Μαρία Σιμπίλα Μέριαν

0

Η Ανατολή Βροχαρίδου παρουσιάζει γυναικείες προσωπικότητες με μεγάλη συμβολή στον Πολιτισμό και τις Τέχνες. Σειρά έχει η εικονογράφος Μαρία Σιμπίλα Μέριαν

Μια μικρή πράσινη κάμπια ανέβαινε κυματιστά το μίσχο μιας τουλίπας, αδιαφορώντας για το έντονο γυναικείο βλέμμα που ακολουθούσε το ταξίδι της και υπακούοντας στους νόμους της φύσης της. Ξέρει πως σε λίγο θα είναι η ώρα να υφάνει με το μεταξωτό της νήμα το κουκούλι της, να τρυπώσει μέσα, να αλλάξει τα ρούχα της και να ντυθεί χρυσαλλίδα… και μετά πάλι να ετοιμαστεί για το μεγάλο ρόλο… της πεταλούδας. Μεταμόρφωση… μεταμόρφωση ψιθύρισε και η Μαρία Συμπίλα. Κάθε μέρα που περνούσε εδώ σε αυτή την ευλογημένη άκρη του κόσμου, ένιωθε να μεταμορφώνεται σε καλύτερο άνθρωπο, ένιωθε τις αισθήσεις της σε πλήρη επανάσταση, την ψυχή της να πετά σαν πεταλούδα που άφησε πίσω όλα της τα άχρηστα νεκρά κοστούμια. Άφησε πίσω της μια γκρίζα πόλη με σκυθρωπούς κατοίκους… άφησε πίσω της έναν άντρα που δυσκολευόταν να απαντήσει στα μάτια της που συνέχεια ρωτούσαν… άφησε πίσω της άψυχα κουφάρια εντόμων κλεισμένα σε γυάλινα βάζα να επιπλέουν σε μπράντι… άφησε πίσω της λουλούδια και δέντρα που πήραν χρώματα από μια φτωχή παλέτα ζωγράφου. Εδώ ήταν τόσο αλλιώτικα… μπορούσε να ανασαίνει ελεύθερα, να δέχεται με ευχαρίστηση τους καρπούς της γης από χέρια μελαψά και πρόσωπα που ήταν σαν “καλημέρες”, να ξεκουράζει το βλέμμα της στις γιορτινές συνάξεις των λιλιπούτειων ιπτάμενων και ερπετών θαυμάτων…

Πώς να μπορέσει ο άνθρωπος ν’ αντιγράψει τη φύση; Μόνο με τη φύση… ήταν η απάντηση στο ερώτημά της. Τα αγαπημένα φύλλα και κλαδιά, πέτρες που λαμπύριζαν σαν ακριβά πετράδια στο φως του ήλιου και όλα τα πολυσύχναστα στέκια του μικρόκοσμου που λάτρευε από μικρή, τα έμπειρα χέρια της τα μεταμόρφωσαν σε χρωματική ύλη… για να αιχμαλωτίσει στο χαρτί τη φύση… με τη φύση… με σεβασμό στη φύση. Ψαχούλεψε σε μια μεγάλη υφαντή τσάντα, δώρο από τις ακάματες γυναίκες αυτού του μικρού χωριού στο Σουρινάμ που τη δέχτηκαν σαν ομογάλακτη αδελφή, τα μολύβια της και τα χαρτιά της… αλλά ξεγλίστρησε ξανά… σαν υπενθύμιση… η επιστολή που έφτασε μετά από μακρύ θαλασσινό ταξίδι στα χέρια της. Μια επιστολή παράξενη, που είχε μέσα μια πρόσκληση για δείπνο… από κάποια που δεν την είχε δει ποτέ της, ούτε είχε ακούσει ποτέ γι’ αυτή… Ξαναδιάβασε τις χειρόγραφες κουβέντες μιας Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι, ζωγράφου από τη Ρώμη, η οποία προσκαλούσε τη Μαρία Σιμπίλα Μέριαν, φυσιοδίφη και εικονογράφο από την Ελβετία να παραστεί σε δείπνο προς τιμή… Μεταμόρφωση! Η καρδιά της πετάρισε σαν πεταλούδα…


Μαρία Σιμπίλα Μέριαν (Maria Sibylla Merian)
Φρακφούρτη 1647 – Άμστερνταμ 1717

Η Μαρία Σιμπίλα Μέριαν ήταν φυσιοδίφης και επιστημονική εικονογράφος. Έμεινε στην ιστορία για το έργο της και τις λεπτομερείς παρατηρήσεις της για τη μεταμόρφωση της πεταλούδας.

Γεννήθηκε στις 2 Απριλίου 1647 στη Φρανκφούρτη και πέθανε στις 13 Ιανουαρίου 1717 στο Άμστερνταμ. Οι γονείς της ήταν Ελβετοί και από μικρή έμαθε να ζωγραφίζει, να σχεδιάζει, να αναμιγνύει χρώματα κτλ. Ο πατέρας της, Ματέους Μέριαν, χαράκτης και εκδότης, πέθανε τρία χρόνια μετά τη γέννησή της και η μητέρα της παντρεύτηκε το 1651 τον ζωγράφο Τζέικομπ Μαρέλ. Ο πατριός της ήταν εκείνος που την ενθάρρυνε να ασχοληθεί με το σχέδιο και τη ζωγραφική.

Σε ηλικία 13 ετών, η Μαρία Σιμπίλα Μέριαν (Maria Sibylla Merian) ζωγράφισε για πρώτη φορά έντομα και φυτά. Το πάθος της για φυτά και τα έντομα άρχισε όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά ένα μεταξουργείο. Το 1665 παντρεύτηκε τον μαθητευόμενο του πατριού της, Γιόχαν Αντρέας Γκραφ. Δυο χρόνια μετά, απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τη Γιοχάνα Έλενα και στη συνέχεια μετακόμισαν στη Νυρεμβέργη. Εκεί, παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής σε ανύπαντρες γυναίκες, βοηθώντας οικονομικά την οικογένειά της και βελτιώνοντας την κοινωνική της θέση. Αργότερα, απέκτησε και δεύτερη κόρη, την Ντοροθέα Μαρία.

Εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο το 1675 και ακολούθησαν ένα το 1677 και άλλο ένα το 1680. Το πρώτο της βιβλίο αφορούσε στη μεταμόρφωση της κάμπιας σε πεταλούδα. Επρόκειτο για σημαντικό ζήτημα, καθώς οι Γερμανοί κατασκευαστές έψαχναν να βρουν φτηνό υποκατάστατο για τους ακριβούς κινέζικους μεταξοσκώληκες. Για το δεύτερό της βιβλίο με θέμα τα λουλούδια εφηύρε μια νέα τεχνική για παραγωγή ζωντανών και ρεαλιστικών χρωμάτων.

Στα πενήντα δύο της εγκατέλειψε τον άντρα της και έφυγε μαζί με τη μητέρα και τις κόρες της για το Σουρινάμ, ολλανδική αποικία στη Νότιο Αμερική. Εκεί παρατήρησε, απεικόνισε και εξέδωσε βιβλίο σχετικά με τα ζώα και τα φυτά της περιοχής. Καθώς γνώριζε ότι έπρεπε να ισοσκελίζει τα έξοδά της όταν θα επέστρεφε στο Άμστερνταμ, συντηρούσε κροκόδειλους, φίδια και ιγκουάνα σε μπράντι προκειμένου να τα πουλήσει σε πλούσιους συλλέκτες. Ταυτόχρονα, άσκησε κριτική για τη σκλαβιά των ιθαγενών πληθυσμών και την απάνθρωπη συμπεριφορά των Ευρωπαίων. Το 1701 αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ολλανδία εξαιτίας της μαλάριας. Το 1715 υπέστη εγκεφαλικό και έμεινε μερικώς παράλυτη. Συνέχισε να δουλεύει, αλλά η υγεία της επηρέασε τη δουλειά της. Το έργο της ξεχάστηκε μέχρι τον 20ο αιώνα μέχρι που την τίμησαν στη Γερμανία.

Βιβλιογραφία

Φάρα, Π. (2009). Ιδιοφυείς ανώνυμες γυναίκες που άλλαξαν την επιστήμη. Αθήνα: Μελάνι
Wedemann, C., Larass, P. & Klier, M. (2008). 50 Women Artists you should know. New York: Prestel.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κοζάνη. Σπούδασε προσχολική αγωγή και Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση Χίου και από το 2012 είναι Υπεύθυνη Σχολικών Δραστηριοτήτων Π.Ε. Χίου.

Άφησε σχόλιο