Ίντα είναι ετούτο το χάλι;

0

Με τούτονα τον καιρό ποιος να κατήβει ίσια κάτω; Κρύο, τούρτουρο, ο αέρας λυσσομανά, η αλεπού δε θα χέσει στο βουνό…

Ε θα ’βγαινες απέ το σπίτι μα σου λείφτηνε το μπαίκι πάουντε για να κάμεις ένα κέκ αφού το ερέχτηκες… Είδες κι απόδες, το πήρες απόφαση, ετυλίχτηκες με το ζακέτο, ήβαλες και μια μαγουλίκα στην κεφαλή σου κι επήες ίσια κάτω στο μπακαλικάκι… Κι αφού εψούνισες είπες να ξεμυτίσεις στην παραλία να δεις τη θάλασσα, σου αρέσει ευτό το μολυβί χρώμα που παίρνει με τούτον τον καιρό…

Μα μόλις επρόβαλες εκειδά στου Κόπελου το καφενείο ετρόμαξες… Ίντα είναι ετούτο το χάλι; Πως εκάμανε έτσι την παραλία; Ίντα είναι ευτοί οι πασάλοι που εχώσανε μέσα στη θάλασσα και τα μπλόκια;

Εν υπήρχε κι άθρωπος να ρωτήσεις να μάθεις τι σκοπό έχουνε…

Εχάζευες μ’ ανοικτό το στόμα και να που σε λιγάκι εξεπρόβαλε ο αξάδερφος ο Νικολής… Είδες αξαδέρφη τα έργα; Μα ίντα πολεμούνε εδωνά; Μεγαλώνουνε την παραλία, είπενε.. θένε να την στηρίξουνε για να μη βουλήσει… Και να γίνει και δρόμος και πεζοδρόμιο στη θάλασσα και μετά θα δένουνε τις βάρκες και τα κότερα… Μεγαλεία αξαδέρφη το χωριό μας… με φράγκα του ΕΣΠΑ και του κράτους… Ώρα καλή, πάω στου «Γέρου» για πρέφα…

Τον εχαιρέτισες μηχανικά και τράβηξες ίσια όξω…

Και στο μυαλό  σου ήρτανε άλλες εποχές σαν ήσουνε παιδί και φαντίνα… Τότε που  ακόμα είχενε χώμα καταής και μετά τσιμέντο… μετά ήρτενε η πίσσα να τη ρίχνουνε για να καλύψει, μαυρίζοντας, τα πάντα…

Κι ήκαμες μια βότα με το νου σου στα παλιά…

Επροχώρησες προς του θείου του Σταμάτη του Σιδερίδη τον καφενέ, επέρασες το περιφτεράκι του Γιωργακιού του Μόσχου, την παράγκα του ράφτη, το μαραγκούδικο του θείου του Ορφέα κι εσταμάτησες μπροστά στο καφενεδάκι του θείου του Ορέστη… Και σου ’ρτε στ’ αυτιά η φωνή της μανής: εδωνά κολύμπα, στου Ορέστη μπροστά να σ’ έχω το νου μου ή στα Σκέλλικα, που ’ναι η παγηρίνα σου… μην πας στα Καράπικα, ούτε στα Κακοβόλικα και μη σε ξαναδώ καμένη μου να δίνεις βουτιά από το καίκι βοή στη μοίρα σου και το ριζικό σου…

Και νοιώθεις πως είσαι τυχερή που έζησες και σ’ εκείνα τα χρόνια, τότε που το χωριό ήτανε χωριό και κολυμπούσες κι εψάρευες σ’ όποια γειτονιά ήθελες, που ήξερες κάθε βαρκάκι τίνος ήτανε και νοιώθεις λολαγκρισμένη άμα βλέπεις την καταστροφή  που κάποιοι τηνε λένε ανάφτυξη…

Κι απλά σκέβεσαι ποιος θα θε να έρκεται σ’ έναν τόπο που του χαλάσανε την όψη… Τα κότερα φυσική ομορφιά ψάχνουνε κι όχι Πασαλιμάνια και Κουσάντασι… Ποιος ήτανε ευτός ο τοπικός ο άρχοντας που τον αφήκαμε να πάρει στο λαιμό του ένα τόσο όμορφο χωριό…  ’Ετσιδα καταστρέψανε και το Παντουκιός μ’ ευτή τη γέφυρα την ατέλειωτη που εκάμανε… Για ποια ανάφτυξη μιλάνε και ποιος θα κερδίσει;

Αποσβολωμένη, παίρνεις του ανηφόρου για το σπίτι… Κι έχεις έναν θυμό μεγάλο και λες πως ίσια κάτω δε θες να ξαναπάς. Δε θες να χαλάσεις τη μνήμη σου βλέποντας τα χάλια τους… Και νοιώθεις την ντροπή μέσα σου που δεν θ’ αφήκεις στα παιδιά τα νέα το χωριό σάμπου στ’ αφήκανε κι οι παππούδες σου… Το κρίμα στο λαιμό μας…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο