Μια βόλτα στα βαθιά

0

του Κοσμά Τσόλα

Ξυπνάς σε ένα πρωινό πηχτό, νωχελικό, ελάχιστοι ήχοι ακούγονται, κάπου μακριά ένα κοκόρι, ακόμα μακρύτερα το γάβγισμα ενός σκύλου θυμίζει μέρα που ξημερώνει αφού χιόνισε αποβραδίς, η θάλασσα ακίνητη καθρεφτίζει τον αναδυόμενο ήλιο.

Να την πάλι εκείνη η γνώριμη ανυπομονησία, ανάμνηση από τα μικρά σου χρόνια, τότε που προετοιμαζόσουν με τον πατέρα σου, για να τον συνοδέψεις στο κυνήγι, περιμένοντας άυπνος πότε θα ξημερώσει. Κάλτσες, άρβυλα του μεγάλου αδελφού, τζίν χοντρό παντελόνι να μην τσιμπούν οι ασπάλαθοι, δεύτερο μπλουζάκι, γιατί το πρώτο θα μουσκέψει με τη πρώτη ανηφόρα και κείνο το παγούρι με την πράσινη τσόχα απέξω, όλα τακτοποιημένα στο καναπεδάκι της κουζίνας.

Ό πατέρας τώρα λείπει ποιά, οι κινήσεις όμως εξακολουθούν και πάλι βιαστικές, απότομες, ένα γρήγορο πρωινό με λίγα σταφύλια, για να ακολουθήσει το φόρτωμα του σκάφους στην οροφή του παλιού αυτοκινήτου. Τραβάς δοκιμαστικά ξανά και ξανά τα σκοινιά για να σιγουρευτείς και γρήγορα στην θέση του οδηγού σαν αλυσοδεμένος σκύλος, που περίμενε το λύσιμο για την καθημερινή του βόλτα. Πατάς το γκάζι και τα χέρια στο τιμόνι τραβούν την παραλία που σημάδεψες στο χάρτη, μήπως και έρθει πιο κοντά.

Στην διαδρομή το πέρασμα της πύρινης καταστροφής στο δάσος, τσουρουφλισμένα, ψωριασμένα κομμάτια, σε τριχωτό δέρμα ζώου, που αέναα επιμένει να γιατρεύεται. Μια κραταιά συκιά, στην ανεσκαμμένη πλαγιά του παλιού λατομείου, σε κερνά καρπούς έτοιμους να εκραγούν, πουγκιά ασπροπράσινα, σταλάζοντας γλύκα. Επιμένει και κείνη, αυτό που αποκαλούμε φύση, τραβά μυστικά, αθόρυβα και στην απουσία μας το δρόμο της.

Βρέθηκε αρμυρίκι να μπει το αυτοκίνητο στη δροσιά, γρήγορο λύσιμο στα σκοινιά, ξέχασες το κινητό, καλύτερα σκέφτεσαι, κανένας να μη με βρει, ούτε εγώ κανένα θέλω, ακούγεται το σύρσιμο του σκάφους στα βότσαλα και επιτέλους είσαι στη θάλασσα. Μια λιλινγκιά βουίζει στα μαλλιά για να τονίσει την εκκωφαντική ησυχία. Μυρωδιές έντονες της νοτιάς, από φρεσκοξυπνημένες λυγαριές και καλαμιές που κοιτούν έκπληκτες και ακίνητες, μαζί με βρεμένους βράχους και φύκια που σαπίζουν.

Στις πρώτες κουπιές νιώθεις ότι ακόμα δεν είσαι εκεί που είσαι και αρχίζεις σιγά να χαλαρώνεις. Πρώτα βλέπεις τα χρώματα. Τα χρώματα της θάλασσας στιλπνά, είναι πράσινα, είναι γαλανά, είναι κυανά μπερδεύονται, συμφύρονται, συντήκονται ανάλογα με το καθρέφτισμα από τα πράσινα, τα τεφρά και τα καφέ της ακτής, το γαλανό του ουρανού και τις αποχρώσεις του βυθού. Τα χρώματα της στεριάς θαμπά, ολόκληρο καλοκαίρι σβαρνίστηκε πάνω της, στέγνωσαν τα πάντα, εκεί που κρατάει ελάχιστη δροσούλα ζωηρότερες παρουσίες.

Αριστερά τα ομαλά τοιχώματα των βράχων που οδηγούν στο ακρωτήρι διακόπτονται ξαφνικά από ψηλά ημικυκλικά χάσματα που θα μπορούσαν να είναι είσοδοι γοτθικών ναών. Ρυθμικός ρόχθος ακούγεται από το εσωτερικό τους, ίδια ανάσα μυθικών θαλάσσιων τεράτων, που όπου νάναι θα ξεπροβάλουν τα φρικτά κεφάλια τους για να σε χουγιάξουν επειδή χάλασες την πρωινή ησυχία τους.

Δεν φυσάει από πουθενά, πνοή καμία, κανένα σημάδι ζωής καμία κίνηση, μόνο ξαφνικά ένα θαλασσινό αρπακτικό ξεπροβάλλει στο θολό ορίζοντα κυνηγώντας ένα μικρό αγριοπερίστερο που απεγνωσμένο, πετώντας φρενιασμένα, χάνεται προς το ανοιχτό πέλαγο. Αφού ξεμπουκάρεις από την καταφυγή του κόλπου, νιώθεις ένα μικρό σφίξιμο ίσως και μούδιασμα εκεί στο ηλιακό πλέγμα. Απομακρυνόμενος από την στεριά ο βυθός χάνεται και τα νερά γίνονται πηχτά, σχεδόν λιπαρά στην επιφάνεια, απειλητικά στην όψη τους, στο χρώμα του κοβαλτίου. Σταματάς για λίγο το κουπί μετεωριζόμενος για να παρακολουθήσεις το νήμα μιας ιριδίζουσας αχτίδας που χάνεται καταδυόμενη στα βάθη.

Μετά η πλώρη γυρίζει μόνη της προς το άφραγο πέλαγο και το σκάφος κυλά πάνω στις πτυχές του δέρματος μιας επιφάνειας ολοζώντανης, που ριγά, ανασαίνει, πάλλεται, πελώριο στήθος στην αύρα του πρωινού. Το πελαγονήσι του προορισμού σου, στην μοναξιά του λες και απομακρύνεται στην κάθε κουπιά και η τελευταία παρηγοριά του άσπρου της βίγλας, που στέκεται στο τελευταίο κάβο, πίσω στην στεριά, χάνεται. Η ματιά κολλάει σε έναν καφεκόκκινο γκρεμό που όλο και αλλάζει σχήματα και διαστάσεις, ενώ ακούγεται από την μακρινή είσοδο του διπλανού κόλπου ο ρυθμικός ήχος μηχανής ψαροκάικου, σαν από τεράστιο ηχείο. Ο αλμυρός ιδρώτας κυλάει και θαμπώνει τα γυαλιά, μια υποψία ναυτίας από τα μεγάλα βουβά κύματα με τις κατηφόρες και τις ανηφόρες τους, ώμοι και χέρια που αρχίζουν να βαραίνουν από το λαμνοκόπημα.

Τα μπλάβα νερά θα γίνουν τώρα ανοιχτό λουλακί και θα φανούν οι πρώτες βαθυπράσινες ανταύγειες σημάδι ότι τα νερά ρηχαίνουν και κοντεύεις στο προορισμό σου. Ένα μικρό κοπάδι ζαργάνες σε καλωσορίζουν, πηδώντας φοβισμένες μπροστά στην πλώρη ασημίζοντας, διαγράφοντας μια τρυφερή καμπύλη. Πράγματι σε λίγο με ένα τρόπο απροσδόκητο ανοίγεται μπροστά σου ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στα δύο ξερονήσια που οδηγεί σε μια μικρογραφία ατόλης του Ειρηνικού. Στο μυαλό κατευθείαν εικόνες και περιγραφές από το Κοντόγλειο σύμπαν και την αβάσταχτη νοσταλγία του.

Τόσο οικεία και τόσο τρυφερή η αγκαλιά, τόσο ανθρώπινα και φιλικά τα μεγέθη στο κυκλικό αυτό μικροσκοπικό πρασινογάλαζο κόσμημα που λες και σχεδιάστηκε να προσφερθεί σαν δώρο σε παιδιά, με μοναδική τους έγνοια το παιχνίδι. Πετάς τα ρούχα απεκδυόμενος όλες τις σκέψεις, όλες τις έννοιες, ότι σε βασανίζει και σε στενοχωρεί και βουτάς με το κεφάλι κατακόρυφα στην σμαραγδένια δροσιά.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Άφησε σχόλιο