γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Τα σκέφτηκα μόλις χθες. Ένα κυριακόβραδο, από εκείνα που φαίνονται βαριά και δεν λένε να περάσουν. Είμαστε στην αρχή της εύκολης-δύσκολης δεκαετίας του 1980. Πιτσιρικάδες τότε εμείς, βγαίνοντας νωρίς Κυριακή βράδι, να πούμε τα μυστικά μας, να ρίξουμε τις σπάνιες ερωτικές ματιές μας, να κουβεντιάσουμε πολιτικά, να συνωμοτήσουμε. Η πόλη μικρή. Μας θυμάμαι να γυρίζουμε σαν τα σκυλιά, από τα μπιλιάρδα στο σινεμά, στα προπατζίδικα, στο σουβλατζίδικο, με μια μόνο σοφή καταφυγή. Τα βλέμματα πολλά, οι καρφωτές άπειρες.
Κι έτσι εφευρέθηκαν τα «παταράκια»… Δηλαδή κάπως απόμακρα, αν και σε κεντρικά μαγαζιά, κάπως προφυλαγμένα από το μάτι του καρφιού. Στριφτή σκαλίτσα, γωνία, απομόνωση. Λίγα τραπεζάκια, συμβατική παραγγελία, πολλά τσιγάρα, πάρα πολλά να τελειώσει το πακέτο από το Marlboro ή το Old Navy πριν γυρίσουμε σπίτι. Μασώντας τσίκλα μην μυρίσει την τσιγαρίλα στην ανάσα η μάνα ή ο πατέρας.
Το παταράκι του Χανδρή πριν απ’ όλα. Στο ξενοδοχείο. Πιο κυριλέ. Εκεί όπου φτιάχναμε τον ζεστό νεσκαφέ, τσούκου τσούκου στο φλιτζάνι, με το κουταλάκι, το ζεστό νερό, μια σταξιά γάλα να γίνει τέλειος. Ψιλονόμιμα αυτά, έρχονταν και πιο μεγάλοι. Μαζεμένοι εμείς οι πιτσιρικάδες.
Έπειτα το παταράκι του Πικαντίλι, εκεί πίσω από το Ομήρειο. Με γλυκιά τη σοκολατίνα. Κυριακόβραδο νωρίς. Θα σου εξηγήσω: ακόμα πιο γλυκό το χαμόγελο κι η ματιά των κοριτσιών. Εκεί ήταν το ακαταμάχητο μυστικό.
Το παταράκι της pub Moonlight στη Λιβανού. [μετέπειτα σκληροπυρηνικό κωλάδικο] Εκεί όπου για μήνες «συνεδρίαζαν» οι Μαθητικές Ταξιαρχίες… αυτόνομη μαθητική ομάδα, στα 1983-84. [σας χαιρετώ περήφανα σύντροφοι συμμαθητές]. Εκεί είχε μπίρες και πατατάκια, πολλά πατατάκια. Και μεγάλες και ωραίες επαναστατικές συζητήσεις. Το κλίμα προσπάθησα να το ζωγραφίσω σε ένα διήγημα από την «Εκδίκηση του Τυπογράφου».
Αλλά και το παταράκι του Ετουάλ. Στην Προκυμαία. Για τις λούμπεν κοπάνες. Φραπέ πρωί πρωί. Κουβέντες και συνήθως μεγάλες βόλτες με τα μηχανάκια. Κι όπου μας βγάλει. Εκεί που ξεχάστηκε το Απουσιολόγιο του Α1, κατατέθηκε την άλλη μέρα στη διευθύντρια (κατευόδιο κ. Πηνελόπη, μας αγάπησες κι εμείς σ’ αγαπούσαμε…) και φάγαμε όλοι οι υπαίτιοι αποβολή.
Όλα αυτά ήταν οι μνήμες μιας «ασυνάρτητης επαρχίας» των 80ς που εύστοχα, αλλά και υπερφίαλα έλεγε τότε (1983) ο Σαββόπουλος. Με δισταγμό, εφηβική αυθάδεια, ντροπή, αδέξιο σεξ, φόβο του χωροφύλακα, κρυμμένες εφημερίδες, χαμόγελα, εξυπνάδες, πονηριές, σβηστά φώτα, υπεκφυγές, εξομολογήσεις, μοναδικά βιβλία, κρυψίματα, καρφώματα, βιαστικά φιλιά, ατίθασα μηχανάκια, τηλέφωνα στα σπίτια από την ασφάλεια, παράνομα περιοδικά, μυστικές κι ανείπωτα ωραίες κασέτες, ρουφιανιές, ψευτομαγκιές, αγαπητιλίκια, ξύλο στα πάρτι, ποίηση, προκηρύξεις και μεθύσια, μαθητικά περιοδικά, εκδηλώσεις και μουσικές. Με όλα τούτα φτάσαμε ως εδώ. Καλύτεροι; Χειρότεροι; Ποιο τραγούδι θα βρεθεί να το πεί;