Μια κάποια Παρασκευή

0

γράφει ο Κώστας Ζαφείρης

Την περασμένη Παρασκευή το βράδι, κάποιες λίγες δεκάδες άνθρωποι συγκεντρωθήκαμε στον κοινωνικό χώρο του Αντίβαρου στη Χίο, με αφορμή την 5η επέτειο από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα τάγματα φονιάδων της Χρυσής Αυγής. Είδαμε το ντοκιμαντέρ του Omnia TV με τα συγκλονιστικά απόκρυφα ντοκουμέντα της ναζιστικής συμμορίας, συνομιλήσαμε με τη συνήγορο πολιτικής αγωγής της οικογένειας Φύσσα για τον δύσκολο και δαιδαλώδη δικαστικό αγώνα, συνομιλήσαμε για πολλή ώρα μεταξύ μας ακούσαμε μουσικές, μείναμε μέχρι αργά.

Έχω τη γνώμη ότι όσοι και όσες μαζευτήκαμε εκείνο το βράδι δεν το κάναμε μόνο επειδή νιώθαμε την ανάγκη να δείξουμε ότι δεν ξεχνούμε τη δολοφονία και τους φονιάδες, ούτε μόνο για να δείξουμε την οργή μας που οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος είναι ελεύθεροι πέντε χρόνια μετά. Το κάναμε κυρίως για να δηλώσουμε με την παρουσία μας μια πολιτική στάση. Ότι στεκόμαστε αποφασιστικά απέναντι στον φασισμό και στον εκφασισμό της κοινωνίας. Και νιώσαμε την ανάγκη αυτή την πολιτική δήλωση να την κάνουμε συλλογικά, όλοι και όλες μαζί, κι όχι κατά μόνας από την μοναχική ασφάλεια των πληκτρολογίων.

Την ίδια εκείνη Παρασκευή το απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας, ένας νέος άνθρωπος έπεφτε νεκρός κάτω από τα χτυπήματα ενός αποτρόπαιου όχλου ευυπόληπτων κατά τα άλλα πολιτών. Εκείνο το βράδι εμείς δεν το ξέραμε, κι όσοι είχαμε ακούσει κάτι από τα δελτία ειδήσεων ήταν η φτιαγμένη εκδοχή των αστυνομικών δελτίων που μίλαγε, ούτε λίγο ούτε πολύ, για αυτοτραυματισμό από τα σπασμένα γυαλιά της βιτρίνας του κοσμηματοπωλείου.

Ύστερα ήρθαν στο φως της δημοσιότητας οι σκηνές του λιντσαρίσματος, οι κλωτσιές στο κεφάλι από τους καλοντυμένους και καθώς πρέπει περίοικους και περαστικούς. Κι ακόμα ήρθε στο φως η φρικιαστική αποδοχή από μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτής της ασύμμετρης βίας που δολοφονεί έναν πεσμένο κι ανήμπορο άνθρωπο. Είναι αυτή η αποδοχή που εκτρέφει στυγνούς δολοφόνους. Είναι ο φασισμός με το καθώς πρέπει πρόσωπο που ελλοχεύει στη διπλανή πόρτα έτοιμος να χτυπήσει, βάναυσα, ύπουλα, ανώνυμα και δολοφονικά. Χωρίς να έχει ανάγκη συγκροτημένα τάγματα εφόδου κι εκπαιδευμένους μαχαιροβγάλτες.

Την ίδια εκείνη Παρασκευή τα μπαρ κι οι καφετέριες ήταν γεμάτα, στα ουζερί δεν έπεφτε καρφίτσα, τα ντιλίβερι πηγαινοέρχονταν πυρετικά. Η μεγάλη πλειοψηφία δεν ασχολιόταν με τα θέματα που σας έγραψα πιο πάνω, κοίταγε το μικρόκοσμό της, την πρόσκαιρη ευημερία σε μια εποχή στέρησης και φτωχοποίησης.

Για κάποιους η αντίστιξη θα γεννούσε απογοήτευση και σκεπτικισμό. Εγώ πάλι θέλω να μείνω στην ελπίδα, στη μικρή ελπίδα, που κρύβει μέσα της η συνάντηση λίγων δεκάδων ανθρώπων σ’ ένα απομακρυσμένο νησί για δηλώσουν την αντίθεσή τους στους φασισμούς που μας περικλείουν και μας απειλούν. Και καταφεύγω στους στίχους του ποιητή.

Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει.
Όμως εγώ
Δεν παραδέχτηκα την ήττα.
Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Έχει εκδώσει τα βιβλία "Η βία της βδομάδας" (1997), "Η εκδίκηση του τυπογράφου" (2006), "Αφάνεια" (2010), "Κόντρα Γέφυρα & άλλα διηγήματα" (2015) και "Η πόκα της πλημμύρας" (2017).

Άφησε σχόλιο