της Στέλλας Τσιροπινά
Από τις υπάρχουσες λαογραφικές καταγραφές, αλλά και τις ενθυμήσεις των γεροντότερων προκύπτει ότι στη Χίο υπήρχαν ποικίλοι τύποι πρωτοχρονιάτικων εορταστικών περιηγήσεων στις μικρές ή μεγαλύτερες γειτονιές ή κοινότητες, οι οποίες, ως προς το χαρακτήρα τους ήταν στενά συνδεδεμένοι και με την ηλικία των καλαντιστών.
Για παράδειγμα, τα μικρότερα αγόρια έβγαιναν από το απόγευμα μέχρι το βράδυ της παραμονής με τη συνοδεία πήλινης «τραμπούκας», τυμπάνου (τουμπιού) ή καλαμένιας φλογέρας που ονόμαζαν «παγιαύλι» (<πλαγίαυλος) –σπανιότατα έβγαιναν κοριτσάκια σε ορισμένα χωριά, όπως τα Καρδάμυλα, για να τραγουδήσουν τα κάλαντα.
Οι νέοι, πάλι, που ήταν όμως σε ηλικία γάμου, οι ονομαζόμενοι «λεύτεροι» ή «λεύτερα», έψαλλαν κάλαντα με συνοδεία μουσικών οργάνων, από την εποχή ακόμη της οθωμανικής κατοχής του νησιού, επιστρατεύοντας και επαγγελματίες μουσικούς που πληρώνονταν από τις εισπράξεις της εορταστικής περιήγησης. Τα συνοδευτικά όργανά τους ήταν συνήθως η γκάιντα, το ούτι, το κλαρίνο, το βιολί, το σαντούρι. Έβγαιναν το βράδυ, κατά τα μεσάνυχτα της παραμονής, αλλά και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς. Τέλος, οι έγγαμοι ώριμοι, παράλληλα με τα «λεύτερα», έκαναν τις επισκέψεις τους από σπίτι σε σπίτι για να κεραστούν και να ευχηθούν.
Οι όμιλοι με τα «βαποράκια», πάντως, κατατάσσονταν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία αγερμών- έτσι ονομάζονται οι εορταστικές αυτές περιηγήσεις- όπου κυριαρχούσε η εφηβική και μετεφηβική ηλικία, χωρίς να αποκλείεται και η συμμετοχή μελών που ανήκαν στην κατηγορία των «λεύτερων», δηλαδή των άγαμων, αλλά ακόμη και των έγγαμων.
Πάντως, ο καταλύτης που διαφοροποίησε το περιεχόμενο των καλάντων και μετέτρεψε παράλληλα –πριν ακόμη και από τους βαλκανικούς πολέμους– το χιώτικο αγιοβασιλιάτικο καράβι σε ομοίωμα πολεμικού πλοίου ήταν ο πόθος της απελευθέρωσης του νησιού, η οποία, όταν τελικά πραγματοποιήθηκε, γιορτάσθηκε, όπως ήταν φυσικό, και με τον κατάπλου μεγάλου αριθμού πολεμικών πλοίων, έξω από το λιμάνι της, αλλά και σε όλη την ευρύτερη θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στο νησί και την απέναντι μικρασιατική ακτή. Αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων, όσο και μετέπειτα, τα πολεμικά αυτά πλοία ήταν συνηθισμένη εικόνα που λειτουργούσε ως ισχυρό ερέθισμα για την αναπαραγωγή και τη στερέωση του εθίμου.
Ενδεικτική αναφορά στο όνομα ενός τέτοιου ομοιώματος υπάρχει μάλιστα και στην τοπική εφημερίδα «Νέα Χίος» (αρ. φ. 322 / 5-1-1914), όπου εκτός τού ότι επισημαίνεται ο μεγάλος αριθμός των περιφερόμενων ευετηριακών πλοιαρίων, σημειώνεται επίσης ότι:
(. . .) ένα από τα βαπόρια τα οποία περιφέρουν τα παιδιά έφερε το όνομα «Αυλών». Ωραία έμπνευσις των μικρών ελληνοπαίδων μας. Ο Αυλών μας, βέβαια, ο ελληνικότατος δεν πρέπει να λησμονείται, καθώς και τόσα άλλα μέρη, τα οποία η άδικος διπλωματία μάς εστέρησεν.
Για να υπηρετηθεί, λοιπόν, αποτελεσματικότερα στο έθιμο όχι μόνο ο έμμετρος λόγος των καλάντων, αλλά και το ίδιο το συμβολικό αντικείμενο του πρωτοχρονιάτικου αγερμού, το βαποράκι άρχισε να ομοιώνεται ολοένα και περισσότερο με τα πρότυπά του, τα πολεμικά πλοία, που έδρασαν στο Αιγαίο την περίοδο πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, κατά τη διάρκειά τους, αλλά και αργότερα.
Όταν, λοιπόν, με το πέρασμα του χρόνου, το χάρτινο καράβι έγινε τσίγκινο και, αργότερα, τενεκεδένιο ή λαμαρινένιο, προστέθηκε και αυτοσχέδια εγκατάσταση καύσης ξύλων στο εσωτερικό του, το λεγόμενο «καζανάκι», που παρείχε τη δυνατότητα εξαγωγής καπνού από το φουγάρο του και την πρόκληση σφυρίγματος, με ειδικό χειρισμό. Η επινόηση αυτή, όμως, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την ηγετική θέση του «καπετάνιου» της ομάδας, που είχε τη γενική εποπτεία των σχετικών χειρισμών, συνδεδεμένων πάντα και με αυξημένη επικινδυνότητα, αφού μία ολιγωρία ή αβλεψία θα μπορούσε να μετατρέψει το «πολεμικό» βαποράκι σε παρανάλωμα πυρός.
Το καζανάκι, όμως, πρόσθεσε ακόμη ένα ρόλο, αυτόν του «θερμαστή», υπεύθυνου για την τροφοδότηση της εστίας στο εσωτερικό του πλοίου με καύσιμη ύλη (ξύλα ή κουκουνάρες), αλλά και αρμόδιου για το χειρισμό των βαλβίδων για τα σφυρίγματα της άφιξης ή της αναχώρησης του πλοίου:
Στη μέση του σκάφους καθίζαμε ένα «καζανάκι», που μας το έφτιαχνε ένας τενεκετζής. Από κάτω του, εχτίζαμε ένα φουρνέλο κι εκεί ανάβαμε φωτιά για να ζεσταίνεται το νερό στο καζανάκι. Στο καζανάκι εβάζαμε και δυο κορνούς, δυο βρυσάκια δηλαδή. Στο ένα είχαμε κολλήσει το χωνί που ρίχναμε το νερό και στο άλλο μια σφυρίχτρα (. . .). Όταν επύρωνε το νερό, ανοίγαμε το βρυσάκι κι εκείνος ο ατμός που υπήρχε μέσα στο καζανάκι επρεσάριζε τη σφυρίχτρα κι εσφύριζε το βαποράκι. Ήτανε μεγάλη δυσκολία το χτίσιμο για να μη πάρομε φωτιές, γιατί η φωτιά δούλευε από κάτω συνέχεια. . . Και δεν είχαμε μόνο της φωτιάς την αγωνία, φοβόμαστε μην εκραγεί το καζάνι, γιατί δεν είχαμε ασφάλειες για την πίεση του νερού. Είχαμε έναν που είχε αναλάβει θερμαστής. Πιο μετά, ήμουνε εγώ στο καζανάκι: η έννοια μου (σ. σ. φροντίδα) να μη βράσει το νερό, ν’ ανοίξω το χωνάκι. . . φςςςςς!. . . να πετάξει απάνω. Όταν λιγόστευε το νερό, εκεί που ψάλλαμε τον «Άγιο Βασίλη», να πω στη νοικοκυρά να μου δώσει ένα νεμπότη (σ.σ. κανάτα) νερό για το καζανάκι. Κι είχα και το τσουβάλι τα ξύλα στον ώμο. . .
(προφορική μαρτυρία του Αντώνη Πατεράκη -έτος γέννησης 1930- ο οποίος προπολεμικά κατοικούσε στην προσφυγική συνοικία της Παναγίας Λέτσαινας, η οποία στα βαποράκια συναγωνιζόταν κυρίως τη συνοικία της Αγίας Άννας Καπέλας)
Αλλά και η αναγκαιότητα της ύπαρξης πυροβόλων επάνω στα ομοιώματα των πολεμικών, προπάντων όμως της εκπυρσοκρότησής τους, εκτός από την επινόηση της σχετικής κατασκευής, δημιούργησε επίσης και το ρόλο του «πυροβολητή»: έφτιαχναν από παλιό μονόκαννο εμπροσθογεμές τουφέκι ή γκρα, στερεωμένο γερά στην πλώρη του σκάφους, το ομοίωμα του κανονιού και, στη συνέχεια, το γέμιζαν με μπαρούτι, στοκώνοντάς το με παλιόχαρτα, κουρέλια ή στουπέτσι:
Απ’ το πίσω μέρος που είχε μια τρυπούλα, του ’βαζαν φωτιά, συνήθως μ’ ένα τσιγάρο κι εκπυρσοκροτούσε εκκωφαντικά. Κάθε κανονιά σκόρπιζε μεγάλο ενθουσιασμό στους γύρω και περηφάνια στο πλήρωμα. Εμείς, πιτσιρικάδες τότε, σφραγίζαμε τ’ αυτιά μας με τα δάχτυλα και κλείναμε τα μάτια από φόβο. Κι ο θαυμασμός μας ήταν μεγάλος για τον ηρωικό πυροβολητή που είχε το θάρρος να πυροδοτεί το φοβερό κανόνι (Τρεχαντζάκης 2007:68-69)¹.
Συνήθως πυροβολητής αναλάμβανε αυτός που είχε τη μεγαλύτερη ηλικία, γιατί η ιδιότητά του προϋπέθετε ετοιμότητα, ψυχραιμία και ευστοχία. Τα σύνεργά του ήταν μπαρούτι, καψούλια, το εργαλείο για τη γόμωση του πυροβόλου με στουπί ή οτιδήποτε συναφές κι ένα σφυράκι που εκτελούσε χρέη πυροκροτητή, σε αντικατάσταση του αναμμένου τσιγάρου της προηγούμενης ενθύμησης. Το σφύριγμα, μάλιστα, και, ιδιαίτερα, η κανονιά είχαν συγκεκριμένη εθιμοτυπική σειρά, προεξαγγελτική της άφιξης του πλοίου, συνηθέστερα όμως αποχαιρετιστήρια.
Πολύ συχνά προκαλούνταν από κατάλληλη έμμετρη επίκληση προς το θερμαστή ή τον πυροβολητή:
Και τώρα βάλε, θερμαστή, ξύλα στο καζανάκι
χωρίς φωτιά, δεν το κουνά ρούπι το καραβάκι! Ή, το συνηθέστερο:
αν θέλεις, πυροβολητή/καπετάνιο μου, βάρα το κανονάκι
για να αποχαιρετήσουμε ετούτο το σπιτάκι.
Πάντως, οι κανονιές, εκτός από ακουστικό «σημείο» που υπέβαλλε με τον ισχυρό συμβολισμό του την επιθυμητή σκηνική ατμόσφαιρα, παραπέμπουν και στη σημασία που έχουν οι εκκωφαντικοί ήχοι στους αγερμούς της κατηγορίας αυτής, η οποία συνδέεται με την αποτροπή του κακού και την πρόκληση του μαγικού ξυπνήματος της βλάστησης.
Παράλληλα, η βαριά προπολεμική κατασκευή των μεγαλύτερων ομοιωμάτων (περίπου εβδομήντα κιλά βάρος και μήκος δύο μέτρα) επέβαλε τη μεταφορά τους πάνω σε ξύλινες δοκούς, τις «μανέλες», που σήκωναν τέσσερα παιδιά, τα οποία εναλλάσσονταν με άλλα του ομίλου, καθώς οι διαδρομές που διένυαν ήταν αρκετά μεγάλες. Ένα ακόμη παιδί, σε ρόλο γενικού βοηθού, είχε κρεμασμένα στον ώμο του τα «στρίποδα», όπου σιγουράριζαν το βαποράκι σε κάθε στάση του. «Τζόβενο» ή «βαστάζο» και «ναύτες» ονομάζουν τα παιδιά αυτά άνθρωποι που μετείχαν στην προπολεμική φάση του εθίμου, μαζί με το παιδί που κρατούσε το κουτί για τα φιλοδωρήματα, που έπρεπε να είναι «σβέλτος», «φιλομειδής» και έμπιστος.
Όπως, μάλιστα, προκύπτει και από τα έμμετρα δίστιχά τους, ιδιαίτερα όταν τα απεύθυναν σε σπίτια ναυτικών ή καπεταναίων, η ομάδα είχε συνείδηση του ρόλου της ως πληρώματος του πλοίου που, με καμάρι, περιέφεραν:
Ξύπνησε, καπετάνιε μου κι οι ναύτες σου βροντάνε
την άγκυρα σαλπάρανε και εσένα καρτεράνε.
Επιπλέον, επιβεβαιωτική της αίσθησης ότι η ομάδα αποτελούσε πλήρωμα πλοίου ήταν και η προσπάθειά της να υπογραμμίσει το γεγονός και με τον κώδικα της ένδυσης. Σε χρόνια ανέχειας και στέρησης, μάλιστα, έπρεπε τα παιδιά ή συνήθως οι ωριμότεροι των ομίλων να τρέχουν δεξιά κι αριστερά για να εξασφαλίσουν:
«(. . .) βαριά παλτά, χλαίνες στρατιωτικές, ναυτικά αμπέχονα (. . .) καμιά φορά και μπότες (. . .). Αλλά το σπουδαιότερο ήταν το ναυτικό καπέλο. Έτρεχαν λοιπόν να βρουν εκείνους που κάποτε είχαν υπηρετήσει στο ναυτικό και τους ζητούσαν να τους δανείσουν το καπελάκι τους (. . .). Και τότε φρόντιζαν να γράψουν με χρυσά κεφαλαία γράμματα: ‘ΘΥΕΛΛΑ’» (Τρεχαντζάκης 2007: 98).
Συνήθιζαν, μάλιστα, να φρεσκάρουν το άσπρο χρώμα των πολυφορεμένων και πολυκαιρισμένων πηληκίων ακόμη και με λαδομπογιά ή με την άσπρη σκόνη («τσίγκο») που, δουλεμένη με νερό, χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη και για άλλα παρεμφερή φρεσκαρίσματα.
Ωστόσο, εκτός από τους θεατρικούς ρόλους της, η ομάδα δεν ξεχνούσε τον πρωταρχικό της σκοπό που ήταν ίσως και ο σημαντικότερος: την παραμονή και την ημέρα της Πρωτοχρονιάς, κάθε τσούρμο, κάθε «κουστωδία», κατά την έκφραση των εφημερίδων της εποχής, κάθε όμιλος, που επιθυμούσε να είναι το ξεχωριστό πλήρωμα ενός ξεχωριστού πλοίου, ήταν πάνω απ’ όλα μία ομάδα προάγγελων καλοτυχίας και ευετηρίας. Έχοντας κατασκευάσει ένα πλοίο με ένδοξο όνομα, το «Θύελλα», το «Αβέρωφ», το «Ιέραξ», το «Πάνθηρ», το «Κανάρης», κ.ά., «…όνομα που ν’ αξίζει δηλαδή, να λέει πως ήδρασε στον καιρό του πολέμου», κατά την ενδιαφέρουσα πληροφορία της Μικρασιάτισσας Μαχαιρά Καλλιόπης (1912-2009), θεωρούσαν ότι κρατούν στα χέρια τους την ίδια την καλοτυχία, με την οποία ήταν συνδεδεμένα τα πρότυπα, σε εθνικό, μάλιστα, επίπεδο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ανδρέα Λούρα (έτος γέννησης 1924):
«Άγιος Βασίλης έρχεται. . . »: και ενομίζαμε τώρα εμείς πως ο Άγιος Βασίλης επήρε το παπόρι μας και ήρθε στην Ελλάδα για να μας φέρει ό,τι εθέλαμε. Παιδάκια ήμεστε, δεν είχαμε πολλές ιδέες τότες, ούτε ήμεστε εγράμματοι να ξέρομε πολλά-πολλά. Και τα παποράκια βγαίνανε χρόνια. Μετά που μεγαλώσαμε, εβγήκαμε και μεις.
Γι’ αυτό και ο έμμετρος ευχετικός-επαινετικός λόγος της ομάδας έπρεπε να είναι αντάξιος του καλοχρονιάτικου καραβιού. Έτσι, φρόντιζαν ιδιαίτερα και για το ζήτημα αυτό, γιατί συνδεόταν άμεσα με την καλή γενική εντύπωση που θα προκαλούσε η ομάδα, με την ευχαρίστηση που θα έδινε στα μέλη κάθε οικογένειας, καθώς βέβαια και με το «ρεγάλο», το εθιμικό δηλαδή χρηματικό ή υλικό φιλοδώρημα, που θα αποσπούσε.
Για τούτο και ο «παινετής» ή «παινεματής» του ομίλου, έχοντας την ιδιότητα του «ποιητή», έπρεπε να είναι ένα άτομο χαρισματικό, όχι μόνο για να εμπνέεται τους ταιριαστούς, κάθε φορά, στίχους, αλλά και για να τους τραγουδά μελωδικά ως προεξάρχων, δίνοντας το έναυσμα, στη συνέχεια, για την επανάληψή τους από τους υπόλοιπους εφήβους της ομάδας.
Από τα χρόνια της προπολεμικής ακμής του εθίμου έχουμε τη μαρτυρία ότι ένα τέτοιο χαρισματικό άτομο μπορούσε να κλείσει προκαταβολική συμφωνία με την ομάδα για την αμοιβή του, εφόσον αναγνωριζόταν από όλους η αξία του: ο Γιάγκος Τρεχαντζάκης μνημονεύει ένα φημισμένο αμειβόμενο παινεματή της εποχής του, τον επιλεγόμενο «Καραμπάτση», τη φήμη του οποίου επιβεβαίωσε και ένας ακόμη καλαντιστής της εποχής εκείνης, ο Ανδρέας Λούρας. Ενδεικτικό της αναγνώρισης τέτοιων παινεματήδων ήταν και το γεγονός ότι τα άτομα αυτά τα αποκαλούσαν «ποιητές». Στίχοι, όπως:
Φέγγε μου, φεγγαράκι μου κι εσύ αποσπερίτη,
να πάμε να παινέσουμε του γείτονα το σπίτι, ή:
να ’μουνε πετροκότσυφας, να ’χα κερένια μύτη
να σου ’φερνα τον άντρα σου απόψε μες το σπίτι ή:
το δρόμο της Αμερικής θα τόνε λιλαδώσω (σ.σ. θα τον στρώσω με βότσαλα)
να βάλω σιδερόδρομο, τους γιους σου ν’ ανταμώσω. . .
μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα, σύμφωνα με τους κανόνες της λαϊκής σύνθεσης και πρόσληψης, και από προσωπικά δημιουργήματα γίνονταν σιγά σιγά κτήμα ευρύτερων λαϊκών ομάδων, αφού η εκτέλεση των πιο επιτυχημένων γρήγορα υιοθετούνταν από τους παινεματήδες και άλλων ομίλων.
Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα του εθίμου υπογραμμιζόταν ακόμη και από τη συνοδεία συγκεκριμένων συνοδευτικών οργάνων, όπως η γκάιντα, το παγιαύλι (είδος αυλού), το τουμπί, η τραμπούκα, που, με τους οξείς, μαλακούς ή βροντερούς ήχους τους τόνιζαν ακόμη περισσότερο τον πανηγυρικό χαρακτήρα του.
Και αν δεν ήταν δυνατό να διαθέτουν όλοι οι όμιλοι γκάιντα ή κάποιο άλλο όργανο, το τουμπί και η τραμπούκα, ήταν τα απαραίτητα συνοδευτικά όργανα των καλαντιστών με βαποράκι, δείγματα και αυτά μιας λαϊκής κουλτούρας και εμβλήματα της κοινωνικής ταυτότητας των ομάδων:
«Τρομερός κατακλυσμός ήτο η σμαρίδα με τουμπιά, τραμπούκες, παγιαύλια και κάιτες (. . .). Αλήθεια, η κάιτα, το αρχέγονον αυτό οργανο δίνει μια τέτοια φαιδρότητα που ξυπνά την καταχνιά του μυαλού, όταν το τρώει η πτώχεια Εφέτος και βαποράκια είχε κάμποσα.» («Με λίγα λόγια», Παγχιακή, αρ.φ. 2846/3-1-1936).
Αν, δηλαδή, ο παινεματής ήταν η ποιητική φωνή του ομίλου, η τραμπούκα ή το τουμπί ήταν ο ήχος της, αφού, κατά την προπολεμική εποχή, το γνώριμο σε άλλες περιοχές σιδερένιο τρίγωνο ήταν εντελώς άγνωστο στο χιακό χώρο.
Αντίθετα, οι τραμπούκες, που κατασκεύαζαν σε αχλαδοειδές σχήμα οι αγγειοπλάστες των Αρμολίων, ήταν προσιτές στις ομάδες των παιδιών, λόγω του χαμηλού κόστους τους.
Από τότε έως σήμερα, οι καλαντιστές τις κρεμούν στον ώμο τους με ένα χοντρό σπάγκο, του οποίου η μία άκρη δένεται στο στενό «λαιμό» της τραμπούκας που απολήγει σε ένα ανοικτό στόμιο, ενώ η άλλη δένεται στο κάτω πλατύτερο στόμιό της, όπου είναι προσαρτημένη και η τεντωμένη μεμβράνη, με τη βοήθεια της οποίας δημιουργείται το ηχείο. Η μεμβράνη αυτή –παλαιότερα, πάντοτε ζωικής προέλευσης– δίνει με ρυθμικό χτύπημα της παλάμης τούς κατάλληλους συνοδευτικούς ήχους των καλάντων. Συχνά έβαζαν μέσα στο τουμπί και την τραμπούκα νομίσματα ασήμαντης αξίας, όπως δεκάρες, για να είναι πιο μεταλλικός ο παραγόμενος ήχος. Κατά τη μαρτυρία του Βολισσιανού Θωμά Τσολάκη (έτος γέννησης 1929), καλαντιστή της εποχής εκείνης:
Όταν εσπούσε η φούσκα της τραμπούκας ή του τουμπιού, ελέγαμε του χασάπη: θα μας κρατήσεις τη φούσκα του αρσενικού γουρουνιού. Τη φουσκώναμε για να τεντωθεί και την αφήναμε να ξεραθεί κρεμασμένη. Την πασπαλίζαμε απ’ έξω με στάχτη για να στεγνώσει πιο γρήγορα. Την αφήναμε περίπου ένα μήνα, γιατί χλωρή δεν θα ’βγαζε ήχο. Τη δέναμε έπειτα στο τουμπί με σπάγκο. Κρατούσε και δυο χρόνια. . . αλλά είχαμε και ρεζέρβα, γιατί από τα χτυπήματα εσπούσε, μαζί με το τουμπί πολλές φορές- γιατί όταν εγυρίζαμε, μας εδίνανε και κά’να πιοτό μαζί και. . .
Κάποτε, η κατασκευή τουμπιού ήταν παντελώς αυτοσχέδια, κατά τη μαρτυρία του Ανδρέα Λούρα:
Εθέλαμε τουμπί. Πού να ’βρομε; Μια μέρα, 11 Νοεμβρίου ήτανε, το θυμούμαι, του ’38 ή ’39, και πηγαίναμε με το φίλο μου στην αγορά. Δεκατεσσάρω χρονώ παιδιά ήμεστε. Έδεκει στα σφαγεία, βλέπω ένα σκύλο, σκοτωμένο (. . .). Ο φίλος μου, ο Φίλιππας ο Σπύρου –Θεός συγχωρέσοι του– φέρνει ένα μαχαίρι, τον ετραβούμε, τον πάμε στη θάλασσα, κόβομε πόδια και τα ρέστα, τον εξύσαμε, βγάλαμε δηλαδή το δέρμα και το πήγαμε στον πατέρα μου που δούλευε στα βυρσοδεψεία. Το ’βαλε στον ασβέστη να φύγει η τρίχα, μετά στο καβαλέτο, το ’ξυσε με μαχαίρι να φύουνε τα λέσια (σ.σ. τα υπολείμματα σάρκας), σε μια βδομάδα ήταν έτοιμο. Παίρνομε τον τενεκέ, τον κάνομε σαν τσέρκι και τεζάρομε καλά και πάνω κι από κάτω το δέρμα του σκύλου. Το τσιτώσαμε καλά-καλά και το δέσαμε γύρω από τον τενεκέ με κλαδιά συκαμινιάς (μουριάς), γιατί λυγούνε (λυγίζουν) εύκολα. Α, εβάλαμε και δυο κουδούνια μέσα –χτυπούσες; χτυπούσανε και τα κουδουνάκια– μου ’καμε κι ο αξάδερφός μου δυο τυμπανόξυλα κι έγινε ένα τουμπί ωραίο. Το δέρμα του σκύλου είναι ψιλό και αντοχής και κάνει γι’ αυτή τη δουλειά, γιατί βγάζει ωραίο ήχο –η κατσίκα κάνει για κάιντα. . . Ναι, τον εγδάραμε μάνι μάνι με το μαχαίρι της μάνας του φίλου μου που ’κοβε το τυρί στο μπακάλικο!
Η αφήγηση αυτή ενδεχομένως ξενίζει ή ακόμη και σοκάρει. Παρ’ όλ’ αυτά, περιγράφει ένα συνηθισμένο τρόπο εξεύρεσης του κατάλληλου δέρματος για τη δημιουργία της μεμβράνης του τουμπιού ή της τραμπούκας. Η συνήθεια αυτή επιβεβαιώνεται και από άλλες πηγές, όπου μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα εξής:
«Τα όργανα εγχώρια. Πολλές φορές καμωμένα από τα ίδια τα παιδιά. Τραμπούκες διαφόρων μεγεθών αποτελούν τη βάση της ορχήστρας. Αν έχουν καμιά φορά και κουδουνάκια θα πει πως ο κάτοχός τους ετιμήθη δεόντως και με το παραπάνω από τους δικούς του. Τις τραμπούκες συνοδεύει καμιά φορά κανένα τουμπάκι ή παγιαυλάκι. Για να διατεθεί πιο μεγάλο τουμπί, έπρεπε η συντροφιά να ’ναι πιο μεγάλη και να υπάρχει τουλάχιστον ο σκελετός του. Για τις τραμπούκες φθάνει μια φούσκα του βουδιού, μα για ένα μεγάλο τουμπί, όπως μας έλεγαν, χρειαζόταν το πετσί ενός σκύλου» («Γιορτές», Τα Νέα του Βροντάδου, αρ. φ. 21/1-1-1953, με την υπογραφή Δ.).
Επίσης:
«(. . .) Ο σκύλος φουρκίστηκε (απαγχονίστηκε) και γδάρτηκε κάπου στον Κολυδρό ποταμό (Λιβάδια). Το τομάρι του, που αντικατέστησε τη σπασμένη μεμβράνη του τυμπάνου, τυλίχτηκε σ’ ένα τσουβάλι και το πτώμα του θάφτηκε, χωρίς κανείς, πλην της παρέας, να πάρει χαμπάρι.» (Γ.Μ., «Πρωτοχρονιά», Τα Νέα του Βροντάδου, αρ. φ. 149/15-12-1957 και, ακόμη: Γ. Μ., «Γκαζοντενεκές-τραμπούκα», Τα Νέα του Βροντάδου, αρ.φ., 277/9-12-1962 και: Α.Σ. (Αδαμάντιος Σαλιάρης), «Αγιοβασιλιάτικα», Τα Νέα του Βροντάδου, αρ. φ. 564/2-1-1976).
Έτσι, με τις συγκεκριμένες αρμοδιότητές τους, τα μέλη των ομίλων, σ’ αυτήν την ξεχωριστή βραδιά του χρόνου, βίωναν ενσυνείδητα ρόλους, που, εκτός των άλλων, σχετίζονταν και με την επιθυμία τους ν’ αποτελέσουν κάποτε το πραγματικό πλήρωμα ενός τέτοιου πολεμικού.
Ενδεχομένως, μερικοί, οι ωριμότεροι τής κάθε παρέας, «ξαναζούσαν» την εμπειρία αυτή, αφού ήταν πιθανό να έχουν πράγματι υπηρετήσει τη στρατιωτική τους θητεία σε κάποιο από τα πολεμικά πλοία της εποχής. Είναι, μάλιστα, βεβαιωμένο ότι ο κατασκευαστής του πλοιαρίου «Θύελλα», της συνοικίας Αγίας Άννας Καπέλας, είχε υπηρετήσει στο ομώνυμο τορπιλοβόλο του ελληνικού στόλου (Τρεχαντζάκης, Γ., 2007: 61, 67, 80, 81)
Εξάλλου και τα ονόματα των πλοίων αυτής της εποχής, από τους Βαλκανικούς πολέμους μέχρι και το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ήταν τα υπαρκτά ονόματα πραγματικών πολεμικών: «Θύελλα», «Μωραΐτης», «Αβέρωφ», «Έλλη», «Κιλκίς», «Κανάρης», «Βέλος», «Νίκη», «Αετός», «Ιέραξ», «Κουντουριώτης».
Όλα αυτά τα ομοιώματα πλοίων με τα «πληρώματά» τους, σε κάθε εμφάνισή τους μπροστά από μία ανοιχτή πόρτα, με θεατές γεμάτους προσδοκίες, σε όλες τις αστικές συνοικίες προέλευσης και περιήγησής τους, τη Λέτσαινα, την Αγία Άννα Καπέλα, τον Άγιο Ιάκωβο, τον Εγκρεμό, τον Κοφινά, την Τουρλωτή, το Φραγκομαχαλά, το Φρούριο, αλλά και τα προάστια της πόλης ή το Βροντάδο, δημιουργούσαν την πραγματικότητα μιας σύντομης θεατρικής παράστασης.
Σε κάθε τέτοια παρουσία τους, το ομοίωμα του πλοίου γινόταν το κεντρικό σκηνικό αντικείμενο ενός ολοένα μεταβαλλόμενου θεατρικού χώρου, που, άλλοτε ήταν το ρείθρο του δρόμου, άλλοτε ο αυλόγυρος κι άλλοτε το κατώφλι της θύρας.
Γύρω του το τσούρμο, αποκτώντας υπόσταση από το βαποράκι του, «έπαιζε το κομμάτι» του, κατ’ εντολή του καπετάνιου: ποιητής-παινεματής, ναύτες-καλαντιστές, θερμαστής και πυροβολητής, τζόβενο ή βαστάζος, με λόγια και πράξεις, υποδύονταν τους ρόλους τους. Ο έμμετρος αυτοσχεδιαστικός λόγος, διηγηματικός, επινίκιος και υποσχετικός, ευχετικός και επαινετικός, άμεσα προτρεπτικός σε κομβικά σημεία της επιτέλεσης, τόσο προς τους ακροατές-θεατές, όσο και προς τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, ενίοτε σατιρικός και δηκτικός, συνοδευόταν από ήχους, ρυθμικούς και μελωδικούς, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης των καλάντων και εκκωφαντικούς, κατά την αναπαράσταση κανονιοβολισμών και σφυριγμάτων.
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι τα «αγιοβασιλιάτικα βαποράκια» της προπολεμικής περιόδου, πληρούσαν όλους τους όρους ενός λαϊκού δρώμενου, στο οποίο συνυπήρχε η μεταφυσική (επιφάνεια Αγίου) με μία σκοπιμότητα κοσμικού τύπου (καλοχρονιά-ευετηρία), καθώς και η προκαθορισμένη και επαναλαμβανόμενη εθιμοτυπία λόγων και πράξεων (περιφορά και στάση συμβολικού αντικειμένου, κάλαντα-ευχές-φιλοδώρημα-χαιρετισμός). Όλα τα παραπάνω ήσαν, μάλιστα, άρρηκτα συνδεδεμένα με συγκεκριμένη κοινωνική λειτουργικότητα, που απέρρεε τόσο από το συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και το περιβάλλον των ανθρώπων (λαϊκές τάξεις ενός νησιού στο Αιγαίο σε ιστορικά ορισμένη στιγμή), αλλά και από τις επικρατούσες ιδέες της εποχής αυτής (επιθυμία αρχικά εθνικής αποκατάστασης, και, αργότερα, επιθυμία παλιννόστησης των Μικρασιατών προσφύγων).
Γι’ αυτό και η παροδική αναίρεση της καθημερινότητας, δεν ήταν απλά εθιμοτυπική για τη μικρή κοινότητα της συνοικίας, αλλά δεσμευτική σχεδόν, όπως προκύπτει και από τα σκωπτικά δίστιχα των καλαντιστών στις «κλειστές» πόρτες:
Καλή χρονιά σας φέραμε και να μας συμπαθήστε
το χρόνο είναι μια φορά μη μας απογυρίστε! Ή:
τόσο βαρύ είν’ το πάπλωμα και δεν παίρνεις χαμπάρι
κι απ’ όξω από την πόρτα σου καράβι βολτετζάρει! Κι ακόμη:
εσένα αφέντη πρέπει σου του τράγου το κουδούνι
να το φορείς την Κυριακή να ’σαι σαν το γουρούνι! ‘Η:
εδώ κοιμάται ο ράπανος με τη ραπανοπούλα.
κι αφού δε μας ανοίγετε να φάτε μια σκατούλα Ή:
σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό, το μαυροκαπνισμένο
του χρόνου σαν ξανάρθομε να είναι βουλημένο! Και, τέλος:
τόσα τραγούδια είπαμε κι η πόρτα δεν έχ’ ανοίξει
αν τα ’λεγα στον ουρανό, χρυσάφι θα ’χε ρίξει.
Έτσι, οι περιφερόμενοι ολιγομελείς όμιλοι, σαν ένα είδος μουσικών θιάσων, μεταποιούσαν το «φαίνεσθαι» των καραβιών τους σε «είναι» μιας άλλης πραγματικότητας, όπως ακριβώς συμβαίνει και κατά τη θεατρική σύμβαση, οπότε μέσα από το «ψεύδος» προκύπτει η «αλήθεια» μιας αποδεκτής ή και επιθυμητής κατάστασης. Σύμφωνα με τον Τρεχαντζάκη (2007:92):
Όπου κι αν στεκόταν το βαποράκι, γινόταν πανζουρλισμός. Όλοι στις πόρτες τους και στα μπαλκόνια, παρακολουθώντας το θέαμα, που ήταν συγχρόνως ακροαματική πανδαισία. Ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι. Τα παινέματα εναλλάσσονταν από αστεία σε ύμνους μέχρι και λυπητερά. Το γέλιο διαδεχόταν το καμάρι και το καμάρι τα δάκρυα.
Οι διαδρομές του προπολεμικού αγερμού
Στην προπολεμική περίοδο της μεγάλης ακμής του εθίμου και πριν από τον καθιερωμένο αγερμό, το χειροποίητο αγιοβασιλιάτικο βαποράκι, «στολισμένο σαν νύφη», κατά την έκφραση του Γ. Τρεχαντζάκη, τοποθετούνταν σε περίβλεπτο σημείο της γειτονιάς, μέχρι περίπου τη δύση του ήλιου, πριν από την έναρξη του αγερμού.
Ο στολισμός του, που απασχολούσε την ομάδα δυο βδομάδες περίπου πριν από την Πρωτοχρονιά, ήταν η τελική φάση της όλης ετοιμασίας, που άρχιζε συνήθως από τις αρχές του Σεπτεμβρίου, με την εύρεση των ευτελών υλικών για την κατασκευή του –ξύλα για την καρένα και το πλωριό ποδόσταμο και γκαζοντενεκέδες ή λαμαρίνες για τις πλευρικές επιφάνειές του, όπως επίσης και την εύρεση χώρου –κάποια αποθήκη ή ευρύχωρο υπόγειο– όπου θα γινόταν η κατασκευή ή το συνηθέστερο η ανακαίνιση του σκαριού.
Στο χώρο αυτό, τα μέλη του ομίλου συγκεντρώνονταν τα βράδια και, θυσιάζοντας κάτι από το ισχνό εισόδημά τους ή συνεπικουρούμενοι και από χρηματικές εισφορές της γειτονιάς, προμηθεύονταν τα απαραίτητα για την κατασκευή ή ανακαίνιση του πλοιαρίου. Μεταξύ των υλικών ήσαν και αυτά που προορίζονταν για το στολισμό του: οι μπογιές για το γενικό χρωματισμό του και, προπάντων, η χρυσομπογιά, της οποίας η υπερβολικά αφειδώλευτη χρήση απέδιδε εκείνα τα τμήματα που ήταν ορειχάλκινα στα πλοία-πρότυπα.
Επίσης, χρησιμοποιούσαν χρωματιστές κόλλες, με τις οποίες επένδυαν τα φωτισμένα –με λιγότερη ή περισσότερη δεξιοτεχνία– φιλιστρίνια ή έφτιαχναν σημαιούλες και γιρλάντες για το γενικό στολισμό του πλοίου. Δεν παρέλειπαν ακόμη και μικρογραφίες ναυτών ή αξιωματικών του εμπορίου που κολλούσαν με βουλοκέρι σε διάφορα σημεία του πλοιαρίου. Συνήθιζαν, τέλος, να κρεμούν μικρά μανταρινάκια –άφθονα εκείνη την εποχή στα περιβόλια– που, άλλοτε, έβαφαν με χρυσή μπογιά και, άλλοτε, μετέτρεπαν σε φαναράκια, κατά τη μαρτυρία του Αντώνη Πατεράκη:
Τα κρεμούσαμε, όπως ήτανε, με το κλαδάκι τους, απάνω στ’ αρμπουράκια. Ηβρίσκαμε κάτι φουσκωμένα μανταρίνια, ενοίγαμε ένα κομματάκι, ένα «παραθυράκι» και τραβούσαμε από μέσα τις ψίχες. Κι απόμενε ένα ριζάκι, ένα κριατσουνάκι, έμενε εκείνο εκεί και το κάναμε φαναράκι. Το φλουδάκι του εκείνο το κίτρινο ήφεγγε από μέσα του. . . ήτανε ωραίο. Κι εβάζαμε και τέτοια φαναράκια στο παποράκι. Δεν ανάβανε βέβαια όλες τις ώρες που γυρίζαμε, αλλά όταν πρωτοξεκινούσαμε ήταν κάτι το ωραίο. Δεν είχαμε πολλά μέσα τότες.
Έτσι ή αλλιώς ο φωτισμός του πλοιαρίου, εκτός από τη γοητευτική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε, εξυπηρετούσε και συμβολικές σημασίες που συνδέονταν τόσο με την παραδοσιακή αντίληψη της επιβολής του φωτός στο σκοτάδι, λόγω και της συγκεκριμένης εποχής («Χριστός γεννάται, το φως γεννάται»), όσο και με αυτήν της επικράτησης της δικαιοσύνης επί του κακού ή του άδικου, αντίληψη που, καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, είχε και μία εθνική διάσταση.
Προς το τέλος της προπολεμικής περιόδου, πάντως, τα καντηλέρια, που έδιναν, πίσω από χρωματιστή λαδόκολλα, φως στα φιλιστρίνια, αντικαταστάθηκαν με ηλεκτρική εγκατάσταση που τροφοδοτούνταν από μπαταρία φακού και, έτσι, πάμφωτο το βαποράκι, με το όνομά του γραμμένο κεφαλαία, σε πλώρη και πρύμνη, ήταν έτοιμο να γίνει το μέσο μεταφοράς ενός Άγιου Βασίλη, που, από τους βαλκανικούς πολέμους μέχρι και την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, είχε τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά ενός αγίου-πολέμαρχου:
Άγιος Βασίλης έρχεται, τώρα ’ναι αντρειωμένος
κρατά τουφέκι και σπαθί και είναι αρματωμένος
και μια σημαία γαλανή με σφαίρες τρυπημένη
που τη φιλούν με δάκρυα όσ’ ήσαν σκλαβωμένοι (. . .).
Ήταν μάλιστα τόσο διαδεδομένο το στιχούργημα αυτό, ώστε μια παραλλαγή του τραγουδούσαν και σε ένα χωριό της Χίου, όπως ο Άγιος Γεώργιος Συκούσης, όπου δεν υπήρχε παράδοση αγερμού με περιφορά πλοιαρίου:
Μην ντο θαμάζεσαι Τουρκιά πως η Ελλάς είναι φτωχιά
έχει και παλικάρια που χτυπούν σαν τα λιοντάρια.
Έχει τα παποράκια της, έχει τα κανονάκια της
μιαν ντουφεκιά να σύρει, πά’ της Πόλης το γιοφύρι.
Έτσι, αμέσως μετά το τελετουργικό αποχαιρετισμό της γειτονιάς, ο οποίος περιλάμβανε σφύριγμα και κανονιοβολισμό, το πλήρωμα έπαιρνε τις θέσεις του γύρω από το καταστόλιστο βαποράκι, ενώ τα τουμπιά ή οι τραμπούκες έδιναν το σύνθημα στους καλαντιστές να τραγουδήσουν την κλασική «Αρχιμηνιά…». Συνέχιζαν, όμως, με κάποια από τις προαναφερθείσες παραλλαγές του «πολεμικού Άγιου Βασίλη» και κυρίως με κάλαντα που είχαν το χαρακτήρα και το περιεχόμενο ενός πρωτοχρονιάτικου θούριου, ιδίως όταν διένυαν τον εμπορικό δρόμο της Απλωταριάς, όπου συνωστιζόταν το πλήθος. Η αρχή κάθε τετράστιχου σχημάτιζε την αλφαβήτα:
Άλφα ανθίζουν τα βουνά, ο Έλλην πια δεν καρτερά…
Βήτα Βασίλειος φριχτός, έχει ασκέρι διαλεχτό…
Γάμα γυρίζουν οι καιροί…
Δέλτα δυνάμεις πολεμούν…
Βέβαια η ικανοποίηση των ακροατών-θεατών ήταν ένα από τα βασικά ζητούμενα όλων των καλαντιστών, γι’ αυτό προσπαθούσαν να την προκαλέσουν, εκτός των άλλων, και με την αρτιότητα της εκτέλεσης των καλάντων. Μάλιστα, κατά την περίοδο της τρίμηνης –περίπου– προετοιμασίας, δεν έλειπαν –ιδιαίτερα κατά την τελική ευθεία του δεκαπενθήμερου πριν από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς– οι συνεχείς δοκιμές για τη μελωδικότερη εκτέλεση των καλάντων.
Παράλληλα, όλα τα στοιχεία που συγκροτούσαν τον παραγλωσσικό κώδικα του εθίμου, οι φωνητικές ποιότητες δηλαδή, όπως η ένταση, η έκταση, ο ρυθμός, ο τονισμός, αλλά και οι παύσεις, τα επιφωνήματα κ.ά. είχαν και αυτά εξαιρετική σημασία για την επιτέλεση του εθίμου, γι’ αυτό και απασχολούσαν τους πρωταγωνιστές, με έναν τρόπο εμπειρικό, βέβαια, ακριβώς όπως και η εύστοχη επιλογή ή ο αποτελεσματικός αυτοσχεδιασμός των παινεμάτων.
Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς ήταν λίγο πολύ γνωστά τα σπίτια που θα επισκεπτόταν ο όμιλος, κατά τις ρητές εντολές βέβαια του καπετάνιου, ο οποίος είχε πάντα τον πρώτο και τελευταίο λόγο για το χρόνο εκκίνησης του ομίλου, το συγκεκριμένο δρομολόγιο, καθώς και το χρόνο περάτωσης του αγερμού. Πάντως, η προσπάθεια για άρτια εκτέλεση καλάντων και παινεμάτων ήταν ανάλογη της προσπάθειας κατασκευής ενός όσο γινόταν πιστού αντίγραφου των πλοίων με τα ηχηρά και ένδοξα ονόματα της εποχής, όπως προκύπτει, εξάλλου, και από τις ακόλουθες μαρτυρίες του Θωμά Τσολάκη από τη Βολισσό και του Νικολάου Ρωξάνα (έτος γέννησης 1931) από τη συνοικία Αγία Άννας Καπέλας:
Κάθε παρέα είχε δυο τουμπιά και μεταξύ μας εκοιτάζαμε να βρούμε ποιος είχε λαρύγγι καλό –είχαμε μια ομάδα με λαρύγγι καλό, ο Νίκος, ο Μουτάφης, εγώ, ο Αντώνης (. . .). Γι’ αυτό και τα κάλαντα τα λέγαμε με πάθος (σ.σ. φωνή πιο αργή και έντονη στην προφορά της πρώτης συλλαβής από τη λέξη «πάθος»), τα λέγαμε με αγάπη –τι να σου πω– με λαχτάρα! Κι αυτοί που είχαν και αυτοί που δεν είχαν φωνή. Το περιμέναμε. Όλο το χρόνο εμείς που είχαμε και τις φωνές, εκάναμε πρόβα, γιατί εκάναμε και καντάδες στις γειτονιές, πρίμο-σεγόντο. Είχαμε και μια δασκάλα την κυρά Καλλιόπη Μπελέγρη, που μας έκανε ωδική κάθε απόγευμα. . . Και κάθε Κυριακή επηγαίναμε στην εκκλησία και ακούγαμε.
Στην Καπέλα, η δική μας παρέα ήταν μια προέκταση της ομάδας που ψάλαμε στο αναλόγιο. Ήμαστε ας το πούμε οι καλλίφωνοι. . . Μια φορά εγώ κι ένας Λάμπρος Βερβεράκης –δε ζει πια– συμφωνήσαμε να λέμε εναλλάξ κάλαντα και παινέματα για να ξεκουράζει ο ένας τον άλλον. Μέχρι τέσσερις η ώρα το απόγευμα, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, εγυρίζαμε. . . περίμενε ο κόσμος να μας δει και να μας ακούσει! Μας εβάζανε και μες στο σπίτι –θυμούμαι ότι ήμαστε τόσο κουρασμένοι που αφήναμε μερικά σπίτια και αυτοί οι άνθρωποι ήταν σε απόγνωση:
–Ελάτε και σε μας! Πώς δεν ερχόσαστε και σε μας; μας έλεγαν . . . και προσπαθούσαμε, όσο περισσότερο μπορούσαμε, να ικανοποιήσομε τους γείτονες και τους φίλους μας.
Όταν λοιπόν τα βαποράκια και τα πληρώματά τους ξεκινούσαν από τις γειτονιές τους, και πριν διασχίσουν τον πολυπληθή δρόμο της Απλωταριάς για να καταλήξουν από εκεί στα μεγάλα καφενεία της προκυμαίας, σταματούσαν για λίγο στον κεντρικό χώρο της πλατείας Βουνακίου για να τα καμαρώσει ο κόσμος όλα μαζί ή τουλάχιστον όσα τύχαιναν να συμπέσουν στην άτυπη αυτή συνάντηση, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Α. Πατεράκη:
Εκεί, παρουσία του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της πόλης (. . .) γινόταν ένα είδος επίδειξης ομορφιάς των βαποριών και από τις γνώμες που θα ακούγονταν θα ’βγαινε το συμπέρασμα ποιο από τα βαποράκια ήταν το καλύτερο (. . .). Και δεν ήταν μόνο η ομορφιά των βαποριών που μετρούσε. Ήταν επίσης κι η ομαδικότητα, το σύνολο.
Από τον Άγιο Σίδερο, στη Λέτσαινα, κατεβαίναμε γραμμή στη πλατεία του Βουνακίου, απέναντι στην παλιά Δημαρχία. Εκεί ήθελ’ ’α συναντήσομε και της Καπέλας, τ’ Αγιού Ιακώβου, του Εγκρεμού, να ’βγουν από το Κάστρο και από κει ξεκινούσαμε και πιάναμε τα μαγαζιά και τα παπουτσάδικα της Απλωταριάς, δεξιά, αριστερά. Το «συγκέντρωμα» τώρα που λέμε δεν ήταν σε ένα σημείο: το παποράκι αφ’ τον Άγιο Ιάκωβο έμενε στην πάνω πάντα του Βουνακιού (σ.σ. της κεντρικής πλατείας), αφ’ το Κάστρο έβγαινε κατ’ ευθείαν στην αντίθετη πάντα. Καθένα είχε τη στάση του (. . .). Είχε κόσμο, βλέπανε τα παποράκια, εκεί ετραβούσαμε και κανονιές –ντάκα ντούκου!. . . Γύρω από το Βουνάκι οι δρόμοι δεν ήταν ασφάλτοι, ένα κόκκινο χωματάκι είχανε, ψιλό, στρωμένο κι εγύριζε η Πυροσβεστική κι έκανε κατάβρεξη.
Στην άτυπη αυτή συγκέντρωση διακρίνουμε τη ανταγωνιστική φύση του εθίμου, η οποία στην εντελώς πρόσφατη φάση του, προσδιορίζει σαφώς και κατά προτεραιότητα το χαρακτήρα και τις εκδηλώσεις του. Τα νεότερα, δηλαδή, φαινόμενα των ανταγωνιστικών εκδηλώσεων των ομίλων επί σκηνής, ενυπήρχαν σπερματικά και στις εκδηλώσεις των προπολεμικών ομίλων. Μάλιστα, κάποιες τέτοιες θεατρικές «ναυμαχίες», που άρχιζαν συνήθως με διαγωνισμό κανονιάς μεταξύ πλοιαρίων από όμορες γειτονιές ή μεταξύ τών τυχαία διασταυρούμενων μεταξύ τους ομίλων, είχαν ως αποτέλεσμα λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές υλικές ζημιές στα ομοιώματα –ακόμη και τραυματισμούς μελών των πληρωμάτων από τις εκπυρσοκροτήσεις- όπως θυμάται σε σχετικό δημοσίευμά του (1976, Χιακά Επίκαιρα, 27) ο Περικλής Παπαχατζιδάκης :
«Το δικό μας καραβάκι είναι πιτσούλα. Βάζει κάτω το δικό σας!» Παρατάσσονται οι νεαροί: «Βάλτε στίμη (ατμός: στίμη<steam)!». Γεμίζει το κανόνι κι ο Αντώνης πυροδοτεί. Αρχινά η ναυμαχία. Μπουμ από ’δώ, μπουμ από κει: κι οι άλλοι είχανε κανονάκι. Δύο ταυτόχρονα περιστατικά, όμως, σταματούν τις εχθροπραξίες. Το κανονάκι του «εχθρικού» καραβιού σκάζει και ανατινάζεται στον αέρα. Μα και ο «Κανάρης» μας έπαθε ζημιά. Με την τελευταία εκπυρσοκρότηση, όλο το συγκρότημα του πύργου βολής ξεβιδώθηκε, οπισθοχώρησε δυνατά, μπήκε μέσα στη γέφυρα και τα ’κανε σμπαράλια.
Πάντως ο βασικός στόχος της εξόρμησης ήταν η ψυχαγωγία διά της στιχουργίας και της εκτέλεσης επιτυχημένων παινεμάτων που θα προκαλούσαν το γενναίο φιλοδώρημα σε χρήμα, αλλά και σε είδος: κουραμπιέδες, φοινίκια, κουρκουμπίνους, αμέλωτους στεγνούς λουκουμάδες ή τηγανίτες, που στοίβαζαν στην κουβέρτα ή σε ένα «αμπάρι» του πλοιαρίου, προορισμένο ειδικά για το σκοπό αυτό.
Αμέσως μετά το πέρασμα από την Απλωταριά, έκαναν και ένα πέρασμα από τα καφενεία της Προκυμαίας, όπου έψαλλαν και πάλι μόνον τον πολεμικό Άγιο Βασίλη, χωρίς παινέματα. Τα επαινετικά δίστιχα προορίζονταν για τα σπίτια των πλουσίων της Χώρας, εφοπλιστών, καπεταναίων ή επιχειρηματιών, κυρίως όμως για τα σπίτια της γειτονιάς, από την οποία προερχόταν και κατέληγε το κάθε καραβάκι. Ουσιαστικά ο αγερμός αυτός της παραμονής κρατούσε μέχρι τα μεσάνυχτα, οπότε ο όμιλος έπρεπε να ξεκουραστεί λίγες ώρες για να συνεχίσει την ημέρα της Πρωτοχρονιάς με τον αγερμό της γειτονιάς και τα ξεχωριστά παινέματα σε κάθε οικογένεια και σπιτικό.
Η δεύτερη αυτή φάση του αγερμού, μετά την αναχώρηση των ομίλων από την πόλη, εκτυλισσόταν στον εντελώς οικείο για τον όμιλο χώρο της γειτονιάς ή της συνοικίας, όπου ήταν συγκεντρωμένα συνήθως τα συγγενικά ή φιλικά σπίτια. Αν υπολογίσουμε, μάλιστα, ότι ο μέσος όρος κάθε πληρώματος ήταν δέκα, περίπου, παιδιά και ότι φρόντιζαν σε αυτό το γύρο να ικανοποιήσουν κυρίως τις συγγενικές οικογένειες κάθε μέλους, κατά το:
Ανοίξετε την πόρτα σας να δούμενε το φως σας
δεν ήρταμε μονάχοι μας, μας ήφερε ο γιος σας /
δεν είναι ξένος που χτυπά, είναι ο αδελφός σας
(ή ξάδελφος, ανιψιός, εγγονός, γαμπρός κ.λ.π.),
κάθε όμιλος επισκεπτόταν περίπου πενήντα σπίτια, αριθμός που προκύπτει αν πολλαπλασιαστεί ο μέσος αριθμός των μελών ενός πληρώματος με ένα μέσο επίσης αριθμό σπιτιών που αναλογούσε σε κάθε μέλος (πέντε σπίτια).
Αν, όμως, συνυπολογίσουμε και τα σπίτια των πλούσιων κεντρικών συνοικιών της πόλης, που επισκεπτόταν ο όμιλος την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, καθώς και τα σπίτια που βρίσκονταν στο μεσοδιάστημα της διαδρομής από την πόλη μέχρι την ενορία τους, τότε ο αριθμός ασφαλώς διπλασιάζεται ή και τριπλασιάζεται. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι και το κοινό του εθίμου ήταν ποικίλης σύνθεσης, αφού όλα τα μέλη της χιώτικης κοινωνίας, χωρίς διάκριση κοινωνικής τάξης, ηλικίας ή φύλου, παρακολουθούσαν τους ομίλους με τα βαποράκια τους.
Η καθολικότητα της αποδοχής του εθίμου, λοιπόν, για τα προπολεμικά χρόνια τουλάχιστον, αποτυπωνόταν στην προσμονή αλλά και τη μέθεξη των θεατών, καθώς και στο μεγάλο αριθμό τους, που κυμαινόταν μεταξύ τής μιας ή ακόμη και δύο χιλιάδων για κάθε καραβάκι, αν συμψηφίσουμε και τους θεατές της Απλωταριάς και των θαμώνων από τα καφενεία της προκυμαίας με το συνολικό αριθμό των πολυμελών οικογενειών της εποχής που περίμεναν στα σπίτια τους να δουν τα καραβάκια και τα πληρώματα τους και ν’ ακούσουν κάλαντα και παινέματα.
Η πάνδημη αυτή συμμετοχή εξηγεί ασφαλώς και το μέγεθος της λαχτάρας για τον αγερμό, αλλά και της προετοιμασίας του από την πλευρά των πρωταγωνιστών-πληρωμάτων, όπως επιλέγει και ο Γιάγκος Τρεχαντζάκης στις ενθυμήσεις του (2007:61):
Για μας τότε η μεγάλη γιορτή δεν ήταν τα Χριστούγεννα. Ήταν η Πρωτοχρονιά.
Αυτήν περιμέναμε όλο το χρόνο. Γι’ αυτήν ετοιμαζόμαστε κι αυτήν λαχταρούσαμε και χαιρόμαστε (. . .) και αλλού τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και λένε τα κάλαντα, πολλές φορές κρατώντας ένα καραβάκι, μια εκκλησία ή δεν ξέρω τι άλλο.
Αυτό όμως που γινόταν τότε στη Χίο, και, ειδικότερα στη Χώρα του νησιού, δεν γινόταν πουθενά αλλού στον ελλαδικό χώρο. . .
* Το δημοσίευμα είναι απόσπασμα από το βιβλίο της Σ. Τσιροπινά, Η θεατρικότητα των χιακών εθίμων του εορτολογίου, Ι. Πρωτοχρονιάτικα καραβάκια, Λάζαροι, ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ: Β. ΠΟΥΧΝΕΡ, Χίος, 2012 (Εκδόσεις ΑΙΓΕΑΣ)
Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα, στα οποία δε σημειώνεται φωτογράφος ή άλλη πληροφορία, προέρχονται από το αρχείο της Σ.Τ.
¹ Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες είναι οι αναμνήσεις του Γιάγκου Τρεχαντζάκη-Κουτελή (1918-2006) για τα βαποράκια, οι οποίες αποτελούν, στην πραγματικότητα, και τη μοναδική λεπτομερειακή καταγραφή της παρελθοντικής μορφής του εθίμου. Για το λόγο αυτό, αλλά χάρη, ενδεχομένως, και στη νοσταλγική χροιά τους, έτυχαν τριών –συνολικά-δημοσιεύσεων. Μίας πλήρους στην εφημερίδα Χιακός Λαός, σε δέκα συνέχειες, στα φύλλα 6669/28-12-1976 έως και 6678/11-1-1977, και μίας αποσπασματικής στη εφημερίδα Χιακά Επίκαιρα, αρ. φ. 27/Δεκεμβρίου 1976. Και οι δύο πραγματοποιήθηκαν με την ευκαιρία του πρώτου διαγωνισμού για τα βαποράκια στις 31 Δεκεμβρίου 1976, που διοργάνωσε η Περιηγητική Λέσχη Χίου. Μία τρίτη αναδημοσίευση, πλήρης και αυτή τη φορά, πραγματοποιήθηκε, με την ευκαιρία αφιερώματος στα «Αγιοβασιλιάτικα καραβάκια» του τοπικού περιοδικού Χιόνη, 70, Δεκέμβριος 1997, σσ. 6-19. Επίσης, μία περιληπτική παρουσίαση των ενθυμήσεων Τρεχαντζάκη υπάρχει και στο άρθρο: Μακριδάκης, Γ., «Αγιοβασιλιάτικα καραβάκια», Πελινναίο, 4, Χειμώνας ’98, σσ. 20-23. Τέλος, μετά το θάνατο του συγγραφέα, το ίδιο αφήγημα-άρθρο περιλήφθηκε μαζί και με άλλες ενθυμήσεις βιωματικού χαρακτήρα στο βιβλίο: Τρεχαντζάκης, Γιάγκος, Χ., Σμύρνη-Χίος. Μνήμες φωτιά, επιμ. Κοντέλλη, Π., Ι., Αθήνα 2007, σσ. 61-96, όπου και οι παραπομπές αυτής της δημοσίευσης. Τα παραθέματα της παρούσας δημοσίευσης προέρχονται από αυτήν την τελευταία, χρονικά, έκδοση.
Συζήτηση1 σχόλιο
Ευχαριστίες και ευγνωμοσύνη,στην Στέλλα Τσιροπινά την εμπευσμένη, και άοκνη »εργάτρια».
Η προσφορά της είναι ανεκτίμητη. Εύχομαι να έχει υγεία και να συνεχίσει το απαράμιλλο έργο της.