Uranya η πρώτη μας τελεόραση, στο σπίτι που ενοικιάζαμε στα Ταμπούρια, κοντά στην Κοπή, τότε που μας επήρανε οι γονιοί από το χωριό και μας επήανε στην πρωτεύουσα για πιο καλά…
Κι η κυρά Τασία η γειτόνισσα, που εν είχενε ούτε τελεόραση μα ούτε και παιδιά, ερχούντανε στη σάλα μας, εκεί που ’τανε κι η σόμπα του πετρελαίου για να δει τον Άγνωστο πόλεμο και το Πέιτον Πλέις… Και εν ήτανε που ερχότανε και μου ετράβαγενε τις τρίχες από τα χέρια, που τις είχα ξυρίσει όταν εβρέθηνε στα χέρια μου ένα ξυραφάκι και μετά εμεγαλώσανε πολύ, ήθελε να της διαβάζω και τα λόγια που επερνούσανε στην οθόνη… Και το θυμούμαι με θυμό γιατί εν ήθελα να μ’ ενοχλεί κανείς, ίσα που προλάβαινα να διεβάσω για μένα, Δευτέρα του Δημοτικού ήμουνε και εν ήθελα καθόλου να μιλώ ούτε στην κυρά Τασία που με πονούσενε κιόλας ούτε και σε κανέναν…
Τα χρόνια επεράσανε, η οθόνη της Uranya άρχισε να ανεβοκατεβαίνει και μόνο όποιος ήξερε τα χούγια της κι είχεν απαλό χέρι κατήφερνε να τη σιάξει, μέχρι που την πετάξαμε γιατί τα ’φαγε τα λεφτά της κι ήφερε ο πατέρας μια μικρή, πολύ μικρή… απόξω… σα ναυτικός που ήτανε… Κι ήτανε βολική κι εμαλλώναμενε ποιος θα την πρωτοπάρει, αλλά κανείς δεν την έπαιρνε, έμενε πάντα στην κουζίνα, μόνο η μάνα καμιά φορά την έπαιρνε στην κάμαρη της για να κοιμηθεί πιο γρήγορα και πάντα της την εκλείναμε στον εθνικό ύμνο… Τα Σαββατόβραδα, μετά το μπανιάρισμα, με καθαρά αυτιά και μπυτζάμες εβλέπαμε τις ελληνικές ταινίες που είχανε πάντα καλό τέλος…
Κι άξαφνα ήρτενε το χρώμα στο σπίτι μας… η Τρινιτρον η Σόνυ! Η ίδια που είχανε όλοι οι ναυτικοί εκείνα τα χρόνια… Και τραπεζάκι ξύλινο αγοράσαμενε και σεμεδάκια ασορτί εκέντησενε η μάνα… Μα η εποχή ήτανε λάθος… γιατί μόνο η τηλεόραση δεν μας ήνοιαζενε… Ευτό που εθέλαμε ήταν ο δρόμος, οι έρωτες κι οι φίλοι… Που να κάτσεις δίπλα στη μάνα και τη γιαγιά να δεις έργο; Λούης εγινούσουνε άμαν εμπορούσες…
Τα χρόνια εγίνανε καπνός, άλα κάπα οι ζωές μας και μια τελεόραση ανάμεσα μας που όλο εγινούντανε μοντέρνα… Κατά τη σάλα και τα έπιπλα κι ευτή…
Πα να δω το έργο μου, λε η άμια κι εξαφανίζεται από τη βεγγέρα… Σους, μη μιλήνετε, τώρα έχει ειδήσεις λε ο κύρης… Α μου γράψεις αύριο το σήριαλ στο βίδεο γιατί έχω να πα να γράψω τα φάρμακα που θάρτει η αγροτικιά και ε θα το προκάμω… Τον καιρό βάλε να δούμενε… Βρε κόρη μου τι λογιώς σιάχνουνε ευτά τα γλυκά; Είδες κάτι ξετσίπωτες στα μεσημεριανά; Αμα πας στο σούπερ να μου ψουνίσεις μια χλωρίνη τρίκλινη, ένα απορρυμαντικό για τα ρούχα, γιαούρτια φαγερ κι ευτό το σχοινόπρασο να δω ίντα είναι… Μωρσή, η δικιά σου τελεόραση έχει ευτό το δίζια; Εμένα, ο γιός μου μου βαλενε ευτό το πιάτο στην ταράτσα και πιάνω… Ε μπορώ πια να βλέπω ειδήσεις φουρκίζομαι… Είδες τον αφορισμένο ίντα ήκαμε στη γυναίκα του; Α τις κόψουνε πάλι τις συντάξεις… Ου να μου χαθήτενε που θα σας ξαναψηφίσομε…
Εμπουρούρισες, δε θες άλλο…
Κι ήρτε μια μέρα κι είπες να φροκαλίσεις το σπίτι κι άξαφνα ήνοιωσες πως πνίγεσαι από τα άχρηστα… Και θυμήθηκες τα λόγια της μανής, που σου ’λεγενε: πέτα του διαβόλου τα πράμματα, κράτα ευτά που σου κάμουνε καλό… Μήδε λολού να το πεις… όλα στο κουρσάκι…
Στην ανακύκλωση όλοι οι διαβόλοι…
Και σκέβεσαι και λες πως από τότε ως τώρα όλα έχουν αλλάξει… μόνο ο Άγνωστος Πόλεμος είναι ο ίδιος…