Νύχτα γυρνάν οι ποιητές…

1

…νύχτα γυρνάν οι ποιητές προϊστορικά τέρατα στην κατεχόμενη πόλη…

Χειμερινοί κολυμβητές

Μήτσοοοοοο ρε Μήτσο πάλι το Φώτη δέρνουνε.
Το Νικολάκι που το φωνάζανε και κωλόμπρικο, μπήκε βιαστικά στο μαγερειό.
Ρε Μήτσο του ξαναείπε δέρνουνε πάλι το Φώτη.
Μόλις είχε μαζέψει το τραπέζι και σκούπιζε τα ψίχουλα, από ένα πατσά που είχε σερβίρει.
Τράβηξε την πόρτα βιαστικά και έβαλε μια κλειδωνιά στο μαγαζί και με το Νικολάκι μπροστά,τράβηξαν προς την μαρμαρένια βρύση.
Εκεί είδαν περαστικούς μαζεμένους και όταν κοντοζύγωσαν, είδαν δυο μπασκίνες να πατούν κάτω σαν οχιά το Φώτη.
Εκείνος δεν είχε κουράγιο ούτε τα χέρια του να σηκώσει πια, για να καλύψει το πρόσωπό του.
Τον σηκώσανε με το ζόρι όρθιο, ένα σακί κόκκαλα και ο ένας βάστηξε από τα μαλλιά το κεφάλι του όρθιο.
Ο άλλος σήκωσε το χέρι του και τούδωκε ένα σκαμπίλι, μια παλαμιά, που ακούστηκε σαν βροντή στην ησυχία.
Έβλεπε τα σβέρκα του μπασκίνα φρεσκοκουρεμένα και κόκκινα να ιδρώνουν και του αλλονού τα μάτια να κοιτούν κοροϊδευτικά τον κόσμο.
Αχ και νάτανε παλικάρι.
Να μην λογαριάσει τίποτα και να μουντάρει τους μπασκίνες και να τους κάνει συναίματους.
Να τους χτυπά με μανία μέχρι να κουραστεί και να τους δει να κυλιούνται στο χώμα όπως το Φώτη πριν από λίγο.
Δεν ήτανε καιροί όμως για τέτοια.
Είχε μαγαζί, είχε αδέρφια και μάννα να θρέψει, από τότε που τους άφησε ο πατέρας του, με αυτά δεν παίζουνε.
Το ξύλο ετελείωσε και οι μπασκίνες αφού φωνάξανε στο αυτί του Φώτη «κουμούνι εδώ να μην σε ξαναδώ» ο ένας και «τα ίδια θα ξαναπάθεις κι αύριο άμα περάσεις» ο άλλος τον παρατήσανε ξέπνοο.
Αφού ο κόσμος διαλύθηκε και φύγανε και οι μπασκίνες ο Φώτης κούτσα κούτσα κουλουριάστηκε σε ένα πεζούλι.
Εκείνος στην αρχή δισταχτικά και μετά με απόφαση, πήγε δίπλα του και του μίλησε.
Α ρε γειτονάκι σου κάνανε τη μούρη κρέας τα κωλόπαιδα.
Έλα μη στενοχωριέσαι του είπε, άμα είδε τα δάκρυα να βουρκώνουν στα μάτια του.
Τον αντιστήριξε και βάλανε πλώρη για το μαγαζί που άφησε ορφανό.
Τον έβαλε κι έκατσε σε ένα τραπέζι και του έφερε ένα ποτήρι νερό.
Ξαναγύρισε στην κουζίνα κι έσκασε ένα κρεμμύδι με τη γροθιά του, να βάλει στο καρούμπαλο του Φώτη για να του πάρει το κόρπο, μαζί με ένα κουρέλι για να του το δέσει.
Γύρισε και είδε το Φώτη να πολεμά να πιει το νερό, αλλά εκείνο εξεχείλιζε από τα πρησμένα χείλια του μαζί με αίματα.
Τότε επήρανε εκείνο τα δάκρυα.
Βρήκε ένα πακέτο μακαρόνια χοντρά για το παστίτσιο και τούβαλε ένα μέσα στο νερό για να ρουφήξει.
Ο άλλος κάτι πήγε να ψελλίσει σαν ευχαριστώ μα άχνα δεν βγήκε.
Μόνο όταν του πάτησε το κρεμμύδι στο κούτελο βόγκηξε δυνατά και τράβηξε πίσω το κεφάλι.
Α ρε γειτονάκι του ξανάπε μπλε μαρέ σε κάνανε οι κοπρίτες.

Τη στιγμή εκείνη άνοιξε η πόρτα και μπήκανε πελάτες που είδανε το κωμικό δέσιμο του κεφαλιού με το κρεμμύδι και τα χτυπημένα μούτρα και ήρθανε κοντά για να γνωρίσουνε.
Μόλις είδανε το Φώτη κάνανε μεταβολή και ξαναβγήκανε γρήγορα.
Εκείνος σηκώθηκε παραντουρώντας και με το ένα χέρι να βαστά το κρεμμύδι στο κεφάλι και με το άλλο να τραβά τις καρέκλες από μπροστά του, σαν ο τυφλός το μπαστούνι, βγήκε ξανά στο δρόμο και χάθηκε.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι, την ώρα του πολύ κόσμου στο μαγαζί, να σου οι μπασκίνες, ο κόκκινος σβέρκος μαζί με ένα νεαρούδι μάλλον για εκπαίδευση.
Ακούμπησε στο μαρμάρινο τεζιάκι και φώναξε.
Εσύ ρε είσαι o μάγκας που εμάζεψε το κουμούνι;
Τι το νε μάζεψα κύριε αστυνόμε, γειτονάκια είμαστε, ένα ποτήρι νερό ζήτησε ο άνθρωπος, δικαιολογήθηκε ο Μήτσος.
Και τι είσαι σύ ρε κωλόπαιδο η μάννα του για η αδερφή του;
Ο Μήτσος έμεινε αμίλητος με την σκέτη από γιουβέτσι στο χέρι.
Για κακή του τύχη, μπροστά από τον μπάτσο, μόλις είχε ακουμπήσει το Νικολάκι μια χάρτινη καρτέλα με αυγά.
Ο μπάτσος βούτηξε ένα και του το σφεντόνισε στο κεφάλι.
Εκείνος ίσια που πρόλαβε να σκύψει και το αυγό χτύπησε στο τοίχο.
Ο άλλος λύσσιαξε.
Πήρε κι άλλο και του πέταξε και τονε χτύπησε στον ώμο και μετά πήρε ολόκληρη την καρτέλα και του τη σβούριξε.
Είσαι και σύ κουμούνι ρε φώναζε δαιμονισμένος, θα στο κλείσω το μαγαζί, θα πεινάσεις ρε, μετάνοιες θα μου κάνεις το κατάλαβες;
Ο άλλος μιλιά.
Ο κόσμος που ήτανε μέσα μάνι-μάνι πλήρωσε το λογαριασμό και άλλος δεν ξαναφάνηκε την υπόλοιπη μέρα.
Θα μπαρκάρω ρε Νικολάκι, δεν είναι ζωή αυτή εδώ, θα μπαρκάρω να γλιτώσω, να μην έχω κανένα κερατά ανάγκη, έλεγε στο μικρό αδερφό του την ώρα που σκούπιζαν το μαγαζί για να κλείσουνε.
Την άλλη μέρα πάλι οι μπασκίνες.
Τούτη τη φορά βαστούσανε μαζί τους μια ζυγαριά.
Γυρίζανε τα τραπέζια την ώρα που τρώγανε οι αθρώποι και ζυγίζανε τις μερίδες τους.
Οι πιο πολλοί φύγανε κακήν κακώς χωρίς να πληρώσουνε και το λογαριασμό.
Την άλλη μέρα ξαναήρθανε και ερχότανε πια κάθε μέρα.
Ο Μήτσος με το Νικολάκι πιάσανε να πετούνε φαί.
Άθρωπος πια δεν πατούσε στο μαγειρειό.
Πήγε να ζητήσει έλεος στην αστυνομία αλλά του είπαν ότι είναι ο προβλεπόμενος έλεγχος που γίνεται σε όλα τα εστιατόρια και τον πέταξαν έξω.
Άναψε ένα τσιγάρο και είπε να κάμει μια βόλτα στην παλιά προκυμαία να πάρει τον αέρα του.
Εκεί συνάντησε πάλι το Φώτη.
Βαστούσε δυο σακουλίτσες στα χέρια του και ήτανε βιαστικός.
Που πας ρε γειτονάκι με τα ψώνια, τον χαιρέτησε ο Μήτσος.
Δεν είναι ψώνια Δημητρό ψάρια είναι, να τα πουλήσω, του είπε με ένα αχνό ντροπαλό χαμόγελο.
Ο Μήτσος κοίταξε τις σακουλίτσες και είδε κάτι άθλιους μπαγιάτικους μπαλάδες στη μία και κάτι γόπες που βρωμολογούσαν στην άλλη.
Πάω τώρα του λέει Φώτης και έφυγε.
Δεν είναι ζωή αυτή, δεν είναι τόπος μουρμούρισε ο Μήτσος.
Θα μπαρκάρω να γλιτώσω, θα μπαρκάρω…


Από αφήγηση του πατέρα μου

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δημόσια Διοίκηση στην Αθήνα. Ζεί και εργάζεται στην Χίο.

Συζήτηση1 σχόλιο

Άφησε σχόλιο