Σαλάμ αλαίκουμ

0

Ευτές οι Κυριακές, καμιά φορά, εν είναι καλές Κυριακές…

Ε  μοιάζουνε καθόλου σαν εκείνες τις πρωτινές… που εμαζευούμαστε στο σπίτι, που ελέγαμε αστεία κι ετσάτιζε ο ένας τον άλλον μέχρι να γίνει το φαί και να βάλει φωνή η μάνα: πλύντε τα χέρια σας κι ελάτενε… ο πουρές δεν τρώγεται κρύος…

Και μετά οι άλλες οι Κυριακές… «βρε, θα’ρτετε; να κάνω τίποτα να φάμενε σπίτι ή θα πάμενε όξω;»

Κι ύστερα αυτές που εν έχεις όρεξη να μουβάρεις ή να ετοιμάσεις… μόνο ν’ αδειάσει η κεφαλή από τη βδομάδα που επέρασε…

Άμα σ’ έκαμνε καλά η εκκλησιά θα πήαινες, να μην καταλέ κι η Δεσποινού, η διπλανή στο στασίδι, που ’χασενε τη συντροφιά της, μα τη ψυχή σου άμα θες να τηνε σώσεις πας αλλού, κάμνεις άλλα πράμματα και πιο ελεύθερες σκέψεις…

Ήκουσες την καμπάνα κι εκόπηνε η χολή σου μέχρι να καταλάβεις πως είναι για τη λειτουργία…

Μεγάλη Βδομάδα ήταν ετούτη που επέρασενε… Τέσσερις χωριανοί εφύανε, ο ένας κάκως του κάκου, νέος… Να τα τροχαία στη Χώρα με παιδιά, να δυό μωρά προσφυγόπουλα… Νισάφι… Ποιός Αλλάχ και ποιός Χριστός…

Ήβαλες το τσουκάλι στο σιγανό, εκοπάνησες την πόρτα κι ήβγες να πάρεις αγέρα…

Εσκεβούσουνε, εξεφύσαγες κι επροχώραγες… Ήκοψες λιγάκι δεντρολίβανο, στου Λουκουμά καρσί… Με σκορδάκι στο φούρνο οι πατάτες γίνουντενε λολαμός… Το ‘τριψες στα δάχτυλα κι ανάσανες…

Κι άξαφνα ακούς: «σαλαμ αλαικουμ»… Εχαμογέλασες κι εχαιρέτησες τους Αιγύπτιους  που απλώνανε την μπουγάδα τως… Σου ’πανε τ’ όνομα τως, εσυστήθηκες κι εσύ…

Δέκα χρόνια γείτονες είστενε κι είδηση εν έχεις πάρει…

Έλα να δεις, σου ’πανε… κι ήμπες μέσα να σου δείξουνε την τελεόραση: εντώ πιάνει Ετζιπτ, εντώ Ελλάδα…

Κι εδώ μαγειρεύετε; Ίντα τρώτενε; Θέτενε να σας φέρω πράμματα; Είσαστενε καλά εδώ; Πόσες ώρες δουλέβγετε; Σας καλοπληρώνουνε; Έχετε οικογένειες, παιδιά; Τους βλέπετε;

Τα φράγκα του μηνιάτικου πάνε στην οικογένεια… Από πέντε παιδιά ο καθένας τως… Καλά είναι… Τόσα δίνομε για φαί, τόσα για τηλέφωνο πατρίδα… Ο ένας από την Αλεξάντρεια, ο άλλος από ένα χωριό κοντά στο Πορτ Σάιντ… Και τως είπες πως είχες κάμει κι εσύ ένα ταξίδι στην Αλεξάντρεια με τον κύρη σου, με το παπόρι κι ήτανε όμορφα… Κι είπατενε ιστορίες για κείνα τα μέρη…

Κι εξεχάστηκες μαζί τως κι εξεχαστήκανε κι ευτοί…

Κι ευτή η Κυριακή ήταν μια άλλη Κυριακή κι όλο για ν’ ακούς για την Κολοπάτρα, πάει το φαί… εκάηκενε, αλλά χαλάλι τω γειτόνων…

Γελά και ξεγελά

Άφησε σχόλιο