«Η επιθεώρηση τελείωσε. Στις τέσσερις γωνιές της αυλής στεκόνταν μικρές ομάδες παιδιά, βγαλμένα από τη γραμμή της κάθε τάξης. Ο διευθυντής τα μάζεψε όλα μπροστά του και τους είπε, χωρίς να τα κοιτάζει στα μάτια: «Σεις να πάτε στα σπίτια σας! Το ένδυμά σας δεν είναι κατάλληλο για την περίσταση». Ο Άγγελος τάχασε. Τι; Δεν ήταν το ρούχο του καλό; Κι η μανούλα του που βασανίστηκε μισή μέρα; Και τ’ αδέρφια του που τον κορόιδευαν; Κι ο πατέρας του που του έδωσε τόσες συμβουλές; Μονοστιγμίς τα μάτια του γέμισαν δάκρια. Δεν ήξερε τι να συλλογιστεί, τι να κάμει. Τα γόνατά του λύγισαν. Κρατήθηκε στον τοίχο κι είδε τ’ άλλα παιδιά με τις ολοκαίνουργιες φορεσιές να βγαίνουν από τη μεγάλη αυλόπορτα με το κεφάλι ψηλά, με το βήμα κανονικό: ‘ Εν -δυο, έν-δυό, έν-δυό, ε-ο, ε-ο» ίσαμε που σβήστηκε η φωνή στο μάκρος του δρόμου.»
Ι.Μ.Παναγιωτόπουλος: Αστροφεγγιά, εκδ. Αστήρ, 1980, σελ.24