίσει τον πληθυσμό της επαναστατημένης Ελλάδας και προκαλούν τη δυσμενέστερη εντύπωση στην Ευρώπη, ενώ ο υποτυπώδης και εμβρυακός διοικητικός μηχανισμός των προηγούμενων χρόνων έχει περιέλθει σε κατάσταση απόλυτης διάλυσης. Εκείνη τη χρονιά ο πρώτος Κυβερνήτης της χώρας Ι. Καποδίστριας, ύστερα από εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων επιχειρεί να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο και σ’ ένα βαθμό τα καταφέρνει, αλλά η δολοφονία του το 1831 θ’ αναζωπυρώσει τη δραστηριότητα των πειρατών.
Η ιστορία, λοιπόν, φαίνεται να αποτελεί μια πλούσια φλέβα του συγγραφέα, ο οποίος και την αξιοποιεί σε συνάρτηση μιας ουσιαστικής γνώσης, της παιδαγωγικής του μόρφωσης και των συγγραφικών του ικανοτήτων, αποφεύγοντας με δεξιοτεχνία το διδακτισμό.
Σε αυτά αυτά τα θολωμένα νερά της ιστορίας κάνουν το ρεσάλτο τους, στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, παστωμένοι από την αλμύρα της θάλασσας, ο Νι Πι, ο πιο άγριος και πανούργος πειρατής του Αιγαίου με τον πλοηγό και φίλο του το Βαρθολομαίο από τη Χίο.
Ο Νι Πι αφηγείται την ιστορία τους και μαζί αφηγείται την ιστορία της πειρατικής ζωής και την ιστορία της Ελλάδας κατά την εποχή εκείνη, αυτή τη φορά και από την πλευρά των πειρατών με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Η πλοκή κινείται γύρω από το θησαυρό του Γάντζου του Σούσουρα και παρελαύνουν στις σελίδες του βιβλίου πολλοί παράξενοι και ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Αξιωματικοί του ελληνικού στόλου μαζί με τους Γάλλους συμμάχους τους προσπαθούν να καθαρίσουν το Αιγαίο από τους πειρατές. Πειρατές με ονόματα και παρατσούκλια, όμορφες δυναμικές γυναίκες πλάσματα της λαϊκής μας παράδοσης, ανακατεύονται με αφρισμένα κύματα, μπλέκονται σε ναυμαχίες και μονομαχίες, φυλάσσουν κρυμμένα μυστικά, ψέματα, και αλήθειες, σε μια διακαή αναζήτηση του ο πολυτιμότερου θησαυρού, που δεν είναι άλλος από το νερό της ζωής.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι σύνθετοι, με πολλές αντιθέσεις και πολυεπίπεδοι. Ο Νι Πι τους παρουσιάζει, μέσα στο κείμενο, με καθαρή ματιά και εστίαση τόσο στις σκοτεινές όσο και στις φωτεινές πλευρές τους, κάνοντας μικρά διαλείμματα στη ροή της αφήγησης της ιστορίας.
Η γλώσσα του κειμένου διατηρεί μια παράξενη ισορροπία, μοιάζει να πατάει στο χθες και στο σήμερα, να ενώνει τη λαϊκή θαλασσινή μας παράδοση και την καθημερινή μας γλώσσα. Πιστό στην απόδοση της εποχής εκείνης το κείμενο εμπεριέχει ναυτικούς όρους, και πολλές ιδιωματικές φράσεις, αλλά είναι, επίσης, κατανοητό και ελκυστικό για τους νέους σε ηλικία αναγνώστες, καθώς χρησιμοποιεί μια γλώσσα, άμεση, γρήγορη, ελκυστική, πλούσια.
Το κείμενο σφύζει από ενέργεια, φρεσκάδα, δράση, μπόλικο και καταλυτικό χιούμορ. Η θεατρικότητα των σκηνών είναι έντονη και θυμίζει αρκετές φορές κινηματογραφικό αφήγημα.
Ο συγγραφέας δεν μας παρουσιάζει, απλώς, στοιχεία για αυτή την ιστορική περίοδο, αλλά καταφέρνει να ενώσει την παιδική του ηλικία και την αγάπη του για τις πειρατικές ιστορίες, με την παιδική ηλικία όλων μας.
Ο μύθος μπαίνει στο μυθιστόρημα, φωτίζει τους χαρακτήρες και τις συνθήκες της εποχής εκείνης, χωρίς να παραβιαστεί η ιστορικότητα του θέματος και αποφεύγοντας τον διδακτισμό. Άλλωστε σε όλο το κείμενο υπάρχουν αναφορές σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα της περιόδου και αρκετά από τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη μυθοπλασία του βιβλίου υπήρξαν στα αλήθεια. Το βιβλίο μας προτρέπει με έμμεσο τρόπο να κάνουμε ένα παραλληλισμό της Ελλάδας του τότε, με την Ελλάδα του σήμερα και να συνειδητοποιήσουμε με πίκρα πως η ιστορία μας στοιχειώνει και μας ακολουθεί και διαγράφει μια φαύλη κυκλική πορεία.
Ο συγγραφέας εκφράζει, επίσης, με έμμεσο τρόπο το δεσμό του με τη Χίο, αφήνοντας συνεχώς υπαινιγμούς και κλείνοντας μας το μάτι, με πρόσωπα που εμφανίζονται με χιώτικα ονόματα, με χιώτικες παροιμίες, περιγραφές και λέξεις από την ντοπιολαλιά.
Το βιβλίο προσφέρεται για παιδαγωγική αξιοποίηση και βιωματική προσέγγιση της ιστορίας με λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό, ευφάνταστο τρόπο. Στην εκπαιδευτική κοινότητα της Χίου, το βιβλίο θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμο αν συνδυαστεί με την τοπική ιστορία που φέρει τόσες πολλές αναφορές για την πειρατική ζωή.
Καλό σου ταξίδι Νι Πι, τελευταίε πειρατή του Αιγαίου!