20160511
Ζεστή νοτιά σήμερα, με άπνοια και συννεφιά. Κατέβηκα στην παραλία· ταβέρνες, καφέ, ξενοδοχείο όλα ανοικτά, αλλά ακόμη είναι νωρίς, δεν υπάρχει κόσμος. Ένα ζευγάρι ξένοι έρχονται μέσα από τα χωράφια με ρούχα πεζοπορίας, η γυναίκα κρατάει ένα ματσάκι ρίγανη· στο λιμάνι μπαίνει ένα καΐκι.
Ανεβαίνω στο χωριό, σταματώ στα γήπεδα· ο ήλιος ανοίγει τρύπες στα σύννεφα· στο βάθος μόλις που διακρίνονται τα βουνά των Ψαρών. Περπατώ το μακρύ δρόμο που χωρίζει το χωριό στα δύο. Από πάνω είναι το βουνό, καμμένο από την μεγάλη φωτιά, από κάτω η θάλασσα. Στην πλατεία αρκετή κίνηση, παιδιά που παίζουν κρυφτό, οι μαμάδες τους στα παγκάκια, μια παρέα άντρες κάθονται στο πεζούλι του παντοπωλείου. Στην άλλη άκρη του χωριού κάποιος μπαλώνει τα δίχτυα του· ανηφορίζω στην πάνω πλευρά και μετά κατεβαίνω στην κάτω. Παντού η ίδια εικόνα· αυτοσχέδια σπίτια, με αυλές, γκαράζ, αποθήκες, περιβόλια, βεράντες, ταρατσάκια· όλα μικρά για να χωρέσουν εκεί που παλιά ήταν οι λιτές πέτρινες κατοικίες. Λίγα ερείπια έχουν μείνει και θυμίζουν τον παλιό οικισμό. Από την άλλη το χωριό είναι ζωντανό και όχι μουσείο γιατί τα περισσότερα σπίτια κατοικούνται.
Πιάνω σκόρπιες κουβέντες στις γειτονιές· για ψαρέματα, για τα λουλούδια στις γλάστρες αν είναι μαστιχάκια, μια τηλεόραση λέει για τη γιουροβίζιον, για την αφρικανική σκόνη: «πρέπει λέει να κλείνουμε τις πόρτες γιατί βλάφτει, ούτε να την αναπνέουμε πρέπει, ούτε να κάθεται στα φαγιά». Σ’ ένα στενό, έξω από το σπίτι του ένας άντρας δολώνει παραγάδι. «Τρακόσα αγκίστρια είναι, απιάσω κάνα φαγκρί, κάνα σκαθάρι, σ’ ένα μανάβη τα δίνω, έχουμε πολλούς εδώ, μόνο στη γειτονιά είναι τέσσερις». Λιθί, το χωριό των ψαράδων.
Φτάνω πάλι στην πλατεία, ένας νεαρός μου λέει ποια είναι τα αξιοθέατα· «όλοι βγάζουν τούτη την πόρτα, το σπίτι του Συγγρού και την παλιά βρύση αλλά δε θα ξέρεις να τη βρεις μονάχος σου». Όλα είναι όπως και πριν στην πλατεία· τα παιδιά παίζουν, οι μαμάδες συζητούν μεταξύ τους· «έχουμε πολλές νέες οικογένειες, γύρω στα τριάντα πέντε παιδιά πάνε στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό. Η παρέα των ανδρών που κάθεται στο πεζούλι με κοιτάζει. Τους ρωτώ αν θέλουν να τους φωτογραφίσω· φωνάξαν κάνα δυο ακόμα, στήθηκαν και τραβήχτηκε η φωτογραφία. Φεύγοντας πέρασα πάλι από την παραλία, ησυχία· τα φώτα αναμμένα, μια παρέα σε κάθε μαγαζί. Γυναίκες καθάριζαν την μικρή εκκλησία, για τη γιορτή του αγίου Ισιδώρου.