58 Σπαρτούντα

0

20161119

Μέσα Νοέμβρη, μεσημέρι με ήλιο χωρίς αέρα, φτάνουμε στη Σπαρτούντα. Η ατμόσφαιρα καθαρή, ανέφελο το Πελιναίο· μια ισχυρή γυαλάδα έρχεται από την κορυφή, πρέπει να είναι αντανάκλαση από τις λαμαρίνες της Αγίας Τριάδας. Κατέβηκα στην εκκλησία, πλατάνια και ροδιές στα παρτέρια, το λάστιχο τρέχει. Η εκκλησία είναι ανοικτή, μια κυρία βγαίνει και κλείνει την πόρτα, της λέω για το λάστιχο, «ναι εγώ το άφησα να ποτιστούν τα λουλούδια». Τη ρώτησα για το χωριό· «εδώ μένω μόνιμα, ε… είμαστε δεν είμαστε καμιά εικοσαριά».

Γιατί ρωτώ σχεδόν πάντα για το αριθμό των κατοίκων; λες και το αν ζουν καλά οι κάτοικοι εξαρτάται από τον αριθμό τους. Βλέποντας όμως κάθε φορά τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, τα έρημα καφενεία, τα κλειστά σχολεία, τα πρώην κοινοτικά γραφεία και αγροτικά ιατρεία, τα γκρεμισμένα ελαιοτριβεία, αναπόφευκτα αναλογίζομαι πώς να ήταν την εποχή που όλα αυτά λειτουργούσαν. Μπορεί οι άνθρωποι να περνούσαν ή να μην περνούσαν καλά, όμως υπήρχαν και οι άνθρωποι και η κοινότητα τους· τώρα τα περισσότερα χωριά αυτού του νησιού, όλων νησιών, ολόκληρης της χώρας, δεν υπάρχουν. Στην καλύτερη περίπτωση κατοικίες και οικισμοί μετατρέπονται σε εποχιακούς ξενώνες. Μόνο οι εκκλησίες είναι παντού φροντισμένες, είτε λειτουργούνται είτε όχι.

Πάνω από το δρόμο είναι το σχολείο, στην αυλή σκουριασμένη η παιδική χαρά, ίδια ακριβώς η τσουλήθρα και η τραμπάλα με το δικό μου σχολείο της δεκαετίας του εβδομήντα. Η πόρτα κλειστή, κοίταξα μέσα από ένα παράθυρο· ένα τραπέζι, λίγα θρανία, όμορφα πλακάκια κάτω, στη μέση μια ξύλινη κολώνα και ένα εκλογικό παραβάν δίπλα στο παράθυρο. Φεύγοντας είδα απέναντι το μικρό διπλό δωμάτιο με τις τουαλέτες, η μια πόρτα για τα κορίτσια και η άλλη για τα αγόρια. Όλη αυτή η χαμηλόφωνη τυποποίηση των επαρχιακών σχολείων, μονοθέσια του πενήντα τα περισσότερα, συνέβαλλε άθελά της στο να μάθουν οι άνθρωποι πέντε γράμματα και να φύγουν μακριά, χωρίς επιστροφή τις περισσότερες φορές.

Στη ρίζα του Πελιναίου, το μισό χωριό πάνω από το δρόμο και το άλλο μισό από κάτω. Ανέβηκα προς τα πάνω, βγήκα στον περιφεριακό που οδηγεί στο ορειβατικό καταφύγιο, πριν δυο χρόνια είχαμε μείνει εδώ μια κρύα νύχτα· το σκυλί του γείτονα ακόμα είναι δεμένο στην είσοδο του σπιτιού και γαυγίζει όποιον πλησιάζει.

Επέστρεψα στον κεντρικό δρόμο, σε μια βεράντα δυο τσοπάνηδες επισκευάζουν κουδούνια για τα κατσίκια τους. Τέτοια εποχή δεν έχει ζώα εδώ, τα έχουν κατεβάσει πιο χαμηλά. «Τσοπάνηδες είμαστε όλοι εδώ, στα Φυτά θα πας μετά; Πρόσεχε μην τρακάρεις κανένα, έχει κοσμοπλημμύρα. Κανείς δεν μένει εκεί.»

Γεννήθηκε στην Καλαμωτή της Χίου το 1970

Άφησε σχόλιο