της Θάλειας Παντελίδη
Εγώ συχνά μελαγχολώ και κλαίω χωρίς λόγο ειδικά τον χειμώνα όταν σουρουπώνει και πέφτει το σκοτάδι γιατί όπως λένε οι Κινέζοι στις εφτά είναι η ώρα της καρδιάς και δεν πρέπει να μένεις μόνος σου, κι εγώ φοβάμαι μήπως γίνω σαν τη μαμά μου που μελαγχολούσε πολύ και όταν γεννήθηκε ο Βάκης έκλαιγε τόσο πολύ που τελικά της δώσανε χάπια και κόντεψε να το ξαναπάθει όταν έκλεισε η κιγκαλερία. Εγώ ήμουν στη Β Λυκείου και η Ποπίτσα Γ Γυμνασίου, ο Βάκης Δημοτικό. Η μαμά ήθελε να είμαστε όλοι πολύ καλοί στο σχολείο και να μην δημιουργούμε φασαρίες αλλοίμονό σας αν με φωνάξουνε έλεγε γιατί όχι πως την ενδιέφερε το σχολείο, το μισούσε, αλλά επειδή την έδερνε συνέχεια η γιαγιά Αφροδίτη επειδή ήταν χάλια μαθήτρια, ορκίστηκε ότι για την υπόλοιπη ζωή της δεν θα ξαναπατούσε σε σχολεία. Όταν ήταν μικρή τη ρώταγαν διάβασες, διάβασες κι έλεγε ναι ναι αλλά μετά το πρωί την έβλεπε η γιαγιά που προσπαθούσε να γράψει τις ασκήσεις και μουντζούρωνε τα τετράδια αλλά επειδή εκείνη την ώρα ήταν η ώρα της πρωινής προσευχής της γιαγιάς, η γιαγιά έλεγε Θεέ μου συγχώρεσέ μου και δώσε μου δύναμη να μην τη δείρω τώρα. Κι έτσι την περίμενε και την έδερνε το μεσημέρι μόλις γύριζε από το σχολείο και μετά έλεγαν την προσευχή και έτρωγαν.
Τέλος πάντων ένα απόγευμα Τετάρτης μας είπαν να πάμε στο σαλόνι να μας μιλήσουν για κάτι σοβαρό και μας είπαν ότι η κιγκαλερία κλείνει και θα κάνουμε εκποίηση για ένα μήνα και να το πούμε στους συμμαθητές μας αν θέλουν να ψωνίσουν οι γονείς τους. Γιατί ο μπαμπάς είχε κάνει κάτι ανοίγματα και είχε βάλει και είδη οικιακής χρήσης και κατσαρόλες και είχε πάει εκεί και η μαμά που μισούσε να μένει σπίτι και τα κατάφερνε πολύ καλά γιατί ήταν πολύ κοινωνική και ομιλητική κι έφτιαχνε ωραία πακέτα με φιόγκους με τα λεπτά της δάχτυλα που πάντα είχαν άψογα βαμμένα νύχια. Κι ο μπαμπάς δε μίλαγε καθόλου, κοίταζε ίσια μπροστά μόνο η μαμά έλεγε έλεγε και συνέχεια έκανε αέρα στο πρόσωπό της με ένα χαρτί κι εγώ κοίταζα αυτή την κίνηση που έκανε συνέχεια όπως κρατούσε το χαρτί με τα διπλωμένα της δάχτυλα με τα κόκκινα νύχια. Και μας είπε οτι θα τρώμε από τα έτοιμα μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε κι ότι να προσέχουμε να μην βγαίνουμε με φτωχά αγόρια, κι εσύ Αφροδιτούλα μου να στέκεσαι ίσια και να ρουφάς την κοιλιά σου κι εσύ Ποπίτσα να αφήνεις τα μαλλάκια σου λυτά ε, και κοίταζε τα αυτιά της Ποπίτσας αλλά δεν είπε τίποτα άλλο γιατί το σχολείο την φώναζαν Ντάμπο και η γιαγιά είχε έναν ειδικό κουμπαρά, όχι ελεφαντάκι, βατραχάκι που είναι ζώο χωρίς αυτιά, για την ωτοπλαστική όταν μεγάλωνε η Ποπίτσα.
Κι όχι ότι η μαμά δεν μας αγαπούσε, αλλά όταν προσπαθούσε να πει κάτι ευγενικά είχε ένα τρόπο που μετά σ’ έκανε ακόμα χειρότερα. Κι ο Βάκης, επειδή η μαμά δεν είπε τίποτε γι’ αυτόν, άρχισε να κλαίει σπαρακτικά και να φωνάζει με την βραχνή του φωνή κι εγώ τι θ’ απογίνω και είπε ο μπαμπάς εσύ βουβαλόπαιδο θα τρως λιγότερο, καλό θα σου κάνει. Κι αρχίσαμε όλοι να γελάμε και τότε ο μπαμπάς άρχισε να κλαίει με λυγμούς και τρέξαμε και του φέραμε ένα ποτήρι κρύο νερό και η μαμά έλεγε σώπα Λεωνίδα μου. Κι όταν τελείωσε η εκποίηση την πήρε και πήγαν στο χωριό που γεννήθηκε στη Ραχούλα Καρδίτσας για ταξιδάκι, έτσι σαν δεύτερο μήνα του μέλιτος.
Εκεί ήταν που μελαγχόλησε πάρα πολύ η μαμά γιατί δεν της άρεσαν τα βουνά και τα έλατα κι οι χωριάτες. Η μαμά ήταν νησιώτισσα, απο τη Χίο, της άρεσε το μπλε της θάλασσας, να είναι ανοιχτικά γιατί είχε εξάψεις, να φυσάει το αεράκι του Αιγαίου, της άρεσαν τα καλαμαράκια, οι συρτοί κι ο Πάριος. Και μας έλεγε ότι όταν ο παππούς πήρε μετάθεση και δούλευε ταμίας στην Εθνική στην Κάλυμνο κάθε μέρα τρώγανε αστακό με σως λαδολέμονο χτυπημένο που τον φέρνανε οι σφουγγαράδες για να ευχαριστήσουν τον παππού που μεσολαβούσε για τα δάνεια για τα σφουγγαράδικα. Κι έλεγε πως μετά από κάθε Σαρακοστή που φεύγανε οι σφουγγαράδες για την Μπαρμπαριά κατέβαινε όλο το νησί στο λιμάνι και αγιάζανε τα πλοία και κλαίγανε οι μαυροφόρες που φεύγανε οι άντρες και τα παιδιά τους, γιατί η Κάλυμνος ήταν πάμφτωχο νησί, κατάξερο, όλο βουνά και κρυστάλλινη παγωμένη θάλασσα. Η Πόθια, το λιμάνι στην κατεβασιά των βουνών, ήταν όλο πέτρα που έκαιγε στο λιοπύρι, ένα δέντρο δεν είχε και τα παιδιά ήτανε λιγνά και κατάμαυρα από τον ήλιο, η γιαγιά έλεγε πως δεν ήτανε παιδιά αλλά ψάρια όλη τη μέρα στις βουτιές και στη θάλασσα. Και το βράδυ μαζευόντουσαν όλοι γύρω από μια γαβάθα με ελιές στο λάδι και βουτούσαν παξιμάδια αλλειμένα με πελτέ και τρώγανε ελιές. Και μια μέρα ρώτησε η γιαγιά μια Καλυμνιά, εσείς πόσα παιδιά έχετε κι εκείνη κοκκίνησε και είπε εμείς μόνο οχτώ και έσκυψε το κεφάλι γιατί ντρεπόταν που είχε τόσο λίγα παιδιά. Κι η θεία Νατάσσα μου έλεγε ότι ποτέ δε θα ξεχνούσε ένα γέρο δύτη που δεν περπατούσε καλά γιατί είχε παραλύσει και γύριζε στα χωριά κι έδειχνε την πλάτη του από πάνω ως κάτω φριχτά χαρακωμένη από τα δόντια του καρχαρία γιατί το σφουγγαράδικο ήταν στ’ ανοιχτά της Μπαρμπαριάς και βούτηξε με τη σκανδαλόπετρα αφού δεν είχανε βγει ακόμα τα σκάφανδρα κι ήταν ακριβώς από κάτω ο καρχαρίας και έπεσε με φόρα μες στα σαγόνια του κι όπως δέχτηκε το σαρκοβόρο τη μυτερή την πέτρα στο λαρύγγι του, έκανε σπασμό και τον ξαναπέταξε έξω και τον τράβηξαν πάνω με τα σκοινιά αιμόφυρτο και καταξεσκισμένο.
Τέλος πάντων στην Ραχούλα δεν της άρεσε καθόλου της μαμάς όλη τη μέρα φυσούσε ο αέρας μέσα στα έλατα και δεν είχε κανέναν να μιλήσει.
Ο μπαμπάς είχε εκεί μια αγελάδα την Κλάρα, χοντρούλα και καφέ που τη λάτρευε. Τη χάιδευε, της μιλούσε κι όλο τη σεργιάνιζε με το σκοινί της μες στο αγρόκτημα για να της βρίσκει το πιο τρυφερό χορταράκι και την κοίταζε ώρα μέσα στα μεγάλα της καστανά μάτια και τον κοίταζε κι αυτή. Αξημέρωτα ήταν ακόμα όταν άρχιζε να μουγκανίζει και τους ξύπναγε κι ο μπαμπάς έλεγε με φωνάζει το κορίτσι μου και πήδαγε απο το κρεβάτι κι έτρεχε να τη βρει μες την πρωινή ομίχλη. Η μαμά νευρίαζε πάρα πολύ αλλά δεν έλεγε τίποτα. Κι ένα μεσημέρι είχαν κατέβει στην Καρδίτσα για μια βάφτιση αλλά μόλις τελείωσε ο μπαμπάς ήθελε να φύγουν αμέσως για να πάει την Κλάρα στον στάβλο ενώ η μαμά ήθελε να μείνει για να μιλήσει στον κόσμο,να τσιμπήσει τα μάγουλα του μωρού, να πάρει μπομπονιέρες και να φάει παστάκια. Γύρισαν πίσω με το ηλιοβασίλεμα κι ο μπαμπάς πήγε να κάνει βόλτα την Κλάρα και τους πέτυχε στο στρατάκι η μαμά και πώς της ήρθε χτύπησε δυνατά το ζώο ανάμεσα στα ρουθούνια με μια εφημερίδα, ο «Κήρυκας της Καρδίτσας», ήταν νομίζω, και είπε άγρια πάρε την εφημερίδα σου. Το ζώο κατατρόμαξε αφηνίασε και άρχισε να τρέχει, ήταν και πολύ φοβιτσιάρικο, πήδηξε πάνω από ένα τοιχαλάκι και έσυρε μαζί του τον μπαμπά που είχε μπλεχτεί το χέρι του στο σκοινί κι έσπασε τον ώμο του.
Και μες στο ασθενοφόρο φώναζε η μαμά αφήστε με αφήστε με εμένα τον άντρα μου να σώσετε κι έλεγε συνέχεια συγχώρεσέ με Λεό μου, συγχώρεσέ με δεν ξέρω πώς μου ήρθε κι ο μπαμπάς επαναλάμβανε είναι τρελλή είναι τρελλή είναι τρελλή.
Μετά από αυτό γύρισαν στην Αθήνα και η μαμά ήταν πολύ στεναχωρημένη και καθόταν στην αγαπημένη της πολυθρόνα Λουί Κενζ κι έλεγε εγώ ονειρευόμουν έστω για μια φορά στη ζωή μου να πάω Παρίσι και τελικά πήγα στην Ραχούλα Καρδίτσης. Κι ενώ τηγάνιζε αυγά στον μπαμπά έλεγε εμένα δεν με σκέφτεσαι, Λεωνίδα μου που μου άρεσαν οι κολώνιες κι όταν πέφτεις δίπλα μου το βράδυ μ’αυτά που τρως κάθε πόρος του σώματός σου αναδίδει παστουρμά και σκόρδο. Κι ο μπαμπάς επειδή δεν άντεχε μες στο σπίτι πήρε δάνειο και συνεταιρίστηκε με έναν που πούλαγε πετσέτες, σεντόνια και πυτζάμες στην Ευριππίδου.
Είχανε φτάσει πιά Χριστούγεννα κι είχαμε στολίσει το δέντρο με πολύχρωμα φωτάκια που αναβοσβήνανε, κι είχαμε μια πιατέλα μ’ένα βουνό κουραμπιέδες με άχνη σαν το χιόνι, αλλά ο μπαμπάς δεν είχε μυαλό γι αυτά γιατί ήταν η Κλάρα ετοιμόγεννη κι ήταν συνέχεια στα τηλέφωνα. Και τη παραμονή τον κάλεσε ο κυρ-Στάθης ο γείτονας και του είπε πως δεν πάνε καλά τα πράματα και φωνάξανε τον κτηνίατρο. Δεν έβγαινε το μοσχαράκι κι αναγκάστηκαν και του δέσανε τα μπροστινά του ποδαράκια και το τραβήξανε με σκοινί κι όταν βγήκε είδανε πως ήταν δύσμορφο κι όπως τραβήχτηκε σκίστηκαν τα σωθικά της αγελάδας κι αιμορραγούσε και ρώτησε ο γιατρός να φώναζαν το χασάπη όσο ήταν ακόμα ζωντανή να μην πάει χαμένο τόσο κρέας γιατί δεν είχε σχεδόν καμμία ελπίδα, αλλά ο μπαμπάς φώναζε όχι όχι να της δώσουμε μιά ευκαιρία και μείνανε μες στο στάβλο ο κυρ-Στάθης κι ο γιατρός,χάθηκε και το μοσχαράκι κι η Κλάρα καθισμένη στο σανό τους κοίταζε για ώρες με τα μεγάλα της καστανά μάτια και το χάραμα ξεψύχησε. Ο μπαμπάς κάπνιζε όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι κι όταν του τηλεφώνησαν στις 5 το πρωί να του το πουν κάθισε στον καναπέ κι έβαλε το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του,ήτανε κι ευαίσθητος κι έκλαιγε με αναφυλλητά κι η μαμά τον είχε αγκαλιάσει κι έκλαιγε κι εκείνη κι έλεγε κι εγώ την αγαπούσα την Κλάρα κι εγώ την αγαπούσα θα σου περάσει θα πάρουμε άλλη αγελάδα,αλλά ο μπαμπάς μόνο την Κλάρα ήθελε κι έτσι ξημέρωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα, όμως μετά απο αυτό το επεισόδιο η μαμά και ο μπαμπάς αγαπιόντουσαν ακόμα περισσότερο, εγώ το είχα καταλάβει.