Κείμενο της Νίτσας Μορόμαλου γραμμένο στo πλαίσιo του εργαστηρίου λογοτεχνικής αφήγησης του Ομηρείου με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Η πόρτα ήταν χωρίς κλειδαριά όπως την εποχή που περίμενε τους ενοίκους του να γυρίσουν άλλοι από το μεροκάματο και άλλοι από την περιπλάνηση τους στις θάλασσες της γης.
Άνοιξα το πατρικό σπίτι της μητέρας μου, το σπίτι του παππού και των προπαππούδων μου, μ’ ένα απαλό σπρώξιμο. Ήταν μια χειμωνιάτικη Κυριακή μετά τη λειτουργία που αποφάσισα να κάνω το προσκύνημα. Ένοιωσα επιθυμία να περπατήσω ξανά κάτω από τις καμάρες του ν’ ανέβω τα σκαλοπάτια και ν’ ανοίξω τα παραθύρια του. Μέχρι τότε έκανα πως δεν το έβλεπα για να μην ξυπνήσω τις αναμνήσεις μου για να μην κλάψω για το χρόνο που πέρασε και γι’ αυτούς που έφυγαν άκαιρα.
Δεν έψαχνα κάτι συγκεκριμένο, ήθελα να ξαναδώ αγαπημένα αντικείμενα τόπους και γωνιές, να αφουγκραστώ την ηχώ από την ζεστή φωνή της γιαγιάς.
Δυό φορές αιωνόβιο το σπίτι, έθρεψε παιδιά και τρισέγγονα, όλα με την ίδια αγάπη απλότητα και φροντίδα.
Αργά ή γρήγορα νίκησε ο θεός της παρακμής που παραμόνευε υπομονετικά στις χαραμάδες. Τώρα στέκεται σιωπηλό απέναντι από την εκκλησιά λες και περιμένει κάποιος να το ξυπνήσει φέρνοντας μαζί του τους καιρούς που θα του χαρίσουν ξανά πνοή, χαρά, ζωντάνια κι ευθυμία.
Γιατί το σπίτι αυτό ήταν χαρούμενο. Ήξερε να μαγεύει τις έγνοιες, να αγαπά τη ζωή, να προσπερνά τα μικροπροβλήματα. Φωνές ακούγονταν όλη μέρα στις αυλές του από παιδιά που έπαιζαν ανέμελα, οι επισκέπτες και οι περαστικοί πηγαινοέρχονταν χωρίς σταματημό.
Εκείνο το πρωινό όταν ακούμπησα την πόρτα εκείνη ξεφύσηξε για λίγο σκεφτική και μετά έτριξε με παράπονο. Ήρθες μου ψιθύρισε…
Έσκυψα κάτω από τον ιστό μιας αράχνης σκόνταψα σε σακιά και τενεκέδες προσπέρασα το χώρισμα στα δεξιά που οδηγούσε στο βασίλειο της γιαγιάς και προχώρησα παραμέσα. Στο βάθος οι στάβλοι, η πίσω αυλή, οι αχυρώνες και οι αποθήκες. Στα μισά, η μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στα ανώγεια. Οι ξύλινες κουπαστές κρέμονταν κουρασμένες δίπλα στα σκαλοπάτια.
Αναστέναξα μαζί τους.
Αριστερά οι φεγγίτες, οδηγούσαν στη σκεπή με τις κληματαριές, χώρος περισυλλογής για του παππού, απέναντι η μεγάλη σάλα και πιο μέσα οι κάμαρες. Εκεί ήθελα να βρεθώ εκεί ήταν ο τόπος των παραμυθιών του νανουρίσματος και της προσευχής της γιαγιάς.
Μυρωδιά από λιβάνι ήρθε στα ρουθούνια μου μυρωδιά γλυκιά και παλιά από το εγκαταλειμμένο εικονοστάσι. Το κοίταξα αλλά ήταν άδειο. Τι περίμενα να βρω…
Αντικείμενα σκόρπια εδώ κι εκεί καναπέδες, κούνιες, ντουλάπες ανοιχτές αλλά τα κυριακάτικα ρούχα του παππού και της γιαγιάς έλειπαν. Το πάτωμα της σάλας έτριξε κάτω από τα βήματα μου όπως τον παλιό καιρό. Κοίταξα ένα γύρω στους τοίχους, χαιρέτισα τον Μαραθωνομάχο τον Αρματολό και τον Εύζωνο, έκλεισα το μάτι στον έρωτα της Γενοβέφας και ύστερα το βλέμμα μου στάθηκε σ’ ένα μπαούλο μισάνοιχτο.
Πλησίασα ακροπατώντας για να μην ταράξω τον ύπνο των πνευμάτων, φύσηξα τη σκόνη προσεκτικά, στερέωσα το καπάκι και κοίταξα το περιεχόμενο του με περιέργεια.
Ξεχασμένα προπολεμικά βιβλία που κατάφεραν να ξεγελάσουν το χρόνο εφημερίδες και συναξάρια μου έφεραν στο μυαλό μου τον προπάππου, τον παπά του χωριού καθώς και τον παππού μου που αγαπούσε τη μελέτη και φύλαγε με ευλάβεια τα διαβάσματα που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του μαζί με το σπίτι.
Ένα γαλάζιο βιβλιαράκι τράβηξε την προσοχή μου με φθαρμένο εξώφυλλο διάφανο σχεδόν από την πολυκαιρία με μισοσβησμένα γράμματα. Η ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ έλεγε ο τίτλος.
Μεγάλη Παρασκευή 1972
Κουλουριασμένοι στην ποδιά της γιαγιάς ζητούσαμε να μάθομε για τα Πάθη του Χριστού, τη Σταύρωση και την Ανάσταση, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη όλα γυρεύαμε να τα μάθομε μεμιάς. Για να αναβάλλομε την ώρα του ύπνου ή, πάλι, για να μας νανουρίσει η γλυκιά φωνή της και να κοιμηθούμε με όνειρα γλυκά και ταξιδεμένα.
Εκείνη σηκώθηκε, μας είπε να κάνομε προσευχή, πήγε στη βιβλιοθήκη του παππού και άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα ράφια.
Έπιασε ένα βιβλιαράκι με γαλάζιο εξώφυλλο το κοίταξε σκεφτική μας φώναξε στην κάμαρη της και άρχισε να διαβάζει.
Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ…
Ακούμπισα στο στήθος μου το πολύτιμο εύρημα έκλεισα το σεντούκι με την υπόσχεση να ξανάρθω, κοίταξα πάλι ένα γύρω κι άρχισα να κατεβαίνω αργά τη σκάλα. Η γιαγιά μας άφησε νωρίς, χωρίς να προλάβει να τελειώσει το παραμύθι. Μου φάνηκε πως άκουσα τα βήματα της να ανεβαίνουν τη σκάλα του Ιακώβ.