Στούπος ή μόλυβος

0

Το κείμενο γράφτηκε από την Δ.Φ. στα πλαίσια της υπόθεσης εργασίας «Ήμουν κι εγώ εκεί» του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη

Ανακάτεψε την τράπουλα της μνήμης της. Καλό χαρτί της βγήκε. Ξημέρωνε Πρωτοχρονιά του ΄86. Στο πόμολο της παιδικής ντουλάπας κρεμόταν από την ξύλινη κρεμάστρα το ολοκαίνουριο φόρεμα, που τελικά είχε πείσει την μάνα της να αγοράσουν παρόλο τη τσουχτερή τιμή του. Ταφταδένιο με γαλάζιο καρέ,  μαύρη βελουδένια ζώνη και άσπρο δαντελένιο γιακά. Την πρώτη μέρα του χρόνου πρωτόβαλτο θα το φόραγε να  πάει στο εξωκκλήσι του Άη Βασίλη του νεκροταφείου για την λειτουργία της εορτής του Αγίου. Ο παππούς της έλεγε να μην παραπονιέται που χρονιάρα μέρα πάνε στα νεκροταφεία, γιατί ο ‘Αη Βασίλης που είναι ο προστάτης των γραμμάτων, θα  θύμωνε μαζί της και θα την άφηνε κούτσουρο. Με τη σοφία των χρόνων του γνώριζε να διαβάζει τους οιωνούς. Μα εκείνη  τότε με τη νιότη των 13 χρόνων της, το μόνο που ήθελε ήταν να είναι όμορφη και να τραβάει τα βλέμματα όλων πάνω της. Και οι ψυχές των  νεκρών γιορτάζουν τον ερχομό του νέου χρόνου, της έλεγε. Γιατί με κάθε χρόνο που περνά, πάμε και πιο κοντά τους. Μικραίνει η απόσταση που μας χωρίζει από αυτούς. Α ρε παππού! ήπιε μια γουλιά southern να γλυκάνει το πικρό από τον καπνό στόμα της,  στην υγειά της ψυχής σου. Και αν δεις το δικό μου άγγελο προστάτη, που λένε ότι έχει ο καθένας μας, να του πεις ότι ήμουν καλό παιδί και να με κρίνει ξεχωριστά  για την πριν τους καλικατζάρους ζωή μου και την μετέπειτα που με καβάλησαν. Στούπος ή μόλυβος με ρώτησαν. Μα σε αβάπτιστα νερά κολύμπαγα και δεν θυμήθηκα τι μου χες πει να αποκριθώ. Μόλυβο τους είπα χωρίς να το σκεφτώ και εκείνοι κάθισαν στα λίγγια μου και μολύβιασα παππού. Και ακόμα σηκώνω το βάρος τους.

Αύριο Πρωτοχρονιά θα έρθω παππού στον ‘Αη-Βασίλη να γιορτάσουμε μαζί τον νέο χρόνο. Θα γυρίσουν πάλι όλα τα βλέμματα να με κοιτούν την ώρα που θα ανάβω το κερί μου. Ταφτάδες θα ράβουν για τη γούνα μου οι γλώσσες τους, σαν αυτούς που μου άρεσαν από μικρή.

– Τζούλη, άσε την τράπουλα. Πασιέντζες ρίχνεις για την νέα χρονιά; Τι  περιμένεις μωρή να σου βγει; Ο πρίγκιπας με τ΄ άσπρο άλογο; Τζούλια είσαι και εσύ, μα όχι Ρόμπερτς σαν την ταινία.
– Όρεξη έχεις πάλι Βέρα, μα δεν έχω κέφια. Άντε πάμε να μαζέψουμε και τις άλλες στο σαλόνι για την αλλαγή του χρόνου, γιατί μετά θα πλακώσει η δουλειά.
– Βάλε λίγο κραγιόν στα χείλη σου. Είσαι που ΄σαι χλωμή, φοράς και τα μαύρα, σα πεθαμένη δείχνεις.

Στάθηκε μπροστά στο ραγισμένο καθρέφτη της, πήρε στα γρήγορα το κόκκινο κραγιόν της που ήτανε πεταμένο ανοιχτό πάνω στο μπουντουάρ και βιαστικά πάτησε το περίγραμμα των  λεπτών  χειλιών της. Πάντα την τρόμαζε αυτό το διπλό είδωλο που χώριζε το ράγισμα του καθρέφτη. Μα δεν τον άλλαζε γιατί της θύμιζε και τους δυο κόσμους της ψυχής της. Με στιλβωμένα χείλη και καλυμμένη τη γύμνια της με την φθηνή μαύρη συνθετική ρόμπα έντυσε το ζωντανό κουφάρι της για την γιορτή της υποδοχής του νέου έτους  2017 στο «σπίτι».

Της Δ. Φ.

Άφησε σχόλιο