του Κώστα Ζαφείρη
Έτυχε απόψε και βγαίνοντας από την καθιερωμένη επίσκεψη στο πατρικό και στρίβοντας δεξιά κατηφόρισα με το μηχανάκι και πέρασα από τη Σούδα. Τη θυμάστε αυτή τη λέξη, αυτή την τοποθεσία ή λίγους μήνες μετά έχει σβηστεί από τη μνήμη; Ήταν πρώτη σελίδα, πρώτη μούρη, μετά ξεχάστηκε. Τη Σούδα, το κομμάτι της τάφρου του Φρουρίου της Χίου, που οδηγεί από το Πάνω Πορτέλο στο επιθαλάσσιο τείχος. Τη Σούδα, ζωντανό κομμάτι της γειτονιάς μου.
Ήταν άδεια εντελώς. Απόψε. Αυτό το παράξενο μείγμα από ξοφλημένη άσφαλτο, χαλίκια, χώμα, συρματόπλεγμα, αυτή η αφιλόξενη τέφρα ταλαιπωρούσε τα φθαρμένα λάστιχα από το μηχανάκι μου. Κοίταγα μακριά, ήθελα να ξεμπερδεύω με το αιφνίδιο μοτοκρός, να φτάσω σπίτι, είχα κάνει και κάτι ελάχιστα ψώνια. Ανάμεσα στα άλλα και κάτι όμορφα κεράσια είχα πάρει. Σκέψη βυθισμένη στη ρουτίνα, στην άδεντρη καθημερινότητα. Τότε τους είδα.
Τετραμελής οικογένεια. Η πιτσιρίκα οδηγούσε παιχνιδιάρικα το καροτσάκι, άδειο. Ο πατέρας κρατούσε στην αγκαλιά το μωρό, η μάνα δίπλα με τη μαντίλα της σα να καμάρωνε. Διέσχιζαν την πυρωμένη γη της Σούδας κι είχανε φτάσει σχεδόν στην ακρογιαλιά, στη θάλασσα. Εκεί στο ελάχιστο κάτω από του Φρουρίου το Τείχος. Πήγαιναν, που πήγαιναν; Να ξαποστάσουν και να ξεσκάσουν. Τους έβλεπα από μακριά και πλησίασα αργά, να μην τους τρομάξω. Άφησα το μηχανάκι σε έναν ελάχιστο ίσκιο και περπάτησα στο πλάι τους.
Είναι παράξενο, μυστήριο και σίγουρα γοητευτικό το πώς πιάνεται και κολλάει το βλέμμα των ανθρώπων. Ο πατέρας με κοίταξε καχύποπτα και τρομαγμένα. Χαμογέλασα. Δεν μου χαμογέλασε. Μετά κάτι σα να σκέφτηκα κι έβγαλα τα σκούρα τα γυαλιά. Αυτό ήταν. Πιαστήκαν οι ματιές μας, συνεννοηθήκαμε. Η πιτσιρίκα με τα κοτσιδάκια τα απίθανα μου έκανε χαρές. Έπιασα τη σακούλα με τα βαριά κόκκινα κεράσια, τα σκούρα εκείνα τα γλυκά και τα πρόσφερα. Δοκίμασαν και μου είπαν γκουντ γκουντ, ωραίο! Μετά έδειξα στη μικρή πως βάζουμε σκουλαρίκι τα δυο κεράσια. Ωραίο παιχνίδι, ξεκαρδιστήκαμε όλοι. Ακόμα και το μωρό το βυζανιάρικο, που έβλεπε τους μεγάλους να γελούν.
Στη Σούδα, στο Κάστρο της Χίου έχουν γραφτεί και δεν σβήνουν οι πιο όμορφες και οι πιο άσχημες, οι πιο γενναιόψυχες κι οι πιο μικρόψυχες στιγμές της πρόσφατης τοπικής μας ιστορίας. Από το φθινόπωρο του 2015 που στήθηκε, όπως στήθηκε, ο προσφυγικός καταυλισμός, ζήσαμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όσα δεν βάζει ο λογισμός. Κάποια στιγμή, να βλέπουμε μακριά στο χρόνο, κάτι θα γραφτεί… κι αν είναι να μπει καμιά αναμνηστική ταμπέλα ας γράφει «εδώ συναντήθηκαν οι πρόσφυγες με την κακότητα και με την καλοσύνη» -κάτι που θα μπορούσε να γραφτεί και στο Βαρβάσι της Χίου το 1923 για παράδειγμα.
Εκεί. Στη Σούδα λοιπόν. Με τους ανθρώπους στοιβαγμένους, ανέστιους και λασπωμένους και παγωμένους στις ξαφνικές βροχές και στις παγωνιές. Με τις σκηνές να φτάνουν στη θάλασσα. Με τους καύσωνες να πυρπολούν τις σκηνές και τους οικίσκους και τον κόσμο να πλαντάει από τη ζέστα. Με το φαΐ να λείπει. Με τους φασίστες να πυρπολούν τις παράγκες των ανέστιων. Με τους ανεγκέφαλους να αμολάν κοτρόνες σε γυναικόπαιδα. Με μαζέματα υπογραφών από γείτονες και καθόλου γείτονες και πολιτικάντικες αλλά και χουλιγκάνικες παρεμβάσεις.
Κι από την άλλη, και πάλι στη Σούδα. Άνθρωποι χιλιάδες. Αλληλέγγυοι κι αλληλέγγυες από τη Χίο, την Ελλάδα, τον υπόλοιπο κόσμο. Χωρίς προσωπικό κέρδος, χωρίς κανένα όφελος. Εκεί. Στις δύσκολες στιγμές. Μοιράζοντας ζεστό τσάι στους παγωμένους. Ζεστά ρούχα στους βρεγμένους. Φαγητό, νερό, ματιές. Αντιμέτωποι με τη χλεύη, την ειρωνεία ακόμα και τη βία, την απροκάλυπτη βία, των λούμπεν και των καθώς πρέπει. Άνθρωποι που έδωσαν στη Σούδα και δίνουν ακόμα την ψυχή τους στο κολαστήριο της ΒΙΑΛ. Γιατί ο σημερινός πρόσφυγας που κοιτάς παράξενα είναι ο αυριανός σου καθρέφτης.
Η άδεια Σούδα, η ξερή και άνυδρη, η Σούδα της τέφρας, για την οποία πανηγύρισε η πόλη της Χίου, εξαϋλώνοντας την ντροπή της ΒΙΑΛ, εμένα μου μίλησε απόψε και ταπεινά το καταθέτω. Μου μίλησαν οι φωνές, οι σιωπές, τα επεισόδια, τα γλέντια, τα παγωμένα Χριστούγεννα κι οι πρωτοχρονιές της.
Μετά, αφού φάγαμε όλη τη σακούλα τα κεράσια, καθίσαμε στα βότσαλα του Κάστρου και ρίχναμε πετρούλες στο γιαλό με τους καινούργιους μου φίλους. Είχαμε βρει και μια λέξη κοινή και την λέγαμε όλοι. Ξεκαρδισμένοι. ΘΑΛΑΣΣΑ.