γράφει ο Κοσμάς Τσόλας
Πως μια παρέα όμορφη, πίνει και ξεφαντώνει
βλέπει πως εξημέρωσε και ο καιρός ζυγώνει
μόνος να μείνει ο καθείς και η ανάμνησή του
κείνης της όμορφης βραδιάς, που χάρηκε η ψυχή του.
Πως περιμένεις τα πρωινά, να δεις αγαπημένο
φίλο να κουβεντιάσετε, για όνειρο ξεχασμένο
κι έρχεται κάποιος να σου πει και να σου μολογήσει
πως ο φίλος σου εχάθηκε κι άλλο πια δε θα ζήσει
Στο δέντρο της «Απλωταριάς» στα στέρεα κλαριά του
οι σκέψεις μας φυλώνανε, πρασίνιζε η θωριά του.
Δρόσιζε στου καλοκαιριού, τον φοβερό το λίβα
στον ίσκιο του βρίσκαμε εμείς, φιλόξενη καλύβα.
Χειμώνιασε όμως κι ο βοριάς, τα φύλλα παρασέρνει
και τα πουλιά στους κλώνους του, ο αέρας τώρα δέρνει
Ας είναι τούτος ο καιρός, κάτι να εγκυμονήσει
κι η άνοιξη που θέ να ‘ρθεί, σπόρο να αναστήσει.