Τελευταία αποκριά και μ’ εδετούτα κι εδεκείνα χαμπάρι δεν επήραμε…
Που είναι εκείνα τα χρόνια που εγυρνούσανε οι κουδουνάτοι στο χωριό; Κι έτσι κι ήκαμνες το λάθος και τους άνοιγες σου μπαστακονότανε και δεν εφεύγανε μέχρι να ‘βρεις ποιοι είναι… Τους εκέρναγες ρακί, τους ήβαζες καταίφι ορφανό, τους εκαλόπιανες, έβαζες τα όργανα, έριχνατε χορούς… Τίποτι… μιλιά δεν εβγάζανε, μην και φανερωθούνε, μέχρι που σου κάμνανε τα νεύρα σου νταντέλα, ήφερνες αλάτι και φροκαλιά και τους ήδιωχνες…
Και μετά τα γλέντια στα καφενεία, οι χοροί και το κέφι μέχρι το πρωί… Κι από φορεσιές άλλο τίποτι… Το μεσοφόρι της γιαγιάς, τη βράκα του παππού, κάνα σεντόνι, το λαμέ φόρεμα και μαξιλάρι στον πισινό, κάρβουνο, αλεύρι ή καμιά νάιλο κάλτσα στη μούρη, πατάτα στο στόμα…
Κι ευτόν το διάβολο το χαρτοπόλεμο τον εμάζευες μέχρι το καλοκαίρι… παντού χωσμένος…
Τα βρωμόλογα επαίρνανε και δίνανε κι όποιος εθυμούντανε τα στιχάκια έμπαινε πρώτος στο χορό έλεγε κι οι άλλοι επαναλάμβαναν…
«Άρχισε, γλώσσα μου άρχισε τραγούδια ν’ αραδιάζεις
Και την καλή παρέα μας, να τη διασκεδάζεις
Ξέρω τραγούδια να σας πω μα τα ’χω στο τεφτέρι
Και το τεφτέρι σπίτι μας και ποιος θα πα το φέρει…
Όλοι κοιτάν τη θάλασσα αν έρχονται καίκια
Μα εγώ κοιτώ τα Ροδινά αν έρχονται κατσίκια…
Ανάμεσα στη θάλασσα θα χτίσω ένα φουγάρο
Για να περνά η αγάπη μου ν’ ανάβει το τσιγάρο…»
Τα άλλα τα πρόστυχα είναι ντροπή να τα γράψεις εδωνά..
Τα συλλογάσαι και τα πεθυμάς τα χρόνια εκείνα… Και σκέβεσαι και λες πως τούτον τον καιρό δε χρειάζεται κανείς να ντυθεί κουδουνάτος τις απόκριες… Όλο το χρόνο πια φοριούντενε οι μουτσούνες…
Κουδουνάτοι ευτοί οι δήθεν αριστεροί που εξεγελάσανε τον κόσμο και τους εψήφισε, που να μας κοβότανε το χέρι… Κουδουνάτοι οι δεξιοί κι οι πασόκοι, πιο πολλά χρόνια κλέφτες ευτοί… Αρχικουδουνάτοι κι επικίνδυνοι ευτοί οι χρυσαυγίτες που φορούνε και περικεφαλαίες και ντύνουντε ναζί…
Και να μην πιάσομε και τους ντόπιους… που όποιος κι αν επέρασενε από τις μεγάλες καρέκλες του Δήμου και της Νομαρχίας άλλαξε τα φώτα του νησιού… Όλοι εντυθήκανε ηλεκτρολόγοι, μπετατζήδες κι εργολάβοι… Κι αυτοί κουδουνάτοι…
Κι άσε τις σχέσεις, τις αγάπες, τους έρωτες, τις δουγιές… Μουτσούνες παντού, κρύβομε πράμματα, φοβούμαστε, ρίχνομε τις ευθύνες σ’ αυτούς που μπορούμε, στους πιο αδύναμους… Δεν είμεστεν εμείς…
Λολαγκρισμένη, πας απάνω… Πε, ρε μάνα, ένα τραγούδι απόκριες έχομε…
«δε ρωτώ ποια είσαι κι από πού κρατάς, ούτε εσύ για μένα θέλω να ρωτάς…»
Αχ μάνα μου… Εν ήτανε πιο καλά να είμουνε εσύ κι εσύ εγώ… Πίσω… μπρος δε φέγγει…