Κείμενο της Ανατολής Βροχαρίδου γραμμένο στα πλαίσια του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Επιστροφή στη μήτρα. Σε κείνο το σκοτεινό και υγρό όργανο που μεταμορφώνονται οι έρωτες σε εμβρυακές ανάσες και καρδιακούς παλμούς, στο δέντρο της ζωής που μαγικά μπολιάζεται από ξαναμμένα σώματα και καρποφορεί το σπόρο του ανθρώπινου γένους. Ναι, επιστροφή στη μήτρα πρέπει να είναι τελικά, κατέληξε κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι του.
Μόνο έτσι μπορούσε να εξηγήσει ο Ευγένιος Κομνηνός την παρουσία του απόψε στο Μέγαρο Μουσικής. Σχεδόν σαν υπνωτισμένος βρέθηκε εδώ, κρατώντας εισιτήριο για πρώτη θέση να παρακολουθήσει την όπερα Μαντάμ Μπάττερφλαϊ από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ίσως έφταιγε που χθες την είδε στον ύπνο του να τραγουδά τη ρομάντζα της ελπίδας “ Un bel di” “μια ωραία μέρα” ντυμένη με το κιμονό της και στο τέλος να γυρνά στο κοινό, να τον εντοπίζει στο πλήθος και χαμογελώντας να του γνέφει “Viens ici mon amour. Viens, viens”, ανοίγοντας την αγκαλιά της. Είδε τον εαυτό του να τρέχει με λαχτάρα, αλλά πριν προλάβει να ανεβεί στη σκηνή, εκείνη άνοιξε τα φτερά της, κάτι τεράστια πολύχρωμα φτερά πεταλούδας και πέταξε ψηλά σκορπίζοντας ένα βαθύ, γάργαρο γέλιο. Ξύπνησε ταραγμένος, με την καρδιά του να κοντεύει να σπάσει στο στήθος του. Παράξενο όνειρο. Είχε καιρό να τη δει στον ύπνο του και πρώτη φορά την έβλεπε να γελάει. Ο Ευγένιος Κομνηνός, αν και σκηνοθετούσε το σενάριο της ζωής του με μαεστρία, στον αναρχικό χώρο του υποσυνείδητου, στο κρυμμένο του εγώ παρέμενε ένας απλός θεατής. Το όνειρο που δεν ερμηνεύτηκε μοιάζει με επιστολή που δεν διαβάστηκε, σκέφτηκε την ώρα που έπαιρνε το πρωινό του και αποφάσισε να κάνει το κατάλληλο τηλεφώνημα για την κράτηση θέσης.
Ντυμένος με το γκρίζο κασμιρένιο του κουστούμι, έξω από την αίθουσα Τριάντη, περιμένει την ταξιθέτρια να τον οδηγήσει στη θέση του και στα αυτιά του φτάνουν λεπτομερή σχόλια για την σοπράνο Τσέλια Κοστέα, τον τενόρο Ντάριο Ντι Βιέτρι και τον διευθυντή ορχήστρας Λουίς Φερνάντο Μαλέιρο από ένα επιτηδευμένο πλήθος πιθανόν φιλότεχνων θεατών.
Κάθεται σε μια από τις μπροστινές θέσεις της εντυπωσιακής αίθουσας και αφήνει το βλέμμα του να χαλαρώσει στη σκηνή. Νιώθει εκείνη την οικεία αίσθηση που έχει, όταν βρίσκεται σε χώρους που με την αισθητική τους ξεκουράζουν το πνεύμα του και την ψυχή του. Παράλληλα, όμως τον κυριεύει μια ανυπομονησία να ξεκινήσει το θέαμα και αρχίζει να ξεφυλλίζει, χωρίς στην ουσία να διαβάζει, το ενημερωτικό φυλλάδιο με τις ετήσιες εκδηλώσεις του Μεγάρου. Την όπερα, ως μουσικό είδος, την απέφευγε πάντα, καθώς ήθελε να προφυλάξει τον εαυτό του από δυσάρεστες αναμνήσεις. Προτιμούσε θεάματα που δεν αναστάτωναν την ισορροπία στην ψυχή του και δεν ξυπνούσαν τους, τους κοιμισμένους δαίμονες που κρύβονταν εντός του, για πολλά χρόνια.
Ακούγεται ο ήχος της έναρξης και ένα σύντομο ορχηστρικό πρελούδιο με γιαπωνέζικο χαρακτήρα συνοδεύει την εναρκτήρια σκηνή.
Σκηνή πρώτη και οι ανθισμένες κερασιές και τα πολύχρωμα κιμονό πλημμυρίζουν τη σκηνή και αρχίζει να εξελίσσεται η ιστορία του έρωτα της μικρής γκέισας Τσο Τσο Σαν ή Πεταλούδας με τον Αμερικανό αξιωματικό του ναυτικού Πίνκερτον. Οι ετοιμασίες του γάμου ξεκινούν και στήνεται ένα ονειρικό σκηνικό γάμου, μέσα μια πανδαισία χρωμάτων και θεϊκής μουσικής. ΄Οπως ακριβώς ήταν το σκηνικό του γάμου της Μαργαρίτας Μορώ και του Μιχαήλ Κομνηνού πριν εβδομηνταδύο χρόνια σε μια θαλερή φυσική σκηνή, κάπου στη Γαλλία. Ο Ευγένιος, θυμάται τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το γάμο τους και πόσο του άρεσε όταν ήταν μικρός, να τις χαζεύει, να χαϊδεύει τα πρόσωπά τους στο χαρτί και να τα φιλάει. Η Μαργαρίτα Μορώ με το μακρύ άσπρο πέπλο στα ξανθά μαλλιά της, με ένα μπουκέτο άσπρα τριαντάφυλλα και αυτός γοητευτικός, στητός και χαμογελαστός να της κρατά σφιχτά το χέρι, σα να της έλεγε, μη φοβάσαι, έτσι θα στο κρατώ μια ζωή. Ίσως να το πίστευε τότε, σκέφτεται την ώρα που ακούει τον Πίνκερτον να τραγουδάει και να δηλώνει πως δεν ικανοποιείται, εάν δεν δρέψει τα λουλούδια κάθε ακτής και τον έρωτα κάθε όμορφου κοριτσιού. Ο Ευγένιος χαμογελάει πικρά.
Τέλος της πρώτης πράξης και το κοινό επιβραβεύει τους καλλιτέχνες με ένα θερμό χειροκρότημα. Ο Ευγένιος παρακολουθεί και τις δύο σκηνές, το σήμερα μπερδεύεται βασανιστικά με την παιδική του ηλικία. Βγάζει διακριτικά το μαντήλι του, που είναι κεντημένο με τα αρχικά του ονόματός του και ταμπονάρει το μέτωπό του που έχει αρχίσει να ιδρώνει.
Το σκηνικό της όπερας όλο και πιο πολύ τον βαραίνει, η Μαργαρίτα παίρνει σάρκα και οστά σαν να είναι πρωταγωνίστρια στην αποψινή παράσταση, η μαμά Μπάττερφλαϊ, όπως συνήθιζε να τη φωνάζει μικρός. Σαν πεταλούδα έμοιαζε, με αραχνοΰφαντα φτερά έτοιμη να παρασυρθεί στο πρώτο φύσημα του αέρα και να κάψει τα φτερά της για τον έρωτα. Αέρινη, λεπτοκαμωμένη, με χέρια διαρκώς κινούμενα με χάρη, με φωνή να αγγίζει αγγελικές οκτάβες. Περπατούσε με ένα ελαφρύ πέταγμα σε κάθε πάτημά της, σαν να μην ήταν σίγουρη αν επιθυμούσε να ακολουθήσει τη γήινη διαδρομή της καθημερινότητας, σα να ετοίμαζε τα φτερά της για δραματικές πτήσεις. Τα δύο μεγάλα μάτια της, που συνήθως απουσίαζαν σε ένα δικό τους κόσμο, ζωντάνευαν μόνο όταν δεχόταν τις ευγενικές φιλοφρονήσεις του συζύγου της, για το υπέροχο χτένισμά της, για το κομψό φόρεμά της, για τον τρόπο που ερμήνευσε την Τόσκα, την Ιζόλδη και τη Δυσδαιμόνα, σε κάποια μουσική βραδιά με φίλους.
Παρότι με το γάμο και τη οριστική εγκατάστασή της στην Ελλάδα η ελπιδοφόρα καριέρα της, ως λυρική σοπράνο, τερματίστηκε άδοξα, η Μαργαρίτα κατάφερε να μεταμορφώσει τη σκηνή της καθημερινής ζωής της σε μια τεράστια δραματική σκηνή, όπου η οποιαδήποτε μικρή αναποδιά έπαιρνε τις διαστάσεις μιας μεγάλης τραγωδίας. Το “Oh Mon Dieu” με την ανάλογη τραγικότητα στη φωνή και στην έκφραση, ήταν η αγαπημένη της φράση, για τα μαλλιά της που έχασαν τη λάμψη τους, για τη φωνή της που με τον καιρό έχανε το σφρίγος, για τις αλλεπάλληλες ερωτήσεις του μικρού της γιου. Η σκηνή χρειαζόταν τελειότητα και ο καθένας έπρεπε να ερμηνεύει σωστά το ρόλο του. Η σωστή τεχνική και η υψηλή αισθητική ήταν απαραίτητες για το σερβίρισμα του καφέ, για το στρώσιμο του τραπεζιού, ακόμη και για τις καθημερινές καλημέρες και καληνύχτες. Την έβλεπε να κατεβαίνει τη σκάλα, αλλόκοσμη και αλαφροΐσκιωτη σαν να έπαιζε κάθε φορά και μια σκηνή από γνωστή τραγωδία.
Σκηνή δεύτερη και η Τσο Τσο Σαν η Πεταλούδα περιμένει καρτερικά τρία χρόνια τον άντρα της να γυρίσει από το ταξίδι. Θα επιστρέψει, όταν οι κοκκινολαίμηδες χτίζουν τη φωλιά τους, μια ωραία μέρα θα δούμε το καπνό να βγαίνει από το πλοίο, καθησυχάζει τον εαυτό της και το γιο της Ντολόρε, πόνος και καρπός του έρωτά της με τον Πίνκερτον. Un bel di, μια ωραία μέρα τραγουδάει και η Μαργαρίτα καθισμένη στο πιάνο της, με εμφανή τα σημάδια της κόπωσης από την αέναη αναμονή ενός πολυάσχολου συζύγου. Τα μαλλιά της όλο και πιο απεριποίητα, η φωνή της εγκλωβισμένη σε σκοτεινές, βαθιές κλίμακες, τα μάτια βαθουλωμένα στις κόγχες από την αϋπνία. Ο βασικός και σημαντικός θεατής της απουσίαζε εδώ και καιρό από τις μικρές καθημερινές της παραστάσεις. Ο Ευγένιος βουβός παρακολουθεί την κορύφωση του δράματος, σαν ανήμπορος από μηχανής θεός, που δεν μπορεί να προσφέρει λύση. Η Τσο Τσο Σαν η Πεταλούδα φορά το νυφικό της φόρεμα και δίνει εντολή να στολιστεί το σπίτι για να υποδεχτεί την επιστροφή του συζύγου της. Η Μαργαρίτα, σε μια ύστατη προσπάθεια να κρατηθεί στη σκηνή, ετοιμάζει μουσική βραδιά με φίλους, όπου θα ερμηνεύσει κομμάτια από την αγαπημένης όπερα Μαντάμ Μπάττερφλαϊ για γιορτάσει την επιστροφή του Μιχαήλ από την εξάμηνη περιοδεία του σε επαγγελματικά ραντεβού, ανά την Ευρώπη.
Σκηνή τρίτη και η Τσο Τσο Σαν η Πεταλούδα περιμένει για ώρες τον Πίνκερτον να επιστρέψει και στο τέλος εξαντλημένη από την αγρύπνια της αναμονής πέφτει για ύπνο. Η Μαργαρίτα ετοιμάζεται για τη μουσική βραδιά και την επιστροφή του συζύγου της, εκείνο το βράδυ. Φοράει ένα πολύχρωμο μεταξωτό κιμονό, πιάνει τα μαλλιά της σε σινιόν με περίτεχνα χτένια και φουρκέτες, και βάφει το πρόσωπό της αλαβάστρινο με κατακόκκινα χείλη. Μια μικρή ελπίδα υπάρχει τρυπωμένη στο βάθος των ματιών της. Κάθεται στο πιάνο και η φωνή της αγγίζει αδυσώπητα βάθη και ανυπέρβλητα ύψη, τρυπώνει στα αυτιά τους και στην ψυχή τους και τους κάνει να ανατριχιάζουν. Συνεχίζει να ερμηνεύει, να περιμένει, να ξαναρχίζει το un bel di, ακόμη μια ωραία μέρα που δεν έχει φανεί και το κουδούνι της πόρτας συνεχίζει να παραμένει σιωπηλό. Σιγά, σιγά καταρρέει, κλείνει το πιάνο και αποσύρεται στο δωμάτιό της.
Ο Ευγένιος, δέκα χρονών κοντά στα εβδομήντα, νιώθει το μούδιασμα του πόνου να αδειάζει το στομάχι του και να τραβά την καρδιά από το στήθος. Μένει ασάλευτος. Η Τσο Τσο Σαν η Πεταλούδα ξυπνάει από την άφιξη του Πίνκερτον και της νέας του γυναίκας και προδομένη αποφασίζει να πεθάνει με το σπαθί των προγόνων της. Αυτοί, που δεν μπορούν να ζήσουν με τιμή, πρέπει να πεθάνουν με τιμή, τραγουδάει σπαρακτικά και βγάζοντας τελετουργικά από τη θήκη του το σπαθί κάνει χαρακίρι. Η Μαργαρίτα, η Μαμά Μπάττερφλαϊ, πέφτει σε ένα ύπνο βαθύ αυτοχείρως, κρατώντας στην αγκαλιά της μια φωτογραφία του γάμου της. Η θεατρική σκηνή που άνοιξε τα φτερά της ήταν μικρή και άχρωμη και μόνο για εκκολαπτόμενες χρυσαλίδες. Η πεταλούδα εκείνο το βράδυ έγινε ψυχή και πέταξε ψηλά σε θεατρική σκηνή θεϊκών διαστάσεων.
Τέλος της παράστασης. Το κοινό όρθιο χειροκροτεί με ενθουσιασμό τους συντελεστές που εμφανίζονται ξανά και ξανά μπροστά στη σκηνή με χαμόγελα ικανοποίησης.
Ο Ευγένιος παραμένει ακίνητος και μουδιασμένος να παρακολουθεί τη Μαμά Μπάττερφλάι να του χαμογελάει από το βάθος της σκηνής και να του τραγουδάει. Μια ωραία μέρα Ευγένιε…μια ωραία μέρα.
Το κοινό με εγκωμιαστικά σχόλια και ασυγκράτητα επιφωνήματα εγκαταλείπει την αίθουσα. Ο Ευγένιος παραμένει στη θέση του αφήνοντας τα δάκρυα και τους λυγμούς να ελευθερωθούν από τα χρόνια δεσμά τους.