Αφιόνια οι αθρώποι, φοβούνται να τα βάλουνε με τον εαυτό τους για το χάλι τως, ξεσπούνε το θυμό τους στους ανήμπορους… Μα έτσιδα ε γίνεται πάντα; Το μεγάλο ψάρι δεν τρώει το μεσαίο, το μεσαίο το μικρό και το μικρό το γόνο;
Εν είσαι γραμματιζούμενη κι ούτε μπορείς να κρίνεις ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, αλλά καμιά φορά δουλεύει ευτό το έστικτο…
Όταν εσυνάντησες ευτή τη μικρή Ρεχατ, το πρώτο που ήθελες να κάμεις ήταν να πιάσεις να μαγειρεύεις φαγιά, να πιάσει να τρω το παιδί κι άμα δε θε να το μπουκώσεις με το ζόρι, να του στύβεις πορτοκαλάδες, να του αλείβεις μέλι στο ψωμί, σάμπου σου ‘κανε και σένα η μανή σου παγιά, μετά εν είχες ανάγκη… Γιατί τούτο το δωδεκάχρονο, το αδύνατο και λυπημένο, φαντίνα θα την ελέγαμε στα χρόνια μου, ίσα που στέκεται στα πόδια του…
Μάτια μεγάλα και μελιά, προσωπάκι λεπτοκαμωμένο, κρυστάλλινο, μελαχρινό, μαλλάκια μαζεμένα με τα βουκλάκια το ροζουλιά, Ποδαράκια μια σταλιά, 30 κιλά όλη μαζί είναι εν είναι…
Μα κείνα που σου μείνανε, στο πέρασμα της απέ τη ζωή σου, ήταν τα χεράκια της τα θαυματουργά… Όχι από κείνα που προσκυνούνε στις εκκλησιές και φιλούνε τα τζάμια οι πιστοί για να σωθούνε… Αθρώπινα, παιδικά…
Σαν σου ‘δειξενε τις ζωγραφιές της και τις εξηγούσενε, ήθελες να κρυφτείς από ντροπή…
Η ζωή ενός παιδιού σε πέντε δέκα φύλλα ζωγραφισμένη…
Η ιστορία ενός ταξιδιού με το στόμα κλειστό από θλίψη…
Η φαμίλια, ο αποχωρισμός από τους γονείς, το ταξίδι, ο φόβος, οι Τούρκοι, η βάρκα, η προσπάθεια, η Χίος, ο καταυλισμός, η φωτιά, ο φόνος, ο φόβος, η έλλειψη, η ανασφάλεια…
Η ιστορία ενός παιδιού που θα πρέπει να σε σφαντάζει κάθε βράδυ στον ύπνο σου… Μπας και σε κάμει καλύτερο άθρωπο…