γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Είχε παλαβή νοτιά. Και βροχή ραγδαία. Ο συνδυασμός που κάνει τη θάλασσα στο λιμάνι να βράζει, και τα κατηφορικά δρομάκια να γίνονται μικρά ποτάμια στην αρχή, τσαμπουκαλεμένοι χείμαρροι στη συνέχεια. Η κατάληξη ήταν μύλος σε τέτοιες περιπτώσεις και την πλήρωναν συνήθως τα μικρά μαγαζιά της παραλίας. Στο καφενείο του Μανόλη, η κίνηση ήταν πεσμένη από νωρίς. Που να ξεμυτίσουν οι θαμώνες, συνταξιούχοι ναυτικοί οι περισσότεροι, με εκείνον τον χαλασμό. Λίγοι κοντογείτονες το είχαν αποτολμήσει, είχαν πιει το ούζο τους, και είχαν φύγει, κουκουλωμένοι με επενδύτες και κασκέτα. Ομπρέλα δεν τολμούσες ν’ ανοίξεις, θα στην τσάκιζε η νοτιά στα σίγουρα, δεν υπήρχε περίπτωση.
Μόνο μια παρέα, είχε φανεί απαρασάλευτα συνεπής στην καφενειακή ολονυχτία. Εκείνη του Προκόπη του μαραγκού. Λοστρόμος ήταν ο Προκόπης στα καράβια, αλλά επειδή μετά τη σύνταξη, το είχε ρίξει στην ξυλουργική, του είχε κολλήσει το παρανόμι του «μαραγκού». Τέλος πάντων η παρέα του Προκόπη, έπινε κανένα ρακί, και μετά χωνόταν στο βάθος του καφενείου στο τραπέζι με τη φιξαρισμένη τσόχα και το έριχνε στην πόκα. Τα κουσέλια έλεγαν, ότι το τραπέζι ήταν θανατερό, πάει να πει έπεφταν τα πεντοχίλιαρα αβέρτα κουβέρτα, αλλά κανείς δεν ήξερε σίγουρα. Ήταν κι η ώρα περασμένη, έσβηνε κι ο καφετζής τα φώτα, κι ο χωροφύλακας του χωριού, καλά ταϊσμένος, έκανε τα στραβά μάτια. Του Μανόλη βέβαια δεν του κακόπεφτε. Ήταν βραδιές που το βιδάνιο του καφετζή ρεφάριζε τη χασούρα της μέρας.
Έτσι κι εκείνο το βράδι. Κατακλυσμός ξεκατακλυσμός, ο Προκόπης και η παρέα είχαν στρωθεί. Θα ήταν περασμένες έντεκα και τα κοντραρίσματα της πόκας είχαν ανάψει για τα καλά. Κόλπα και κόντρα κόλπα, μπλόφες και κόντρα μπλόφες. Κάποιοι πρέπει να ήταν και δουλεμένοι από τα μπάρκα και είχε πέσει άφθονο το ρευστό. Κάποιοι άλλοι είχαν μείνει ταπί από νωρίς, και την έκαναν έξω στη βροχή βλαστημώντας την τύχη τους. Ο Προκόπης είχε χασούρα μεγάλη. Κι όλο περίμενε να γυρίσει το ρημάδι το χαρτί μήπως και ρεφάρει. Ο καφετζής που κουτούλαγε δίπλα στο τεζιάκι έβλεπε με μάτι ανήσυχο τη βροχή. Μανιασμένες, χοντρές σαν τάλιρα, σταγόνες να βροντοχτυπάνε τα τζάμια. Κι από την άλλη τη θάλασσα, κάποιες στιγμές να φουσκώνει, να καβαλάει το μουράγιο και να σκάει στην τζαμένια πόρτα. Είχε το πλάι του, ο μαγαζάτορας, το γιο του κάπου 12 χρονών, και κάθε τόσο τον έβαζε με τη μάπα να μαζεύει τα νερά που έμπαιναν από την είσοδο.
Είχαν από ώρα περάσει τα μεσάνυχτα. Στη γωνιά του καφενείου με μια λάμπα μόνο αναμμένη η πόκα συνέχιζε αμείλικτη. Κι έξω συνέχιζε να λυσσομανάει. Ο Προκόπης, έχοντας καπνίσει ένα πακέτο κι ανοίγοντας το δεύτερο έπαιρνε χαρτί. Κι ήταν το καλό το χαρτί που περίμενε όλη νύχτα, να τους τα μαζέψει σε μια χαρτωσιά. Αλλά ήθελε υπομονή και μαστοριά. Μαστόρικα λοιπόν άρχισε να ανεβάζει το ποντάρισμα. Κι οι άλλοι τσιμπούσαν. Ένας μάλιστα έσπρωξε ρέστα. Ο «μαραγκός» κρυφογέλασε μέσα του, τώρα θα στα πάρω ρε, σκέφτηκε. Εκείνη την ώρα η καταιγίδα ξέσπασε για τα καλά. Και μ’ ένα γδούπο σχεδόν τρομαχτικό η τζαμόπορτα, άνοιξε διάπλατα υποκύπτοντας στην οργή της. Μπούκαραν στο μαγαζί, ανάκατα λασπόνερα της βροχής και θαλασσινό νερό. Αφρίζοντας και μανιασμένα. Λες και το καφενείο ήταν βαπόρι που έπαιρνε νερά. Ο μικρός με τη μάπα στο χέρι έμεινε ανήμπορος μπροστά στο νερό με το στόμα ανοιχτό. Ο καφετζής έπιασε να τραβάει τα μαλλιά του αντικρίζοντας τα τραπεζοκάρεκλα να παρασέρνονται. Οι συμπαίχτες της πόκας στο βάθος που ένιωσαν το νερό να τους μουσκεύει ως το γόνατο και ν’ ανεβαίνει πετάχτηκαν όρθιοι μαζεύοντας λεφτά, κλειδιά, τσιγάρα έτοιμοι να την κάνουν από την πίσω πόρτα. «Αμάν Παναγιά μου» φώναξαν κάνας δυο. Μόνο ο Προκόπης είχε σταθεί όρθιος, σα να ήταν στην κουβέρτα, με το καλό το χαρτί κρατημένο σφιχτά στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα. «Σταθείτε μωρέ να την τελειώσουμε τη χαρτωσιά! Σταθείτε ρε χέστες που την κάνετε! Δεν έχετε ξαναδεί θάλασσα μωρέ! Να χέσω τα μπάρκα σας! . . .»