γράφει η Ματρώνα Αποστολίδη
Ο κάμπος του χωριού μου, παρότι είμαι γέννημα θρέμμα της παραλίας, κατέχει στην καρδιά μου μια ξεχωριστή θέση. Πόσες αναμνήσεις, πόσες ώρες ξενοιασιάς και πόσες περιπέτειες δε μας έχει χαρίσει, σαν είμαστε παιδιά!
Θυμάμαι που τον γυρίζαμε τρέχοντας, πηδώντας κάθε βάτα και χαντάκι, γνωρίζοντας κάθε σπιθαμή του, με κύρια έννοια στα πηγάδια και στα φίδια και εκμεταλλευόμενοι κάθε πλάτωμα για παιχνίδι. Θυμάμαι ακόμα τις φωνές των μανάδων μας, όταν σουρούπωνε και δεν είχαμε μαζευτεί στο σπίτι. Τις ακούγαμε αλλά φοράγαμε τα «κουφά αυτιά», γιατί το παιχνίδι χορταίνεται; Δε χορταίνεται. Κι έτσι κάθε βράδυ πέφταμε στο κρεβάτι και πεινασμένοι και δαρμένοι, αφού και η παντόφλα έπεφτε σύννεφο. Ονειρεμένα χρόνια σε έναν κάμπο που δεν είχε σπίτια, δεν είχε ιδιοκτήτες, δεν είχε όρια.
Τα πράγματα άλλαξαν, όπως αλλάζουν όλα με το πέρασμα του χρόνου. Εμφανίστηκαν οι ιδιοκτήτες, μπήκαν συρματοπλέγματα και δομήθηκαν αρκετά από τα οικόπεδα του ασφαλτοστρωμένου πλέον δρόμου που τον διασχίζει. Ένας από αυτούς τους ιδιοκτήτες κατοικιών έμελλε να είμαι κι εγώ. Και αν εξαιρέσεις τα ζωάκια που βόσκουν τριγύρω και ενίοτε λαλούν, βελάζουν, χλιμιντρίζουν ή ό,τι άλλο ρήμα αφορά στους ήχους που ξεστομίζουν, η ζωή στον κάμπο εξακολουθεί να είναι όμορφη. Είναι ήσυχα, στριγκλίζω ανά πάσα στιγμή, όταν δε με χωρά ο τόπος και δε με ακούει – όπως θέλω να πιστεύω – άνθρωπος, ελλείψει στενών γειτόνων.
Η γειτονιά μου γίνεται δημοφιλής κατά την περίοδο του λιομαζέματος. Παίρνει ζωή από γέλια και φωνές, από τσακωμούς αειθαλών ζευγών με κείνα τα «μην κόψεις τούτο το κλαδί, κόψε το άλλο», «δεν ήδεσες καλά τη σκάλα, μην ανήβεις ψηλά», «ρίξε κι απέδευτου» και άλλα τέτοια χαριτωμένα… για μένα που είμαι το τρίτο πρόσωπο στην ιστορία.
Ωστόσο, σε όλα τα ωραία υπάρχει πάντα ένα «αλλά». Εκεί λοιπόν που αρχίζω να ζαχαρώνω το μεσημέρι στο κρεβάτι μου με ένα κεφάλι καζάνι από τη δουλειά, πετάγομαι μισοούρανα και πάει και η καρδιά μου στην Κούλουρη με το ξαφνικό, έντονο και αφόρητο «ιιιιιιιιιιιιι» από το μεγαλύτερο εφιάλτη μου. Τα βενζινοπρίονα.
Και αναρωτιέμαι… Αφού η περιστασιακή «αγροτιά» – η επιτελούσα, κατά τα άλλα, έργον αρεστόν, ζηλευτόν και αξιομνημόνευτον – είναι από το πρωί στα χωράφια και μαζεύει ελιές και είναι σε κατοικημένη πλέον περιοχή, δεν μπορεί να πριονίσει νωρίτερα; Είναι ανάγκη να με φέρει στη δυσάρεστη θέση, να βγω στο μπαλκόνι και να
φωνάζω, ψάχνοντας μάλιστα από πριν το πώς θα της μιλήσω για να μην την προσβάλλω; Που, εδώ που τα λέμε, αυτό το τελευταίο δε θα έπρεπε να το σκέφτομαι, εφόσον εκείνη δε με σέβεται και κοιτά μόνο πώς θα κάνει τη δουλειά της.
Και έπεται και συνέχεια, γιατί τα βάσανα άμα σε βρουν σε χτυπούν αλύπητα. Η «αγροτιά» θέλει να κάψει τα κλαδιά της. Αυτά που έκοψε μετά κόπων και βασάνων, δικών μου και δικών της. Κι έρχεται μες την πόρτα μου, μπροστά ή δίπλα ακριβώς από το σπίτι μου, ανάβει μια κατσαλούμα μέχρι εκεί πάνω, χωρίς ούτε μια φωνή να βάλει, να κλείσω παράθυρα και να μαζέψω τα ρούχα που έχω απλωμένα και με κάνει να τρέχω πανικόβλητη, αφού εκεί που κάθομαι γεμίζει το σπίτι μου καπνό και ψάχνω να βρω τι έχω αφήσει αναμμένο και καίγομαι. Μια φωνή είναι, να πάρει το καλό! Ήθελα όμως να ’ξερα τι θα έκανε αν κάποιος της έβαζε φωτιά απροειδοποίητα μες τη δική της πόρτα. Το έχει σκεφτεί αυτό; Μπορεί να μπει στη θέση μου – αυτό καλείται ενσυναίσθηση – πριν σωριάσει τα κλαδιά και ανάψει το σπίρτο;
Και παρά τις αντιξοότητες στην εποχιακή μου διαβίωση με πιάνει η μεγαλοψυχία μου και λέω «δε βαριέσαι» και δεν τηλεφωνώ στα σώματα ασφαλείας, γιατί θα κακοχαρακτηριστώ και… άμα χωρίσω, πού θα ξαναβρώ άντρα, έτσι στιγματισμένη που θα ’μαι! Το μόνο που με πληγώνει είναι ότι μου βγάζει από τη μύτη όλες εκείνες τις ωραίες αναμνήσεις του κάμπου που έχω από τα παιδικά μου χρόνια.
Κι επειδή, ο κόσμος – όπως είπαμε – αλλάζει, μήπως πρέπει κι αυτή να αλλάξει τη νοοτροπία της; Εκείνη που διδαχτήκαμε όλοι από μικροί στη στενή κοινωνία που μεγαλώσαμε, ότι όλα είναι δικά μας, όλα τα ερμηνεύουμε με τα δικά μας μέτρα και σταθμά, ο κόσμος μας είναι το εμείς και οι πρώτου βαθμού συγγενείς μας και όλοι οι άλλοι παραέξω είναι στραβοί κι ανάποδοι.
Μόνο που εμείς αυτήν τη νοοτροπία δεν την ενστερνιστήκαμε ή την αποβάλαμε. Γιατί άραγε;