Εσηκώθηκες από το κρεβάτι σκεβρωμένη σαν την κασέλα της μανής, ήβαλες το μπρίκι στη φωτιά να γίνεται ο καφές… ήνοιξες τα παραθύρια να’μπει αέρας δροσερός…
Είναι ευτή η μέρα που δε θες να κάμεις τίποτι, ούτε να ξεθερμίσεις τα δυό ποτήρια στο νεροχύτη…
Χριστούγεννα ερκούνταινε και δεν έχεις προκάμει ούτε μια κουρελού να στρώσεις, η γειτονιά, το βράδυ, λάμπει Αγιοβασιλάκια φωτεινά κρεμούνταινε από όπου μπορούνε… σε σκάλες και μπαλκόνια, τα κάγκελα εγεμώσανε λαμπάκια και φιογκάκια… τα τζάμια τως λάμπουνε από την καθαριότητα κι η μόνη κατσιβέλλα είσαι εσύ… αλλά ε σκας… όλα θα γίνουνε…
Εφούσκωσε ο καφές κι ήκατσες στο παραθύρι να τονε πιείς και βάλθηκες να συλλογάσαι τη βδομάδα που πέρασε κι ευτή που θάρθει… Να ‘ναι οι καταστάσεις που σε κάνουν να βαρυγκωμάς, οι αθρώποι που δεν καταλαβαίνουνε, που μιλούνε πολύ χωρίς να λένε τίποτι, πάντως νοιώθεις πως πας να σκάσεις…
Από παιδί, εμίσησες τη γρίνα, το λέου – λέου στ’ αυτί: να είσαι καθώς πρέπει, μην παίζεις με τ’ αγόρια, κάτσε κέντα, μη γλωσσεύεις, μην έχεις τα ποδάρια σου το ένα πάνω στ’ άλλο, μην είσαι σκορπαλευρού, διέβασε, φάε – μην τρως, πιές – μην πιείς, ντύσου όμορφα, μην είσαι χαχόλα, ούργια είσαι; μην κάνεις παρέα μ’ αυτές, από τι σπίτι είναι, όχι μ’ αυτόν… δεν σου πα, περπάτα όμορφα…
Κι είπες από τότε: «Ο κόσμος να χαλάσει γρινιάρα δεν θα γίνω… δεν θα σπάσω σε κανέναν τα νεύρα» κι ήραψες το στόμα σου, έχτισες ένα ντουβάρι στ’ αυτιά σου κι ήπαψες να μιλείς… κι ας σε λέανε βουβόσκυλο… ήβρες άλλους τρόπους να λες ευτό που θες…
Τους εσυχάθηκες τους γλείφτες, τους ρουφιάνους, τους κακότροπους: «θεία… η κόρη σου δεν θέ να παίξει με τις αδερφές μου», «κυρά Λωξάντρα, η κόρη σου ήταν αδιέβαστη σήμερα κι ο δάσκαλος την ήπιασε απέ τ’ αυτί»…
«Αχ… πως σου πάει αυτό… λες κι είναι ραμμένο στα μέτρα σου»… κι εσύ στον καθρέφτη ήβλεπες ένα πυθάρι… «έγκυος είσαι κι επάχυνες;» «αδύνατη σε βλέπω, μπας κι είσαι άρρωστη;»
Κι έτσι είπες: κόντρα! Να μην ρουφιανέψεις, να μην γλείψεις ποτέ κανένανε… κι άμα σου βγει από την καρδιά σου να το πεις: «είσαι όμορφος σήμερα»… να πεις αυτό που νιώθεις, το αληθινό… Η κολακεία φαίνεται και κάμει μπαμ και δεν την χρειάζονται όλοι για να ζήσουνε…
Ήκουσες λόγια που σε πλήγωσαν, εχάθηκες, εσυγχίστηκες, εβέτσωσες, μα τα σκέφτηκες κι επανήρθες κι είπες άνθρωπο που αγαπάς και ξέρεις να μην τονε προσβάλεις ποτέ.
Όσο κι αν είναι αναμικιώρικες και δύσκολες οι αθρώπινες σχέσεις δεν είναι πόλεμος… δεν φελά σε κάτι να είσαι ο νικητής, δεν στήνεις τον άλλονε στα πέντε μέτρα… άμα μέσα σου ξέρεις ίντα σου γίνεται επιβεβαίωση δε θες και δε μπα να… Άφηκε τον άλλονε να είναι ο νικητής, εσύ ξέρεις…
Εμεσημέριασε και τσουκάλι ακόμη εν ήβαλες, κασκαμπαύλους θα φας πάλι… Βγαίνεις να ταΐσεις τα γατιά, περνά η γειτόνισσα: «άνω – κάτω και σένα η αυλή σου μέρες που ’ναι, αλλά που να τα προκάμεις κι όλα, που τρέχεις από δω κι από κει…»
… Και σκέβεσαι πως τα πράμματα είναι απλά: Με καλή θέληση κι αγάπη όλα γινούντενε, με ευγένεια η πιο πικρή κουβέντα γίνεται γλυκιά κι υποφερτή… Άσκημο πράμα η κακοτροπιά κι η απλακωσιά… μέρες που ’ναι… κι ας είναι η αυλή άνω κάτω…