Γιάννη Μπεράτη «Οδοιπορικό του 43»
Στο «Οδοιπορικό του 43» ο Γιάννης Μπεράτης μετά το γνωστότερο κι εμβληματικό «Πλατύ Ποτάμι» καταγράφει και αφηγείται το σύντομο πέρασμα του από το αντάρτικο του ΕΔΕΣ στα 1943.
Σε έντεκα συνολικά τετράδια ο συγγραφέας περιγράφει την παράνομη φυγή από την Αθήνα, την επώδυνη ανάβαση στα βουνά της Ηπείρου, την κατάταξη στους αντάρτες, τους μήνες της απραξίας, την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τη σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ, τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών, το κάψιμο των χωριών και την απελπισμένη φυγή, την αιχμαλωσία από τους Γερμανούς και την κατάληξη στα πρόθυρα του θανάτου σε Νοσοκομείο των Ιωαννίνων.
Ο συγγραφέας δεν ωραιοποιεί, δεν στρογγυλεύει, σε τίποτα δεν χαρίζεται. Πρωτ’ απ’ όλα στον ίδιο τον εαυτό του («Μεθούσα. Ο σύντροφός μου με μάλωνε και μου έλεγε πως όλα αυτά μας εκθέτουν»). Αλλά ούτε και στο υποτιθέμενο ηρωικό κλίμα των ημερών. Περιγράφει με ακρίβεια την απραξία, την ανοργανωσιά, τη μοχθηρία κάποιων από τους χωρικούς, τη δυσπιστία και την τσιγγουνιά των υπολοίπων, τη βαναυσότητα της εμφύλιας σύγκρουσης, την απελπισία της άτακτης υποχώρησης.
Όλα αυτά που αναφέρονται στη συλλογική μοίρα ανταρτών και χωρικών, κατακτητών κι αντιπάλων συνδυάζονται με την προσωπική, την σπαρακτική περιπέτεια του συγγραφέα. Ο οποίος βρίσκεται, παρά την εμπειρία του Αλβανικού Μετώπου, σχεδόν απροετοίμαστος στην καυτή ζέστη του καλοκαιριού και στα χιόνια του χειμώνα. Με τα πολιτικά του ρούχα –αφού δεν του έδιναν στολή- κουρέλια πάνω του, με τις απότομες σχεδόν κάθετες ανηφοριές των βουνών να σακατεύουν την ασθενική του κράση, με τις προσωπικές ατυχίες να παίρνουν το πάνω χέρι («εκείνο που για μένα όμως ήτανε φοβερό, ήταν αυτό το χάσιμο των γυαλιών μου. […] η καρδιά μου κόπηκε. Τι θα γίνω εδώ πάνω χωρίς μάτια;»). Με αργά και βασανιστικά βήματα ο συγγραφέας μάς οδηγεί στην κορύφωση, στην μακριά πορεία της αιχμαλωσίας με ελώδη πυρετό μέχρι να καταλήξει μισοπεθαμένος στο Νοσοκομείο στα Γιάννενα.
Όλα αυτά δίχως μεγαλοστομίες, δίχως επικές αφηγήσεις, δίχως εκζήτηση στο ύφος. Με μια συνταρακτική απλότητα, σα να πρόκειται για μια προφορική αφήγηση ενός φίλου ή γνωστού για όσα απίστευτα τον σημάδεψαν. Γράφει κάπου στο Ημερολόγιο του ο Γιάννης Μπεράτης «Αχ! Δεν ξέρεις πόσο κόπο κατέβαλα γι’ αυτό το πράμα –για να φαίνεται, ακριβώς, πως δεν κατέβαλα κανέναν κόπο.»
Το «Οδοιπορικό του 43» δημοσιεύθηκε στην πρώτη μορφή του το 1946. Και είχε ως συνέπεια την απόλυση του Γιάννη Μπεράτη από το Υπουργείο Τύπου όπου εργαζόταν. Το εμφυλιακό αστυνομικό κράτος δεν μπορούσε να ανεχθεί ένα ελεύθερο πνεύμα που έσπαγε τις διαχωριστικές γραμμές («εγώ προσωπικά δε φοβόμουνα τους αντιπάλους, που έτσι τα ‘φερε η μοίρα να τους λέω αντιπάλους χωρίς να νιώθω τίποτα τέτοιο μέσα μου»), ούτε βέβαια την καρικατούρα του αντικομμουνιστή ήρωα Ναπολέοντα Ζέρβα («κι ακριβώς μετά σαν δυο στρουμπουλά βαρελάκια της μπύρας το ένα πάνω στ’ άλλο: ο Στρατηγός καβάλα στ’ άλογο του, με τους δυο πισινούς του που ξεχείλιζαν απ’ τις δυο μεριές της σέλας»). Η απόλυση, το άγχος της βιοπάλης καθώς κι η κλονισμένη σωματική και ψυχική του υγεία δεν επέτρεψαν στον Μπεράτη να γράψει το μέρος εκείνο που θα συνέδεε το «Πλατύ Ποτάμι» το «Οδοιπορικό του 43» και όσα ακολούθησαν, σε μια πλατιά σύνθεση, ένα ελληνικό «Πόλεμος και Ειρήνη».
Το «Οδοιπορικό του 43» και μόνο ως άμεση μαρτυρία έχει τη δική του αξία. Είναι όμως κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Με ένα τρόπο συγκλονιστικά λιτό και έντιμο είναι μια καταγραφή μιας προσωπικής περιπέτειας ενταγμένης στα μεγάλα συλλογικά γεγονότα. Στις σελίδες του συνυπάρχουν στιγμές απανθρωπιάς και βαναυσότητας, με ψήγματα ανυπόκριτου ηρωισμού, αλληλεγγύης κι αυταπάρνησης. Αλλά πριν ακόμα κι από αυτά, η προσωπική αφήγηση μ’ αυτό το ύφος της λιτής μαστοριάς και τον καημό για δικαιοσύνη, ελευθερία κι αλήθεια, είναι μια αφήγηση ανθρωπιάς κι ελπίδας.
Γι’ αυτό ακριβώς το «Οδοιπορικό του 43» πέρα από σημαντικό ιστορικό ντοκουμέντο, είναι ένα σπουδαίο βιβλίο.