γράφει ο Μιχάλης Ανεζίρης
Συμβαίνουν εδώ και πολύν καιρό φοβερά και τρομερά πράγματα για σχολιασμό, μου συμβαίνει εδώ και πολύν καιρό να δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να γράψω. Πέρα από το εγγενές βάσανο του να “γεννάς” κάτι αληθινά δημιουργικό χωρίς να επαναλαμβάνεσαι και να γίνεσαι γραφικός, είναι και η κατάθλιψη…Κατάθλιψη που γεννιέται, όταν συνειδητοποιείς πως, πέρα από τις συνεχείς – και δικαιολογημένες, βέβαια – καταγγελίες προς τους φορείς της εξουσίας, είσαι αναπόσπαστο κομμάτι μιας κοινωνίας που εδώ και κάποια χρόνια, με το φούντωμα της μεγάλης κρίσης, έχει πάρει τον κατήφορο με ρυθμούς κατρακύλας… και με τρόπο που δείχνει ξεπεσμό χωρίς επιστροφή.
Κάποτε βγαίναμε μαζικά στους δρόμους ως κινήματα Αγανακτισμένων στις πλατείες ή ως ενεργοί πολίτες που θέλαμε να στηρίξουμε τα μεγάλα “Όχι” στους δρόμους. Μετά την άτακτη υποχώρηση και του ΣΥΡΙΖΑ στους μονόδρομους του ευρωπαϊκού Φιάσκου το 2015, ο ηθικός ξεπεσμός μας ως κοινωνίας δεν έχει προηγούμενο: οι μαζικές συγκεντρώσεις που δίνουν τον τόνο είναι αυτές “φιλήσυχων νοικοκυραίων” ενωμένων με φασίστες για “να κάψουν μετανάστες” (Μυτιλήνη, τον προηγούμενο μήνα) ή τα ογκώδη συλλαλητήρια για το όνομα της Μακεδονίας, πρωτοστατούντων πάλι των Χρυσαυγιτών, με έκτροπα και επιθέσεις εναντίον αντιεξουσιαστικών συλλογικοτήτων. Κι αν είναι βέβαια εξαιρετικά επιπόλαιο το να σπεύσει κάποιος να “χαρίσει” τις χιλιάδες που συμμετείχαν σ’ αμφότερα τα συλλαλητήρια στους φασίστες, είναι εξαιρετικά ανησυχητικό πως σε πάρα πολλούς απ’ αυτούς δεν “κάηκε καρφί” για το γεγονός πως “καπελώθηκαν” από φασίστες, ακόμη κι αν το συνειδητοποίησαν εκ των υστέρων.
Ούτε είναι βέβαια τυχαίο πως όλοι όσοι εμφορούνται από μια τέτοια αντίληψη για τον πατριωτισμό δεν υποκίνησαν ανάλογο συλλαλητήριο π.χ. για τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της τουρκικής πλευράς. Γιατί η λογική είναι, φυσικά, αυτή της “εύκολης μαγκιάς”: όπου μας παίρνει! Κι η λογική αυτή, που απλώνεται πια σαν καρκίνωμα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας, διαφαίνεται σ’ ένα σωρό αδιανόητα για τον κοινό νου περιστατικά – και μη αμιγώς πολιτικής υφής – που μάθαμε να τα αντιμετωπίζουμε περίπου ως αυτονόητα: το ξυλοφόρτωμα των αντίπαλων οπαδών όπου τους βρούμε αριθμητικά λιγότερους και “μπόσικους” ή η ουσιαστική απόπειρα δολοφονίας, με να τους πετάμε έξω απ’ το αυτοκίνητό τους και να τους το καίμε, περνάνε πια στο ντούκου, διότι βασική είδηση είναι πως τελείωσε ομαλά ένας ποδοσφαιρικός αγώνας μεταξύ δύο ομάδων!
Κι όσο κι αν τα παραπάνω φαίνονται εκ πρώτης όψεως άσχετα, έχουν βαθύτατο συνεκτικό ιστό: την ψυχοπαθολογία του τυφλού μίσους και της ανέξοδης, ανεξέλεγκτης βίας ενάντια στον διαφορετικό, τον αδύναμο, τον μειοψηφούντα, τον ετερόδοξο κάθε είδους που μειονεκτεί αριθμητικά απέναντι σ’ εμάς και “την συμμορία μας” και θα τον πετύχουμε μπροστά μας ευάλωτο. Σε τέτοιες… ομορφιές εκτρέπεται όλο και πιο συχνά η οργή μας για τις ζωές και τα όνειρα που μας κλέψαν. Μόνο, που αντί να τα βάλουμε με τους αυτουργούς της κλοπής, εξαπολύσαμε κυνήγι μαγισσών προς κάθε αναξιοπαθούντα και άσχετο με τα αίτια των δεινών μας.
Με όσα μου δίδαξαν μέχρι τώρα στη ζωή μου οι πενιχρές μου δυνάμεις και γνώσεις, έμαθα να λογαριάζω ως “σθένος” την αναμέτρηση επί ίσοις όροις με αντίπαλο τουλάχιστον ισάξιό σου, αν όχι και ισχυρότερό σου. Να βλέπεις κατάματα αυτόν που σου φταίει –κυρίως την εξουσία, σε κοινωνικό επίπεδο – και να του αντιτάσσεσαι όσο μπορείς, όσο στο επιτρέπουν το μπόι σου και τα κότσια σου (ελάχιστοι είναι οι ήρωες ανάμεσά μας): αλλά η μετατροπή της ανθρώπινης αδυναμίας σου να πράξεις κάτι τέτοιο σε εκστρατεία “εξολόθρευσης” των αδύναμων και των αλλόδοξων, σαν αυτές που άρχισαν να γίνονται της μόδας πια στην ελληνική κοινωνία, είναι επίδειξη ύψιστης θρασυδειλίας και ηθικής κατάπτωσης.
Όχι, να τελειώνουμε με το βολικό άλλοθι πως αυτό που βιώνουμε είναι μόνο θέμα “κακής εξουσίας” και “κακών πολιτικών”. Γιατί μ’ ένα τέτοιο άλλοθι, που έφερε μαζική ύπνωση και βύθισε ολόκληρο λαό σε χειμερία νάρκη και λοβοτόμηση πριν από καμιά ενενηνταριά χρόνια, αποχαιρέτησαν τη γερμανική πολιτική σκηνή οι δημοκρατίες της Βαϊμάρης και ξεπήδησαν, σαν τέρατα, οι Αδόλφοι…