Σ’ επήρενε η ανηψιά σου με την κούρσα…
«Έλα, άμια, που θα πάγω στη Χώρα να σε πάρω μαζί να πλερώσεις ευτόν τον ένφια, να κάμεις τα ψούνια σου και θα σε φέρω, μάνι μάνι μπρος τα πίσω»… Ξεύρει πως τη χώρα εν την ε θες για το είπεν ο θεός, πως κατηβαίνεις με το ζόρι μια φορά το μήνα να πλερώσεις τους λογαριασμούς, να σε δει ο πνεματολόγος, να αγοράσεις και καμιά ζεβλεπιά… χειμώνας έρκεται τραβιέται το σπόρι…
Επεράσατενε απέ το Παντουκιός, η γέφυρα στέκει μονάχια της στο κενό, αποκομμένη απέ το δρόμο, μπαλώματα η πίσσα τόποι τόποι… Ίντα ‘ναι τούτες οι μισές δουγειές…
Στα Ταμπάκικα, κόσμος πολύς στο δρόμο, φαμίγιες με παιδιά και τα μπαγάζια τως μέσα σε νάυλον σακούλες… Ίντα είν’ ετούτοι; αρώτησες… Πρόσφυγες, άμια.. αθρώποι που ερκούνταινε από μακριά και θένε να πάγουνε στην Ευρώπη, έχουνε πόλεμο στα μέρη τως… Τους εκάηνε η ψυχή σου, εψιλόβρεχενε κιόλα… «Και που θα μείνουνε οι ευλογημένοι; Στη Σούδα…» σου ’πενε η ανηψιά, γιατί ευτή τα ξέρει όλα μέσα στη Χώρα, είναι που ανεβοκατεβάζει τα παιδιά της σ’ ευτά τα ιδιαίτερα, λες και δεν πάνε στο σκογιό…
Σε ξαπόλυκε στην πλατεία, -:άμα νετάρεις, άμια, θα σε ξαναπάρω απ’ εδωνά, ίμπα κι αργήσεις, να ’χεις το νου σου…»
– «Άμε στην ευκή του θεού, κόρη μου, έδωνα θα ’μαι»… Εξεκίνησες να κατηφοριάζεις προς την τράπεζα, εχάζευες γύρω γύρω, εκορνάρισενε μια κούρσα από πίσω σου, αγγελοφόρεσες κι εθυμήθηκες τον καμένο το Κωσταντή που επήαινε από κόρνα και συγκοπή…
Στην τράπεζα το ασκέρι κάμποσο, τα πιο καλά μαγαζιά εσκέφτηκες, πάντα κέρδος έχουνε… άμαν ήτανε χαμένοι, σάμπου κλαιγούντενε θα ’τανε με τα τεπέκια κάτω… Ίντα να πούνε κι όσοι στεκούντενε στη σειρά, που ’ναι όλοι κάτωχροι, με το κεφάλι κάτω…
Ετέγειωσες, άδειασενε και το βιβλιαράκι που μπαίνει η σύνταξη κι είπες να πας μια βότα, σου εκίνησε μεγάλη περιέργεια που υπάρχουνε αθρώποι που μένουνε στη Σούδα…
Εγέμωσες μια σακούλα με πράμματα, ν’ αποσυχαριάσεις και τα παιδάκια που ’δες κι επήες… Ιγού, τέντα και κακό… Ποιός ήβαλενε έτσι δα τα σπιτάκια να κουτουλά το ένα τ’ άλλο; Κι οι μπάρες ίντα δουγιά έχουνε εδωνά; Ίντα είναι όλοι ετούτοι με τις ίδιες φορεσιές και το ύφος εκατώ δεσποτάδων;
Oh, you can not give anything… Δεν μπορείτε, κυρία μου, να περάσετε… Πως; Αρώτησες.. Αφού ήφερα πράμματα να μοιράσω στα παιδιά… Δεν επιτρέπεται, δεν δίνομε φαί… γιατί κάμνουνε σκουπίδια… Αφού δίνουνε ένα χιγιάρικο για να ’ρτουνε από την Τουρκιά εδώ κι άλλα πενήντα για να πάνε στον Περαία, να ‘βγουνε όξω να ψουνίσουνε να φάνε… Μα, μπορεί να μην έχουνε όλοι παράδες… είπες κι ήφυες… Ήβλεπες τα μάτια των παιδιώ κι εκαιγούντανε η καρδιά σου…
Λολαγκρισμένη επήες ως τα Ταμπάκικα κι ήμπες εκειδά που είδες κόσμο να βγαίνει… Ίντα είναι εδώ; αρώτησες έναν άθρωπο… Εδωνά τους καταγράφουνε σου ‘πενε… Τους δίνουνε και ρούχα ευτές οι ξένες εταιρείες… Φαί τους δίνουνε; Φαί εν έχει… Ε κάθουντενε και πολύ, είπενε ο φύλακας… μόνο πέντε ώρες όρθιοι, ανάλογα τον κόσμο… μετά πάνε στη Σούδα ή στο λιμάνι…
Εκείνη την ώρα, δυό αμάξια φορτωμένα με τελάρα εμπήκανε μέσα… Εβγήκανε αθρώποι κι αρχίζανε να μοιράζουνε κεσεδάκια με μακαρονάκι ζεστό στους πρόσφυγες και πολύ το χάρηκες, επήες κι εσύ κοντά να δώκεις ένα χέρι… »Μα πέτε μου, αρώτησες, είναι αλήθεια πως δεν τους δίνουνε φαί;» »Ούτε φαί, ούτε γάλα στα μωρά, ούτε πάμπερς, τίποτα θεία… μόνο νερό» σου αποκρίθηνε μια γυναίκα…
Ήκατσες σ’ ένα τσιμεντάκι να ξεκουραστείς κι εσκεβούσουνε πως άμαν έρχονταινε μουσαφιραίοι στα σπίτια μας πρέπει να ‘μαστενε τροπικοί, να τους καλόχουμε και να τους ταίζομε… Κανένας άθρωπος δεν πρέπει να μένει νηστικός, είναι ντροπής πράμματα ευτά…
Εμοίρασες κι εσύ ό,τι είχες ψουνίσει στα παιδάκια, τα ήσφιξες στην αγκαγιά σου κι εξεκίνησες για τη Χώρα..
Ποιος την ακού την άλληνε που θα σε περιμένει για να σε πα στο χωριό… είναι κι αμαγείρευτη…
Συζήτηση1 σχόλιο
Γράψε και την πρόταση που άκουσε η θεια. Της έκαμε μεγάλη εντύπωση που ένας χοροφυλακας πρότεινε να καμουναι εστιατόρια για να τρώνε σαν άνθρωποι. Πάω τώρα κόρη μου γιατί χοχλακά το νερό. Θα κάμω μακαρόνια.