Λακτάριος, ο νόστιμος

0

Ένα σούσουρο ακουγόταν σ’ όλο το νησί, σαν ένα μυστικό που βγήκε στην επιφάνεια σιγά σιγά. Στον Αντρόλακο, στο Γιαννάκι, στο Βίκι, στις Αμάδες, στο Σαραπιό, στο ντεπόζιτο, στα Πυργιά, στην Τσούνα. Μέρη που βγαίνουν με το ζόρι από χείλη ερμητικά κλειστά, σα να τα ανακρίνουν για να φανερώσουν τον τόπο του εγκλήματος, σα να λένε παραμύθια στα παιδιά, με φωνή τρεμουλιαστή και μπάσα, για νεραιδότοπους και γελούδες, σα να μιλούν χρυσοθήρες για βουνά που στα έγκατα τους κρύβουν χρυσάφι.

Ένας μήνας και κάτι κι όλα φαίνεται πως έχουν αλλάξει στο νησί. Κανείς δε νοιάζεται για τίποτα, σχεδόν κανέναν πια δεν ενοχλούν οι πρόσφυγες, τα καφενεία τα πρωινά μένουν άδεια κι όταν τ’ απόγευμα γεμίζουν άλλη κουβέντα δεν ακούς: Στις κεραίες βρήκανε δυο κουβάδες πήρε τ’ αυτί μου, στο Πιτυός από κάτω τρία καφάσια, τους είδε ο μπατζανάκης μου με τα μάτια του, δεκαπέντε κιλά κατέβασαν από το Πελιναίο, δεν είχαν άλλο τόπο, ως και στις τσέπες τους βάλανε.

Σε πολλά σπίτια, από βραδύς, οι νοικοκυραίοι έχουν κάνει τα κουμάντα τους. Δίπλα στην εξώπορτα είναι έτοιμος και καθαρός ένας κουβάς που παλιά είχε δεκάκιλη άσπρη πλαστική μπογιά και τώρα είναι γεμάτος από εργαλεία: τσουγκρανάκι, μαχαίρι, πριονάκι σπαστό, γάντια, σακούλες, θερμός, νερό, μανταρίνια και κουρκουμπίνια. Αχάραγα ανοίγουν σιγά σιγά την πόρτα, για να είναι σίγουροι ότι η γειτονιά κοιμάται, μπαίνουν γρήγορα στ’ αμάξι κοιτάζοντας πάντα γύρω γύρω κι όταν νοιώσουν πως κανείς δεν τους παρακολουθεί φεύγουν γρήγορα. Δρόμο παίρνουν δρόμο αφήνουν, χώνονται σε χωμάτινες ανηφόρες. Δεν σταματάμε εδωνά, βλέπω μαντερίνια στην άκρια. Λες να έχει; Ας ψάξουμε ξανά και στα ψαγμένα βρίσκεις. Για ‘δε κάτι κωλαράκια φαίνονται, θα βρήκανε φαίνεται, δε το βουνό, ξεσηκωμένο το έχουνε, όλα τα φρύγανα πίκουπα. Τίποτα δεν έχει, όλα τα έχουν ψάξει, ευτός ο αδερφός σου φταίει που μας έστειλε εδωνά. Ηκουσες κι εσύ τον Κωσταντή, που ευτός δε δίνει ούτε του αγγέλου του νερό και τον εμπιστεύτηκες, ούργιος που ‘σαι καμένε, ευτός βρε τα πουλεί, άντε πάμενε αλλού, κάτι άκουσα πως έχει στον Απεθαμένο.

Τέτοιοι περίεργοι διάλογοι ακούγονται σε βορρά και νότο, σε δύση κι ανατολή, σε βουνά, ρεματιές και λαγκάδια, απ’ άκρη σ’ άκρη στο νησί.

Lactarius Salmanicolor ή αλλιώς Λακτάριος ο σολομόχρωμος, Γαλακτίτης ή Ελατίσιος.

Lactarius delicious ή αλλιώς Λακτάριος ο νόστιμος ή Κουμαρίτης ή Σουσουρίτης ή Κουμαρομανίτης ή Αγκισαρίτης ή Καρότο.

Δεν είναι δολοφόνοι για να τους ψάχνουν παντού, δεν είναι επικηρυγμένοι εγκληματίες, είναι οι γνωστοί σε όλους μας αμανίτες, ή πευκίτες ή ρεικίτες. Ένα είδος άγριων μανιταριών από τα λίγα που ξέρουμε ότι τρώγονται στη χιακή φύση. Μεζές φίνος και μυρωδάτος, τηγανητός και ψητός κι άμα βρεις και πολλούς τους κάνεις και με σάλτσα για τα μακαρόνια και τουρσί τους κάνεις, τους βάζεις και στο ρύζι. Τους αποθηκεύεις στην κατάψυξη άμα σου περισσεύουν και δεν τους έχει χαρίσει για να ευλογάν τ’ αποθαμένα σου ή πουλήσει για να πληρώσεις τον ΕΝΦΙΑ του Γενάρη.

Θέλουν κόπο και υπομονή, ψάξιμο συστηματικό, πρέπει να βουτήξεις στα βαθιά, κάτω από πευκοβελόνες, ρείκια, αστυφίδες κι αχινοπόδαρα, να ματώσεις πόδια και χέρια, ν’ ανεβοκατέβεις βουνά. Θέλει να είσαι πεισματάρης κι έτοιμος για όλα γιατί αυτά τα μανιτάρια βγαίνουν στα πιο περίεργα μέρη, τους αμανιτότοπους, που οι μανιταροσυλλέκτες τους ξέρουν και τους κρατούν κρυφούς, ίσως άμα ξεψυχήσουν να τους κάνουν δώρο στο παιδί τους μαζί με την ευχή τους.

Οι καλύτεροι αμανιτάδες είναι τα κατσικάκια και κατ’ επέκταση τ’ αφεντικά τους οι τσοπάνηδες κι είναι ολίγον εκνευριστικό να ψάχνεις άδικα με τις ώρες γι’ αμανίτες και να περνά από δίπλα σου το κοπάδι με βαμμένα πορτοκαλί χείλη. Οι κυνηγοί έρχονται δεύτεροι, που ενώ έχουν όλον τον απαιτούμενο εξοπλισμό, στολές πρασινοχακί, όπλα, σφαίρες, τσάντες, σακίδια, όταν βαρεθούν το άσκοπο παιχνίδι της αναζήτησης της τροφής στον ουρανό, πετούν κάτω τα άδεια πλαστικά ποτήρια του καφέ, σκύβουν στη γη κι εκεί γύρω ψάχνουν, πολλές φορές με μεγάλη επιτυχία.

Άμα έχει ελιές, λένε, έχει και μανιτάρια και έτσι φαίνεται πως είναι, χρειάζονται βροχή για να βγουν, υγρασία και ζέστη. Οι αμανίτες θέλουν παρέα στο ψάξιμο τους δια παν ενδεχόμενο, μπορεί να χρειάζονται και πυξίδα αφού πολλοί έχουν χάσει στα δάση τον προσανατολισμό τους. Δεν τους τραβάμε βίαια, τους κόβουμε απαλά τον κορμό, αφήνοντας ένα μικρό κομμάτι στη γη αν θέμε να τους βρούμε ξανά και του χρόνου. Ο ενθουσιασμός είναι μεγάλος σαν βρίσκουμε όμως το μάζεμα πρέπει να γίνεται με σεβασμό στη φύση και στους άλλους αμανιτάδες, δεν είμαστε μόνοι μας στην πλάση. Φάε και μην παραφάς λέγανε οι παλιοί κι αυτοί σίγουρα ξέρανε το σωστό.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο