Ελαιόλαδο και «Ισχυρισμός Υγείας»

0

του Βαγγέλη Αξιώτη

Είναι γνωστό ότι ένας από τους πιο δυναμικούς κλάδους του πρωτογενή τομέα στα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου είναι η παραγωγή ελαιολάδου με 26.000 οικογενειακές εκμεταλλεύσεις στις οποίες καλλιεργούνται 10εκ. ελαιόδεντρα. Οι εκτάσεις που καλύπτονται από ελιές ανέρχονται σε 600.000 στρέμματα. Η σημασία του ελαιόλαδου στην πρωτογενή οικονομία της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου εμφανίζεται και στα στοιχεία ΕΛ.ΣΤΑΤ σύμφωνα με τα οποία το συνολικό ποσοστό συμμετοχής στην παραγωγή της περιφέρειας για το ελαιόλαδο ανέρχεται στα 81,1% για τα νησιά Λήμνο, Λέσβο και Άγιο Ευστράτιο (πρώην νομό Λέσβου), στο 17,2% για Σάμο, Ικαρία και Φούρνοι (πρώην νομό Σάμου) και 1,8% για τα νησιά Χίο, Ψαρά και Οινούσσες (πρώην νομός Χίου). Ανάλογες κλιμακώσεις στα ποσοστά παρουσιάζονται και για τις ελιές ελαιοποίησης.

Συχνά γίνεται λόγος για το «εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο», αναφερόμενοι σε ένα ελαιόλαδο που παρουσιάζει τιμές οξύτητας που κυμαίνονται κάτω από 0,8 σε % ελαϊκού οξέος. Υπάρχουν όμως και άλλοι «δείκτες» για τον καθορισμό της ποιότητας του ελαιολάδου, όπως είναι η απορρόφηση στο υπεριώδες, τα υπεροξείδια από τα οποία καθορίζεται η κατάσταση οξείδωσης του ελαιόλαδου (ένα ελαιόλαδο για να χαρακτηριστεί εξαιρετικά παρθένο, η μέγιστη τιμή υπεροξειδίων δεν πρέπει να υπερβεί τα 20 χιλιοστοϊσοδύναμα οξυγόνου ανά κιλό ελαιολάδου), καθώς επίσης και τα γευσιγνωστικά του χαρακτηριστικά. Οι παράγοντες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ποιότητα του ελαιολάδου είναι σε μεγαλύτερο ποσοστό το είδος του ελαιοτριβείου και ακολουθούν ο βαθμός ωρίμανσης, η ποικιλία, οι ασθένειες του ελαιόδεντρου και οι τοπικές κλιματολογικές συνθήκες. Παρολ’αυτά, πολλά ελαιόλαδα από τα νησιά της Περιφέρειας έχουν λάβει βραβεία ποιότητας και γευσιγνωσίας με αποτέλεσμα να τυποποιούνται και να διοχετεύονται στις αγορές του εξωτερικού, στοιχείο που αποδεικνύει την ποιοτική υπεροχή των ελαιολάδων των νησιών μας.

Τα τελευταία χρόνια και μετά από συγκεκριμένες επιστημονικές μελέτες που αφορούν τόσο την μεσογειακή διατροφή, όσο και την χημική σύσταση του ελαιολάδου, οι παραγωγοί άρχισαν να στρέφονται σε πιο συγκεκριμένες αναλύσεις με στόχο να αποδώσουν στο ήδη «εξαιρετικό» προϊόν τους και χαρακτήρα υψηλής προστιθέμενης αξίας (παραφαρμακευτικό προϊόν), με ακόμα μεγαλύτερη άνοδο της τιμής πώλησης τόσο στην εγχώρια όσο και στην διεθνή αγορά ελαιολάδου. Όπως ήταν λογικό, όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση και κέρδος εμφανίζονται πολλοί «μνηστήρες-ειδικοί», στην συγκεκριμένη περίπτωση «ειδικοί αναλυτές ελαιολάδων», με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια γενικότερη σύγχυση στον παραγωγό και το καταναλωτικό κοινό. Είναι απαράδεκτο να συμβαίνει κάτι τέτοιο στα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και επειδή πλέον η ίδια η Περιφέρεια κινείται κεντρικά στο μονοπάτι της ολοκληρωμένης και ορθής προώθησης των προϊόντων αγροδιατροφής, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τί ακριβώς συμβαίνει με το θέμα των πολυφαινολών του ελαιολάδου και τί πρέπει να προσέχει ο παραγωγός και ο καταναλωτής.

Η χημική σύσταση του ελαιολάδου έχει γίνει αντικείμενο μελέτης εδώ και πολλά χρόνια λόγω των ευεργετικών του ιδιοτήτων στην υγεία του ανθρώπου. Αρχικά το επιστημονικό ενδιαφέρον είχε επικεντρωθεί στην βιολογική δράση του λιπόφιλου κλάσματος του ελαιολάδου και πιο συγκεκριμένα στα μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα τα οποία αποτελούν το 87% της σύστασής του. Άλλα ευεργετικά, για τον ανθρώπινο οργανισμό, συστατικά του ελαιολάδου είναι λιποδιαλυτές βιταμίνες, τερπένια, σκουαλένιο και οι λεγόμενες πολυφαινόλες. Και αν θέλουμε να είμαστε πιο σωστοί με την χημική ονομασία του όρου πολυφαινόλες θα ήταν πιο σωστό να τις ονομάζουμε πολικές φαινόλες ή βιοφαινόλες (όπως είναι η υδροξυτυροσόλη, τυροσόλη, η ολεασίνη, ολεοκανθάλη, οι μονοαλδεϋδικές μορφές των παραγώγων αυτών κα) καθώς όλα τα παραπάνω φαινολικά συστατικά του ελαιολάδου δεν ανήκουν στην κατηγορία των πολυφαινολών. Στην διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει πληθώρα μελετών σχετικά με τη βιολογική δράση των παραπάνω φαινολικών συστατικών. Ενδεικτικά αναφέρω το δημοσίευμα στο επιστημονικό περιοδικό «Nature» το 2005 το οποίο αναφέρεται στην ολεοκανθάλη -ουσία του ελαιολάδου- η οποία ύστερα από μελέτες βρέθηκε ότι παρουσιάζει αντιφλεγμονώδη δράση παρόμοια με το φάρμακο Ιβουπροφαίνη, το οποίο χρησιμοποιείται ευρέος στην αγορά ως αναλγητικό και αντιπυρετικό. Επιπλέον το 2011 η EFSA (Ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ασφάλεια των Τροφίμων) γνωμοδότησε συγκεκριμένο ισχυρισμό υγείας για το ελαιόλαδο επισημαίνοντας ότι οι πολυφαινόλες του ελαιολάδου συμβάλουν στην προστασία των λιπιδίων του αίματος από την οξείδωση. Πιο συγκεκριμένα το δημοσίευμα αυτό αναφερόταν στην υδρόξυτυροσόλη και στα παράγωγα αυτής συστήνοντας ότι η ημερήσια κατανάλωση 20 g ελαιόλαδου που περιέχει 5 mg υδρόξυτυροσόλης ή/και παραγώγων της, μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση στον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι λοιπόν τα τελευταία χρόνια οι επιστήμονες έχουν αρχίσει έναν αγώνα δρόμου προκειμένου να αναπτύξουν μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό των βιοδραστικών συστατικών του ελαιολάδου.

Οι αναλυτικές τεχνικές που έχουν προταθεί στην βιβλιογραφία για τον προσδιορισμό των βιοδραστικών συστατικών του ελαιολάδου είναι η Φασματομετρία Μάζας, ο Πυρηνικός Μαγνητικός Συντονισμός, η Χρωματομετρική Μέθοδος Folin-Ciocalteau, η Υγρή Χρωματογραφία Υψηλής Απόδοσης ΗPLC καθώς και η Αέρια χρωματογραφία (GC). Ωστόσο, η ύπαρξη περισσοτέρων της μιας μεθόδου ανάλυσης άρχισε να δημιουργεί σύγχυση σε παραγωγούς και καταναλωτές σχετικά με το ποια μέθοδο θα πρέπει να ακολουθούν για τις αναλύσεις των προϊόντων τους και για τον λόγο αυτόν ο Ε.Φ.Ε.Τ (Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων) στις 21/10/2016 πήρε την πρωτοβουλία να ορίσει μια ομάδα αποτελούμενη από Ακαδημαϊκούς και Επιστήμονες που δραστηριοποιούνται ερευνητικά στον τομέα του ελαιολάδου προκειμένου να ελεγχθούν οι προτεινόμενοι μέθοδοι ανάλυσης, και να προταθεί η καταλληλότερη για τον προσδιορισμό των φαινολικών συστατικών του ελαιολάδου. Έτσι λοιπόν μετά από μία αναμονή 2 σχεδόν χρόνων, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Φ.Ε.Τ με την υπ. αριθ. 1654/6.02.2018 απόφασή του, υιοθέτησε τα συμπεράσματα της Ομάδας Εργασίας του Επιστημονικού Συμβουλίου Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Σ.Ε.Τ.) του Ε.Φ.Ε.Τ., σύμφωνα με τα οποία για τον επίσημο έλεγχο του ισχυρισμού υγείας στο ελαιόλαδο (πολυφαινόλες), αποφασίστηκε η χρήση της μεθόδου του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου – CO1/T.20 Doc. No 29 November 2009. Τι σημαίνει αυτό; Κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Ότι για να διερευνηθεί το εάν ένα δείγμα ελαιολάδου πληροί τα κριτήρια του ισχυρισμού υγείας της EFSA, η μόνη αποδεκτή μέθοδος αυτή την στιγμή από τον ΕΦΕΤ είναι η Υγρή Χρωματογραφία Υψηλή Απόδοσης (ΗPLC). Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο προσδιορισμός της ολεοκανθάλης με την αναλυτική τεχνική του NMR, που μέχρι πρότινος ήταν πολυδιαφημισμένη, απορρίφτηκε ομοφώνως από το ΔΣΕ στη συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στην Μαδρίτη στις 20-22 Απριλίου 2015. Παράλληλα, η χρήση, από ελαιοπαραγωγούς, μη πιστοποιημένων εμπορικών συσκευών για τον προσδιορισμό των φαινολικών συστατικών στα προϊόντα τους, εγκυμονεί κινδύνους για τα ελαιόλαδα του Βορείου Αιγαίου καθώς με τον τρόπο αυτό πλήττεται η αξιοπιστία των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους και δημιουργείται σύγχυση σε παραγωγούς και καταναλωτές. Έτσι λοιπόν, θεωρώ ότι αν υπάρχουν στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου ελαιοπαραγωγοί, που έχουν εμπιστευτεί, για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού υγείας στα προϊόντα τους, μη αναγνωρισμένες από τον ΕΦΕΤ μεθόδους ανάλυσης , θα πρέπει να πραγματοποιήσουν εκ νέου αναλύσεις διαφορετικά είναι πιθανόν να συμβάλουν στην ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΣΗ των καταναλωτών και ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ του ελαιόλαδου των νησιών μας τόσο στην εγχώρια όσο και στην διεθνή αγορά. Τι θα συμβεί άραγε όταν έστω μία από αυτές τις παρτίδες πέσει στα χέρια ξένων εργαστηρίων χημικής ανάλυσης και ελεγχθεί με τις εγκεκριμένες μεθόδους; Αυτό που συμβαίνει συχνά σε αυτή την χώρα. Θα πληγεί για ακόμα μία φορά η αξιοπιστία του ελαιολάδου τόσο των νησιών της Περιφέρειας, αλλά και γενικότερα της Ελλάδας. Για τον σκοπό αυτό ο ΕΑΣ Κεφαλληνίας – Ιθάκης συνειδητοποιώντας την σοβαρότητα της κατάστασης, εξέδωσε ανακοίνωση στα ΜΜΕ συνιστώντας στους παραγωγούς ελαιολάδου να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όσον αφορά τις χημικές αναλύσεις των προϊόντων τους και να επιλέγουν μόνο τις επίσημες και αναγνωρισμένες μεθοδολογίες ελέγχου ελαιολάδου.

Στο εργαστήριο Φαρμακογνωσίας και Χημείας Φυσικών Προϊόντων της Φαρμακευτικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α η Ερευνητική Ομάδα Ελαιολάδου με συντονιστή τον Καθηγητή κ. Λέανδρο Σκαλτσούνη, έχει ξεκινήσει τα τελευταία τρία χρόνια μια εκτεταμένη χαρτογράφηση του ελληνικού ελαιολάδου με κριτήριο το φαινολικό τους περιεχόμενο. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι η ανάδειξη των παραμέτρων εκείνων που επηρεάζουν την φαινολική σύσταση του ελαιολάδου, βελτιστοποιώντας ταυτόχρονα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην συγκεκριμένη μελέτη ο προσδιορισμός των φαινολικών συστατικών πραγματοποιείται με την αναλυτική τεχνική της Υγρής Χρωματογραφίας Υψηλής Απόδοσης (ΗPLC), που προτείνει και ο ΕΦΕΤ, ακολουθώντας μια ελαφρώς τροποποιημένη μέθοδο ανάλυσης η οποία επικυρώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα με διεργαστηριακές δοκιμές. Στο πλαίσιο της παραπάνω χαρτογράφησης πολλά δείγματα ελαιολάδου από την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου έχουν αναλυθεί ως προς το φαινολικό τους περιεχόμενο, αφιλοκερδώς, και έχει βρεθεί ότι πληρούν τα κριτήρια του ισχυρισμού υγείας. Χρειάζεται όμως συντονισμένη προσπάθεια από την μεριά της Περιφέρειας, των παραγωγών και των επιστημόνων με στόχο να ολοκληρωθεί γρήγορα, σωστά και αποτελεσματικά η χαρτογράφηση και η ανάλυση των ελαιολάδων στα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Η δημιουργία Κέντρου Αναλύσεων στελεχωμένο αποκλειστικά από επιστημονικές ομάδες με πολυετή εμπειρία στον τομέα αναλύσεων με έδρα την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, θα αποτελέσει καθοριστικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, μαζί φυσικά με όλες τις άλλες δράσεις που ανέφερα σε προηγούμενα άρθρα της στήλης (ανάκτηση φαινολών από την διαχείριση των ελαιουργικών υποπροϊόντων) καθώς επίσης και με ενέργειες που θα αναφερθούν στα επόμενα άρθρα, τα οποία θα αφορούν την ορθή εκμετάλλευση της φυτικής βιοποικιλότητας των νησιών της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου.

Τα νησιά μας έχουν την δυναμική να αποτελέσουν σημείο αναφοράς στον τομέα αγροδιατροφής, αρκεί αυτή την φορά να κάνουμε τα σωστά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση με γνώμονα τον αγρότη, τους νέους και την βιωσιμότητα της Περιφέρειάς μας, μακριά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και παροδικά συμφέροντα.

Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης. Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Email: axiotisevan@pharm.uoa.gr

Άφησε σχόλιο