Το ’λεγενε η άμια η Στεγιανή στη γειτονιά προχτές… Πως επήαινε στη Χώρα για να τη δει γιατρός γιατί είχενε βρεχοπνευμονία και μορίτιδα κι επέρασενε μέσα από τον Κήπο κι ίντα είχανε οι αρτάνες; Άγρια χορτάρια, ζιζάνια και ψώρες…
Πως ευτοί οι τρανοί αθρώποι που τους κάμανε αγάλματα ήτανε οι μισοί σαν τον Ταρζάν στη ζούγκλα κι οι άλλοι στο λιοπύρι, κάνα δυό παπαρουνίτσες εκάμανε, λέει, από μόνες τους επανάσταση κι ήβγανε και ευτό το μοδέρνο το γκαζό τόποι-τόποι… Σκέτη απογοήτεψη, είπενε, ένας τέτοιος κήπος μέσα στην πόλη να ’ναι σα κακοχράχει η ώρα του, παρατημένος κι άσκημος…
Κι επέρασενε την πλατεία με τα νάυλα κι εκατηφόριασε για να πα στην τράπεζα για τη σύνταξη και κάτι μικρά παρτέρια και κηπάκια, στο δρόμο της, ήτανε κι ευτά το χάλι τους το μαύρο… Εβγήκενε στην προκυμαία κι είδενε καρσί κάτι πύθους με κατάξερα φυτά κι εσυγχίστηκενε κι έτοιμη ήτανε να πα να τα ξεριζώσει, «έρχουντενε και ξένοι αθρώποι και βλέπουνε τα χάγια μας» εσκέφτηκε κι ήμπε στην τράπεζα…
Αποδομένη, ενήβηκενε με το μεσημεριανό λωφορείο στο χωριό κι άμα εμπήκε στην αυλή της, ήπιασενε να χαδεύει το σκολαρικάκι της και το κοράλλι, ήκοψε ένα φυλλαράκι από το φλισκούνι της και το μύρισε… Εκαμάρωσε το γιασεμάκι της και την αγγελική της…
Και τ’ απόεμα, στη βεγγέρα, μας είπενε πως δε θε να ξανακατήβει στη Χώρα για το είπεν ο Θεός κι ας της ανήβει και το χολόστερο, πως ευτοί που έχομενε για δημαρχαίους εν είναι μερακλήδες αθρώποι κι είναι και νιοί, πως ε θα τους κοστίζενε και πολλούς παράδες να φυτέψουνε πετούνιες κι ερωτάκια, καλημεράκια και βασιλικούς… να’ρτει ο Κήπος να γίνει κήπος… να χαίρεται ο κόσμος τη βότα του, να βλέπει τα χρώματα και ν’ αγαγιάζει η ψυχή του… Κι εγώ, την άμια τη Στεγιανή, την επιστεύω..