Επήγα στη μάντρα στον Ερινό κι είδα πως κάμνουνε το τυρί

0

Άκουγες τον κύρη να λε για κείνα τα χρόνια τα παλιά, που τον έστελνε η μάνα του να πα τσιγάρα στο θείο του το Διαμαντή, που ‘χενε μάντρα με πρόβατα εκεί στον Κάντηλα, στη Χωρή… Από τ΄αξημέρωτα εξεκινούσε για ν΄ανήβει ως εκεί αλλά άξιζενε τον κόπο η ανηφόρα αφού ο θείος του τον αποσυχάριαζε… Γάλα φρέσκο με λίγο αλάτι και μουζήτρα… Κι ακόμα και τώρα το καταλέ πως ήτανε η καλύτερη του…

Σαν παιδί, τα καλοκαίρια, θυμάσαι τον τσοπάνη κάθε απόγεμα να φέρνει τα κατσικάκια και να τα παραδίδει κατ’ οίκον, γιατί κάθε σπίτι είχενε το κατσικάκι του… Τα κουδουνάκια θαρρείς πως κουδουνίζουνε απαλά ακόμα μες τ’ αυτιά σου…

Κι έτσιδα, από τη μια οι ιστορίες του κύρη κι από την άλλη ο ήχος από τις κουδούνες στ’ αυτιά σε ξεσηκώσανε κι είπες να πας από κοντά να δεις τι λογιώς είν΄αυτές οι μάντρες, ίντα πολεμούνε εκειδά οι τσοπάνηδες…

Κι ήβρες την πιο κατάλληλη συντροφιά… Μια νέα κοπέλα κι άξια… Με ροδοκόκκινα μάγουλα, με βλέμμα καλοσυνάτο, ήρεμη κι ευγενική… «Αμέ, καλέ θεία, σιγά το πράμα… Α σε πάρω μαζί… Μόνο που θα ξεκινήσομε νωρίς… Έννοια σου κόρη μου, ε θα σε καθυστερήσω καθόλου…»

Η μέρα βροχερή και μαυρισμένη, σαν άρχισε το ανέβασμα στα βουνά… Η παρέα εξαιρετική, ζεστή και χαρούμενη, σα να ΄χεις τον ήλιο δίπλα σου… Από τα τρία παιδιά της κοπέλας ο δεύτερος μαζί, παιδάκι του Δημοτικού, γερό και δυνατό…

Δεν του αρέσουν πολύ τα γράμματα, είπενε η μάνα, αγαπά πολύ ετούτη τη δουλειά, μα εγώ του λέω πως το σκολιό πρέπει να το τελειώσει θε δε θε…

Ο ήλιος άρχισε να σκα καρσί κι ήνοιωθες ομορφιά και γαλήνη… «Να… αυτή μάντρα είναι δική μας… Μεράφυλλας η περιοχή… Να κι η Χορεύτρια…» Κι ήνοιωσες ντροπή που περίμενες να γεράσεις για να πας σε τούτα τα μέρη που μόνο ακουστά τα’χες…

Ο δρόμος ανηφορικός, τα τοπίο πανέμορφο, βράχια και πέτρες, συστάδες με δέντρα που και που…

Κουβέντα κι απορίες: βρε κόρη μου, ευτές οι κατσίκες ίντα ζώα είναι; Μέχρι και τον κορμό από τις εγιές τρώνε… Ευτές τις λένε σοθρόφες, γιατί τρώνε τα πάντα, δεν είναι όλες έτσι…

Εφτάσαμε στον Ερινό, στη μάντρα… Ο μικρός επετάχτηκε και πήρε τα βουνά να φέρει πίσω τα ξεκοφτήρια… «Δείξε μου βρε πώς να σφυρίζω σαν και σένα…» έδειξενε το παιδάκι κι ήβγαινε ένα φφφφ απέ το στόμα… Πως να γίνεις τσοπάνα, εσκέφτηκες, άμα δεν νογάς να σφυρίζεις…

Η μάντρα πετρόχτιστη… Ήτανε του πάππου μου, είπε το κορίτσι, ζεστή το χειμώνα, δροσερή το καλοκαίρι… κι ήβαλε όλες τις κατσίκες μέσα… Τα μωρά τα κατσικάκια με το που είδανε τις μανάδες τους αμέσως στο φαί… Διακόσες κατσίκες, όλες διαφορετικές, άλλες με λαλάδια, άλλες με μαλλί κομμωτηρίου, άλλες ξανθές, άλλες καστανές και μαυρομαλλούσες, να μασάνε συνέχεια, λες κι είχανε στο στόμα τως μαστίχα χιώτικη…

Μέσα ο μικρός, στην πόρτα η μάνα και μια μια άρμεγμα και φτου ξελευτερία, λες και πληρώναν διόδια στην έξοδο… Τζαναμπέτικα ζωντανά, κλωτσίδια στον κουβά με το γάλα… μα η ειδική δεν κωλώνει…

Ωραίο σκολαρικάκι τως φοράς, είπες… 2 ευρώ το ένα κάνει, τους το βάζουμε για να τα ξεχωρίζουμε πως είναι δικά μας… λέει και το μάτι γυρίζει στα βουνά, μπας και καμιά δεν έχει έρτει ακόμα… Βλέπει 5-6 κι εσύ ακόμα κοιτάς να τις δεις…

Να, αυτή είναι η αγαπημένη μου κατσίκα, είναι γριά είπε ο μικρός και την πήρε αγκαλιά… Δες κι αυτά, είναι αδερφάκια…

Τα μωρά μπήκαν στη θέση τως κι οι μεγάλες οι κυρίες βγήκαν για τη βότα τως… Σειρά είχαν τα χειμέργια… τα κατσικάκια ενός χρόνου… Να τους βάλουνε ταή και νερό…

Δυό φορές τη μέρα γίνεται τούτη η δουλειά… Σκληρή δουλειά, θε αγάπη, υπομονή και δύναμη… Θέλει να τα ‘χεις καλά με τον εαυτό σου σαν απομονώνεσαι στα βουνά για να τα προσέχεις… Παίρνω βιβλίο μαζί μου, άμα αυτά βοσκάνε… πως να περάσει η ώρα;

Και η ιστορία δεν τελειώνει εδωνά γιατί τα καλύτερα έρχονται… Είναι η ώρα που ‘λεγενε ο κύρης…

Σπίτι, σε ειδικό χώρο που λάμπει από πάστρα… Σακκελίζεται το γάλα και πέφτει σε μπρούτζινο μεγάλο χαρανί και μπαίνει η φωτιά… Πυτιά, ανακάτεμα και να το μαγικό πιάνει… Το τυράκι εμφανίζεται και μπαίνει στα τυροβόλια…

Κι όσο ο τσίρος που μένει ξαναβράζει, να το κορίτσι της οικογένειας με τους καφέδες… Με ένα όμορφο πρόσωπο, με ευγένεια και εξυπνάδα, με κουβέντες συσταζούμενες για την ηλικία της… Μαμά, άσε με να κάνω εγώ τη μυζήθρα… Σκούφος στο μαλλί, στο χέρι η κουτάλα κι έτοιμη κι η μυζήθρα από ένα δωδεκάχρονο που θε να γίνει βιολόγος και θα τα καταφέρει σίγουρα…

Εγύρισες σπίτι κι ήνοιωσες χαρούμενη και πιο γεμάτη… Εγνώρισες τόπους μαγικούς κι αθρώπους όμορφους…

Έτρεξες στον κύρη: για ‘δε, επήγα στη μάντρα στον Ερινό κι είδα πως κάμνουνε το τυρί… Λίγο ήνοιωσες πως εζήλεψε μα τον αποσυχάριασες με μια μουζήτρα φρέσκια… μισής ώρας…


Τοπωνύμια

Κάντηλας: Μεσαιωνικό κτίσμα κοντά στη Χωρή
Χωρή: Περιοχή στα Κοίλα
Χορεύτρια: Θέση στα Κοίλα όπου έλαβε θέση ο μαρτυρικός χορός πριν την καταστροφή τους
Ερινός: Μεσαιωνικό τοπωνύμιο κτήματος Κοίλων κάτω από την Χωρή
Μεράφυλλας: Τοπωνύμιο από τον ημερόφυλλο πρίνο = η ΑΡΙΑ ΔΡΥΣ των αρχαίων. Τέτοια δέντρα υπάρχουν στον Αη Γιώργη στα Κοίλα και οι πάνω από 2.500 χρόνια πρίνοι του Αη Γιάννη της Κυδιάντας.

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο