Γιατί, ρε γαμώτι μου, δεν έκαμα τις δουλειές εχτές, σκεφτόταν, βάζοντας το μπρίκι στη φωτιά, ελληνικός, βαρύς και σκέτος ν’ ανοίξει το μάτι και βούτημα κουρκουμπίνι της θείας της Ελένης, Κυριακή και τις άφησα για σήμερα, είπε δυνατά και νευριασμένα, γιατί να υπάρχουνε αυτές οι βαρετές δουλειές, τα καταναγκαστικά έργα.
Τον ήπιε γρήγορα τον καφέ και θυμήθηκε την γιαγιά της που έβαζε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο, έλεγε στην υγειά σας και με μια ρουφηξιά τον έφτανε μέχρι το κατακάθι. Χαμογέλασε, πάντα την έχει στο μυαλό της με αγάπη αυτήν τη γυναίκα, πήγε στο πλυντήριο και προσπάθησε να στουμπώσει όσα άσπρα, άπλυτα, ρούχα είχε, δεν παίζει η ΔΕΗ, γέμισε τη θήκη με απορρυπαντικό που εγγυάται κάτασπρα λευκά, έβαλε αρωματικά και μαλακτικά, γύρισε το κουμπί, μα ήταν σίγουρη πια πως πάλι ξεθωριασμένα και μπεζ θα έβγαιναν τα ρούχα. Κοίταξε την στοίβα με τα ασιδέρωτα της προηγούμενης βδομάδας, αναστέναξε και τους γύρισε την πλάτη, τσάμπα έδωσε τόσα φράγκα για να πάρει αυτό το υπερσύγχρονο σίδερο ατμού, κάτι να τα σιδερώνει μόνο του δεν υπάρχει; είπε και πήγε να πιάσει το τηλέφωνο που χτύπαγε. Για’δε, ψήνω σουζουκάκια με πουρέ, δικό μου, όχι απ’ ευτά τα ετοιματζίδικα που αγοράζετενε, να’ρτεις να φάμενε, ακούστηκε η φωνή της θείας. Καλέ θεία, έχω βάλει πλυντήριο, της είπε, έχω να κάνω δουλειές στο σπίτι. Μιλάτενε κι εσείς για δουγιές, ε καμένη μου, ήπρεπε να σ’ είχα στην Κυδιάντα, που από τ’ αξημέρωτα ετρέχαμε στις πηγάδες να πιάσομε τον τόπο με τις δυό πέτρες ν’ ακουμπήσουμε απάνω τη σκάφη, ανάβαμενε φωτιές, να βράσει το νερό στα καζάνια κι ύστερις είχαμενε κοφίνια, εστοιβάζαμε μέσα τα ρούχα, τα σκεπάζαμε με ένα καναβάτσο, απάνω ερίχναμενε την αχιλιά την καθαρή και δάφνες και μετά τα περεχύναμε με το καυτό νερό, μετά στη σκάφη, τα τρίβαμε πάνω σ’ ένα ξύλο, με το σαπούνι που εφτιάχναμε. Ευτό το πράμα ήτανε μαρτύριο, άσε το νερό που εκουβαλούσαμε με τις στάμνες στα σπίτια μας, αφού μια φορά που’χενε έρτει στο χωριό ένας μεγάλος, εβγήκα και του είπα, χωρίς να ντρέπομαι:
Η Κυδιάντα είναι όμορφη, μα έχει ένα ψεγάδι ώσπου να φέρουμε νερό, κάβεται το τσουκάλι!
Της άρεσε ν’ ακούει τη θεία της, ήταν σοφή γυναίκα, και καλέ θεία, τα ρούχα τα σιδερώνατε, πως τα σιδερώνατε; Είχαμενε σίδερο με το κάρβουνο, το γεμώζαμε, το κουνάγαμε ν’ ανάψουνε και πατούσαμενε μόνο τα εσώρουχα, τα άλλα τα διπλώναμε όμορφα, τα βάζαμε κάτω από καρέκλες, καθούμεστενε από πάνω κι ευτό το λέαμε κωλοσίδερο. Το έχω δει αυτό το σιδέρωμα, θεία, στα προσφυγικά αντίσκηνα, κάτω από τα στρώματα βάζουν τα παντελόνια και τις μπλούζες. Να έρτεις να φάμενε παρέα να σου πω κι άλλα και να μου πεις, έχω κόψει σαλατικό, θα σου τηγανίσω και μια πατάτα, έχω πάρει και ψωμί αιολικής, θα έρθω σίγουρα, της απάντησε γελώντας.
Κοίταξε τη στοίβα με τ’ ασιδέρωτα, είχε ένα σίδερο μ’ ατμό και και λίγο ιδρώτα στο λαιμό, τον σκούπισε με το μανίκι της, ίσιωσε με τα χέρια της τα ρούχα, τα δίπλωσε όμορφα και τα έκλεισε στα συρτάρια. Κωλοσίδερο, είπε, από δω κι εμπρός και πήγε στη θεία με ένα κρασί γλυκό στο χέρι, θα την έβαζε να πει όσες ιστορίες ήξερε, γιατί η Κυριακή τέτοια θέλει.