Στο Δημήτρη Μαγριπλή και «Τα καναπεδάκια της ανεργίας»
Με βήμα διαβαίνουν αργό, ίσως απροσδιόριστο οι Δευτέρες του βίου μας
Όχι κουρασμένο, σίγουρα όχι, ακούραστο, σταθερό, βέβηλο κι αποτρόπαιο
Με ειρωνεία και τον άγιο σαρκασμό που μας σώζει
Αλλά με επίγνωση της κόπωσης που πρόκειται να φέρουν, τα επιφαινόμενα της εποχής, τα συμπεράσματα της παρατήρησης, όσα τελικά μέσα στα σπλάχνα μας καταλαβαίνουμε και δεν μπορούμε να αποδώσουμε….
Οι στρατιές των συμπολιτών που συνωστίζονται μπροστά στις προσφορές της υπεραγοράς, εύχονται ο ένας στον άλλον, με μισή καρδιά, έχουν τελειώσει οι γιορτές
Οι απελπισμένοι που μετράν τα λιγοστά τους υπάρχοντα καθώς αναλογίζονται ότι ο μήνας είναι ακόμα στα μισά
Το σμήνος των «ακριβές αντίγραφον», «εθεωρήθη», «θέμα», «σχετικόν (α)», «με εκτίμηση», «παρακαλούμε για τις ενέργειές σας» σε παπύρους της υπερεσίας
Οι άρρωστοι που αλλάζουν φάρμακα αλλά η υγεία τους δεν καλυτερεύει, οι άρρωστοι που σαπίζουν ανήμποροι σε κλίνες νοσοκομείων
Οι γέροντες κι οι γερόντισσες που κανείς δεν τους χτυπάει την πόρτα, εδώ και χρόνους πολλούς
Τα τείχη της ανεργίας, της αφραγκίας, των «θα σας τηλεφωνήσουμε εμείς», των «εξαιρετικό βιογραφικό αλλά..»
Εκείνοι που αδυνατούν να «διαχειριστούν», τι αποτρόπαια λέξη, τη φτώχια, το φόβο, τη μοναξιά, το πένθος
Εκείνοι που δεν θέλουν και δεν μπορούν να βλέπουν τα πάντα θετικά, να είναι ευτυχείς και να ραντίζουν τις αυλές τους με θετική ενέργεια
Ακόμα εκείνοι που αντιστέκονται μέσα στον κλειστό μικρόκοσμο κι ανακαλύπτουν τον έξω κόσμο, με τρόμο
Και όσοι συνεπάρθηκαν από μια πολύβουη διαδήλωση κι είδαν αλλιώτικο τον εαυτό τους στον καθρέφτη μιας βιτρίνας… λίγο πριν γίνει θρύψαλα
Κι οι σχέσεις που τερματίστηκαν κι έρχονται δευτερόβραδο να μας χτυπήσουν τον ώμο
Οι προσκλήσεις των πολιτικών γραφείων, τα μπιλιετάκια, οι συγχαρητήριες επιστολές και τα «κατόπιν ενεργειών μου» σε μοντέρνα διαδικτυακή εκδοχή
Οι ανέμελες σέλφι πολιτικών ταγών, σαλτιμπάγκων της εξουσίας, με σύντομες τσαχπίνικες δηλώσεις, με εξυπνάδες, μια χλεύη υποδόρια στους λαούς που τους ψηφίζουν
«Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής / όταν ακούσεις ανθρώπους» έγραφε ο αγαπημένος αυτόχειρ ποιητής του περασμένου αιώνα
Κρύψου
Και κρύβομαι σε παλιά βιβλία, σε παλιές μουσικές, σε παλιά χαμόγελα στις φωτογραφίες
Κρύβομαι στο λίγο φως που ανάβει στη σύντομη δρομαία επίσκεψη στο πατρικό
Κρύβομαι στην καθαρή κουβέντα σε μια στιγμή με το σύντροφο στο τηλέφωνο
Κρύβομαι στη σιωπή, στην αμφιβολία και στην Αγία Αβεβαιότητα
Κρύβομαι στο χαμόγελο του πρόσφυγα, που κάτι ασήμαντο του πρόσφερες και σε ευγνωμονεί, κι εκείνος και τα παιδιά του δεν έχουν Τρίτες και Δευτέρες και δεν έχουν και Κυριακές
Κρύβομαι στους στίχους, στα κείμενα, στις υπαινικτικές κουβέντες, στις πανέμορφες τεθλασμένες γραμμές που σημαίνουν ζωή
Στο χέρι της που κοντά δεκαπέντε χρόνους κρατάει το δικό μου, εκεί κρύβομαι
Και λέω από μέσα μου
Είναι Δευτέρα, παλιοΔευτέρα ρε γαμώτο, πάμε να βρούμε ένα μπαρ να πιούμε…
Χίος, Ιανουάριος 2017