του Μιχάλη Μπάκα
Μίσος για τον άλλο, για μια γενιά που δεν έζησε τον εμφύλιο.
Πέρασαν δύο βδομάδες από τη δολοφονία των δύο μελών της Χρυσής Αυγής. Πολλά έχουν γραφτεί εν θερμώ ή εν ψυχρώ για το θέμα. Χαρακτηριστική περίπτωση της εν θερμώ αντιμετώπισης του ζητήματος, ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ Π. Καμμένος, που λίγες ώρες μετά τη δολοφονία συνέδεσε μεταξύ άλλων το θέμα με προσπάθεια αποπροσανατολισμού του κόσμου από την πολιτική δίωξη του ιδίου και την αίτηση άρσης ασυλίας του αλλά και της πολιτικής δίωξης κατά του κ Δημαρά για εκλογικές παρατυπίες, καθώς είχε ανακοινωθεί η έκπτωση του από το αξίωμα του περιφερειακού συμβούλου Αττικής. Καθώς η αστυνομική έρευνα είναι ακόμα σε εξέλιξη ο καθένας κάνει υποθέσεις για τους ενόχους και τα κίνητρα τους. Μπορεί να είναι προβοκάτσια, μπορεί να είναι τρομοκρατικό κτύπημα, μπορεί να είναι ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Το σίγουρο είναι ότι οφείλουμε όλοι να καταδικάσουμε τη δολοφονία δύο νέων, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους αντιλήψεις.
Αυτή που σίγουρα ήταν πολιτικά κερδισμένη από τις δολοφονίες αυτές ήταν η Χρυσή Αυγή, γεγονός που φανερώθηκε από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που δείχνουν να επανακάμπτει δημοσκοπικά και να φτάνει στο 10,5%. Παράλληλα οι βουλευτές της ΧΑ εμφανίζονται και πάλι στα ΜΜΕ, εκφράζοντας τις απόψεις τους, ενώ οι ίδιοι χειρίζονται την κατάσταση με προσοχή καθώς καταλαβαίνουν ότι μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα δεν μπορούν να συνεχίζουν να παρουσιάζουν το ίδιο «επιθετικό» προφίλ. Έτσι λοιπόν κάποιοι, είτε το ήθελαν είτε όχι, βοήθησαν τη ΧΑ να επανέλθει στη συνείδηση κάποιων ελλήνων.
Μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον έντονα φορτισμένο από τον εμφύλιο πόλεμο και τις πολιτικές εντάσεις του περασμένου αιώνα. Από την μια πλευρά ένας παππούς αριστερός, συνδικαλιστής, εξόριστος στους Φούρνους το ’47 ενώ από την άλλη, οικογένεια δεξιών με θύματα στο Μελιγαλά και έντονες θυμίσεις από την Πηγάδα. Εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν θα μπορούσα να έχω μίσος για καμία από τις δύο πλευρές του εμφυλίου και έμαθα να ακούω και να σέβομαι και τις δυο απόψεις, χωρίς να μειώνονται ή να εξισώνονται οι ευθύνες της κάθε πλευράς. Στα φοιτητικά μου χρόνια είχα την τύχη να συνομιλήσω με έναν παλιό αντάρτη που ήταν παρών με τον Αρη Βελουχιώτη στη μάχη του Μελιγαλά. Αυτό που μου έμεινε περισσότερο από την κουβέντα ήταν ότι αυτές είναι καταστάσεις που δεν πρέπει να ξαναζήσουμε. Αυτός ο άνθρωπος που είχε ζήσει τόσα, είχε χάσει την αδελφό του στον εμφύλιο, είχε μείνει πάνω από 17 χρόνια στη φυλακή για πολιτικούς λόγους, δεν έβγαζε μίσος για τους «εχθρούς» του. Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό ακούμε πολλούς (από τη δεξιά αλλά και από την αριστερά) που δεν είχαν ζήσει τον πραγματικό εμφύλιο, να ονειρεύονται εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις, ως τη λύση που θα «καθαρίσει» το σύστημα.
Έχοντας αυτά τα βιώματα είναι λογικό να ανατριχιάζω διαβάζοντας για κρεμάλες, πηγάδες που είναι ανοικτές και χωράνε κι’άλλους, λιντσαρίσματα και λαϊκά δικαστήρια, νικητές του εμφυλίου που πρέπει να αποκατασταθούν. Η βία φέρνει βία και δεν υπάρχει σταματημός. Το ματωμένο πρόσωπο του Κ. Χατζηδάκη πριν λίγα χρόνια χαροποίησε πολλούς από τους συμπολίτες μας. Ποιος όμως μου δίνει εμένα το δικαίωμα να αποφασίσω και να καταδικάσω τον οποιοδήποτε; Η κρίση δεν δικαιώνει οποιαδήποτε φαινόμενα βίας, ούτε οδηγείται σε διέξοδο με αυτή. Η περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής οδηγεί σε κάθε περίπτωση σε επικίνδυνους δρόμους για τη δημοκρατία, την κοινωνική συνοχή, το ίδιο το μέλλον της πατρίδας μας. Και βέβαια τα φαινόμενα αυτά θα μεγεθύνονται όσο η οικονομική κρίση επιδεινώνει την καθημερινότητα χιλιάδων συμπολιτών μας. Η ανεργία, η ανέχεια, η πείνα, γεννά απελπισμένους και οδηγεί στη βία. Είναι πολύ μεγαλύτερη λοιπόν η ευθύνη όλων μας να συγκρατήσουμε αυτό το κύμα μίσους στην κοινωνία που γεννά η οικονομική κρίση. Γιατί εύκολα στα λόγια κάποιοι μπορεί να μιλάνε για κρεμάλες και λιντσαρίσματα σε θεωρητικό επίπεδο, αυτά τα λόγια όμως για κάποιους πραγματικά απελπισμένους συμπολίτες μας μπορεί να γίνουν πολιτική πρακτική. Και αυτός είναι πραγματικός κίνδυνος για τη δημοκρατία και εκτός από την οικονομική κρίση μετά θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα. «Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος το 1975 και τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσα να προσθέσω στα λόγια του μεγάλου μας ποιητή.