της Θάλειας Παντελίδη
Ημουν οκτώ χρονών κι ακόμα ευτυχισμένη. Δεν ήξερα πως ο “Ανοιξιάτικος Άνεμος” είχε ήδη αρχίσει να φυσάει. Από τον Ιούνιο του ’42 φορούσα το κίτρινο αστέρι. Ηταν μεγάλο για το στήθος ενός παιδιού.
Λίγες εβδομάδες μετά, ήρθαν στις 5 το πρωί, δύο ψηλοί άντρες με μαύρες καμπαρντίνες. Ψάχνουμε τον άντρα σας είπαν στη μητέρα. Ο πατέρας μου ήταν ωρολογοποιός. Είχε καταγωγή απο την Πολωνία και πολεμούσε ήδη σαν Γάλλος πολίτης από το ΄39. Το ’42 ήταν αιχμάλωτος πολέμου. Τους το είπε. Δεν πειράζει απάντησαν. Θα πάρουμε εσάς και την κόρη σας. Τη θυμάμαι γονατιστή να αγκαλιάζει τα πόδια τους κλαίγοντας. Πάρτε εμένα, όχι το παιδί. Οι γείτονες μας κοίταζαν κρυμμένοι πίσω από τα παράθυρά τους.
Μας φόρτωσαν σε λεωφορεία και μας πήγαν μαζί με χιλιάδες άλλους στο “ποδηλατοδρόμιο του χειμώνα”. Δεν σταματούσαν να φέρνουν ανθρώπους. Τα εκτυφλωτικά φώτα, ήταν αναμμένα μέρα νύχτα και τα ουρλιαχτά από τα μεγάφωνα ανακατεύονταν με τις κραυγές του πλήθους. Νεογέννητα, γυναίκες ετοιμόγεννες, γέροντες. Άνθρωποι που αυτοτραυματίζονταν με την ελπίδα να μεταφερθούν σε νοσοκομείο. Μάταια. Χώρισαν τους γονείς από τα παιδιά. Μείναμε τρεις μέρες σχεδόν χωρίς τροφή και νερό.
Ξαναβρήκα τη μητέρα μου σ’ ένα βαγόνι στο σταθμό του Άουστερλιτς στο Παρίσι. Έχουν περάσει 70 χρόνια από τότε και ακόμα δεν μπορώ να περάσω έξω από το κτίριο.
Μας έβαλαν σε βαγόνια που προορίζονταν για την μεταφορά ζώων. Σε ένα χώρο που χωρούσε μετά βίας 14 άλογα στοίβαξαν πάνω από 60 ανθρώπους. Μας μοίρασαν από μία κονσέρβα σαρδέλλες χωρίς ανοιχτήρι, και λίγο γάλα. Τρία εφιαλτικά μερόνυχτα. Το τρένο διέσχιζε σταθμούς μέσα στην νύχτα χωρίς να σταματάει.
Ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι τεντωνόταν στις μύτες των ποδιών και διάβαζε τα ονόματα των πόλεων μέσα από τις χαραμάδες του εξαερισμού. Στρασβούργο, Φούλντα, Ερφούρτη, Βαιμάρη. Τρέχαμε προς τα ανατολικά χωρίς να ξέρουμε πού μας πάνε και τι θα μας συμβεί. Την τρίτη μέρα το τρένο σταμάτησε. Ακούστηκε ένας θόρυβος από σιδερικά από τα βαγόνια που χτύπαγαν το ένα πάνω στο άλλο καθώς φρέναρε. Άνοιξαν τις πόρτες για την διαλογή και για την επιθεώρηση. Καταμέτρησαν τους νεκρούς σε κάθε βαγόνι.
Μας πήγαν στο μπλοκ 25. Μας είχαν ήδη πάρει κάθε προσωπικό αντικείμενο, ρολόι, δαχτυλίδια, αλυσίδες, ενθυμήματα. Μας έδωσαν τις ριγωτές στολές των κρατουμένων και μας ξύρισαν το κεφάλι. Το κρύο, η ταπείνωση, οι κακουχίες… Τίποτα δεν ήταν πιο δυνατό από τον τρόμο μη με χωρίσουν από την μητέρα μου. Κάποτε, πολύ αργότερα, με ρώτησαν αν τα παιδιά έπαιζαν στο στρατόπεδο…
Θυμάμαι τη δίψα πιο πολύ κι από την πείνα. Όποιος έχει διψάσει για καιρό δεν λυπάται πια αυτούς που υποφέρουν από την πείνα. Μπορείς να αντέξεις χωρίς τροφή για εβδομάδες για μήνες ίσως, όμως χωρίς νερό πεθαίνεις σε μερικές ημέρες. Η άθλια σούπα που τρώγαμε κάθε μέρα και όπου έπλεαν κομμάτια λάχανου ή χαλασμένες πατάτες ήταν πολύ αλμυρή. Θυμάμαι τη δίψα που με βασάνιζε διαρκώς και πιο πολύ ακόμα τα καλοκαίρια όταν στεκόμουν κάτω από τον ήλιο. Πόσιμο νερό δεν υπήρχε στο στρατόπεδο.
Το στοίβαγμα στο παράπηγμα που μέναμε ήταν τρομακτικό. Κοιμόμουν στο ίδιο κρεββάτι με την μητέρα. Οι κουκέτες με τους τέσσερις ορόφους άγγιζαν σχεδόν την οροφή. Ένα βράδυ μια γυναίκα ετοιμοθάνατη που η μητέρα μου είχε φροντίσει πολύ, της έδωσε σε ένδειξη ευγνωμοσύνης μια πλάκα σοκολάτας. Για μένα. Η μητέρα την κρατούσε πάνω της σαν τον πιο πολύτιμο θησαυρό για την μέρα που θα με έβλεπε να καταρρέω, να εκμηδενίζομαι. Την κρατούσε για μένα για να με σώσει από το θάνατο σε μια ώρα έσχατης ανάγκης.
Τον Σεπτέμβριο του ’44 έφεραν στον θάλαμό μας μια νέα γυναίκα. Ήταν έγκυος έξι μηνών, αλλά η κοιλιά της σχεδόν δεν φαινόταν, τόσο ήταν αδύνατη. Η Μάικα ήταν καθηγήτρια πιάνου από την Κρακοβία. Τα σταχτόξανθα μαλλιά της είχαν μήκος τεσσάρων, πέντε πόντων, δεν της τα είχαν ξυρίσει για ειδικό λόγο. Κάποια βράδια η δεσμοφύλακας του θαλάμου έμπαινε και την τράβαγε να ξυπνήσει, άναβε το κερί φωνάζοντάς την. Άλλαζε τότε την φρικτή ριγωτή στολή της κρατούμενης με ένα μπλε μάλλινο φόρεμα με μικρά λευκά ανθάκια, που έπλεε πάνω της, και πήγαινε να παίξει πιάνο για τους αξιωματικούς.
Είχε χειμωνιάσει. Το χιόνι όταν βγαίναμε αξημέρωτα ακόμα μας έφτανε ως την μέση της γάμπας. Ένα βράδυ η Μάικα λιποθύμησε. Μόλις την συνέφεραν την έπιασαν οι πόνοι της γέννας.
Η μητέρα με πλησίασε και πήρε τα χέρια μου στις παλάμες της. Γονάτισε μπροστά μου. Μου μίλησε προφέροντας τις λέξεις αργά και σοβαρά κοιτώντας με. Η Μάικα θα γεννήσει σε λίγο. Είναι πολύ αδύναμη και ίσως δεν τα καταφέρει. Συμφωνείς να της δώσω την σοκολάτα σου; Έγνεψα με το κεφάλι καταφατικά. Η μητέρα έφυγε για να την συνοδεύσει ως το ιατρείο.
Η Μάικα έζησε. Γύρισε στον θάλαμο την επόμενη μέρα μαζί με το μωρό. Ήταν ένα μωρό χλωμό και καχεκτικό που δεν έκλαψε ποτέ. Ποτέ. Τους επόμενους μήνες όταν οι γυναίκες πήγαιναν στην δουλειά έμενα μαζί του. Με κοίταζε με τα καστανά του μάτια και δεν αντιδρούσε στις εκφράσεις του προσώπου μου. Του έδινα το δάχτυλό μου και το έσφιγγε με δύναμη μέσα στην μικροσκοπική του χούφτα. Η αφωνία του με τρόμαζε. Μια μέρα που με πονούσε πολύ η κοιλιά μου το τσίμπησα στο πόδι. Σούφρωσε τα χείλη, όπως κάνουν τα βρέφη πριν από το κλάμα, όμως δεν βγήκε ο παραμικρός ήχος.
Στις 15 Απριλίου 1945, το στρατόπεδο ελευθερώθηκε από τα Βρετανικά στρατεύματα. Ήμουν δέκα χρονών και το μωρό έξι μηνών. Μας μοίρασαν τρόφιμα και ρούχα. Όταν ξετυλίξαμε το μικροσκοπικό μωρό από τα κουρέλια του για να το ντύσουμε, έκλαψε. Για πρώτη φορά. Έκλαψε δυνατά, σπαρακτικά, ασταμάτητα. Αυτή ήταν η στιγμή της γέννησής του.
Εβδομήντα χρόνια πέρασαν. Έζησα αλλά ποτέ δεν ξέχασα. Έμαθα να είμαι ευγνώμων απέναντι στην ζωή. Για τις κακές και γιά τις καλές στιγμές. Μίλησα πολλές φορές δημόσια σε ιδρύματα, σχολεία και πανεπιστήμια για την εμπειρία επιβίωσης. Πριν μερικούς μήνες ο μικρότερος γιος μου με ρώτησε “πώς θα ήταν μητέρα αν στην επιστροφή σου από το Άουσβιτς σας είχαν υποστηρίξει θεραπευτές, ψυχολόγοι, ψυχίατροι;”
Τα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο δεν υπήρξε ποτέ κάτι παρόμοιο. Σκέφτηκα να δώσω μια διάλεξη πάνω σε αυτό το θέμα.
Εκείνη την ημέρα στην ομιλία υπήρχε κοσμοσυρροή. Τον λόγο πήραν διαδοχικά επιζήσαντες, ιστορικοί, θεραπευτές. Κάποια στιγμή μια λεπτοκαμωμένη γυναίκα γύρω στα 70 με πλησίασε. Είπε δυνατά είμαι ψυχίατρος και ζω στην Μασσαλία. Πριν ανέβω στο βήμα έχω κάτι να δώσω σε σας προσωπικά. Έψαξε στην τσέπη της και μου έτεινε μια πλάκα σοκολάτας κοιτώντας με στα μάτια:
– Είμαι το μωρό.
(*) Μέρος της μυθοπλασίας βασίζεται σε σύντομη προφορική μαρτυρία επιζήσασας του στρατοπέδου. Οι ημερομηνίες και τα γεγονότα στο φόντο της αφήγησης είναι πραγματικά.
(*) «Ανοιξιάτικος Άνεμος» είναι το κωδικό όνομα που η κυβέρνηση της κατεχόμενης Γαλλίας έδωσε στην εκκαθάριση του Ιουλίου 1942. Ο Άντολφ Άιχμαν πρωτεργάτης της “τελικής λύσης” έδωσε το σύνθημα για ένα κύμα συλλήψεων σε όλη την Ευρώπη, επιβάλλοντας τους όρους του. “Γιά τη Γαλλία προβλέπονταν τρεις εβδομαδιαίες αποστολές με 1000 Εβραίους, με προορισμό τα στρατόπεδα για να απαλλαγεί το έθνος το συντομότερο από αυτούς”.
Στις 16 Ιουλίου στις 4 το πρωί αρχίζει η μαζικότερη εκκαθάριση Εβραίων που έγινε ποτέ στη χώρα. Εκείνη η ημέρα έμεινε στην ιστoρία ως «La rafle du vel’ d’ Hiv’». Απο τις 42.000 Εβραίων που συνελήφθησαν το 1942 και εκτοπίστηκαν στο Αουσβιτς, επέστρεψαν, μετά τη λήξη του πολέμου, 811.