γράφει ο Κώστας Ζαφείρης
Από το μπακάλικο ταβέρνα του Μήτσου δεν περνούσε πια ούτε απ’ έξω. Άλλαζε δρόμο, χωνόταν στα στενά, το απέφευγε. Καθόλου καλά δεν ένιωθε γι’ αυτό. «Τι ξεφτίλα» σκεφτόταν «να μην μπορείς να περπατήσεις στη γειτονιά σου». Ήταν το 1960.
Μήνες ήταν μπαρκαρισμένος σε καλό τζενεράδικο. Πίσω είχαν μείνει η μάνα κι οι αδερφές ανύπαντρες. Τους έστελνε ότι μπορούσε μέσω της εταιρείας. Έκαναν και κάτι μεροκάματα, κάτι ραφτικά εκείνες. Έτσι την πάλευαν τη ζωή.
Στο τεφτέρι του Μήτσου γραμμένες. Ρύζι, καφές, αυγά, μακαρόνια, πελτές, καμιά κονσέρβα, λίγο τυράκι, αυτά… Φούσκωνε ίσως το τεφτέρι, αλλά μόλις ερχότανε το τσέκι ξεχρέωναν. Οι μήνες κυλούσαν. Πρόσωπο όμως στη γειτονιά είχε η οικογένεια.
Μετά ναυάγησε εκείνος. Στα ανοιχτά της Ιρλανδίας. Φούντο το βαπόρι, αλλά ευτυχώς όλοι σώθηκαν στις λέμβους. Τους μάζεψαν. Γύρισαν στον Πειραιά και μετά στο νησί με ρούχα δανεικά, με σώβρακο ξένο, του νοσοκομείου.
«Δόξα τον Άη Νικόλα» είπε η μάνα, είπαν οι αδερφές, είπε η γειτονιά. Όσο για τα υπόλοιπα; «Έχει ο Θεός» είπαν. Η αφραγκία όμως παρούσα. Αδιάβατη. Το τσιγάρο κομμένο στα τρία.
Μεροκάματο βρέθηκε. Πως όμως να ξοφλήσεις τα βερεσέδια του Μήτσου που είχαν πια σωρευτεί; Δεν υπήρχε περίπτωση. Κι έτσι άλλαζε δρόμο… χωνόταν στα στενά, κι όταν κάνα δυο φορές συναντήθηκαν χαμήλωσε τα μάτια του.
Ο Μήτσος ο μπακάλης δεν ήταν κακός άνθρωπος, ίσα ίσα. «Να έρχεστε να ψωνίζετε γείτονα» του είχε πει «και θα τα βρούμε εμείς…». Αλλά δεν του πήγαινε. Με τίποτα.
Ύστερα ήρθε τηλεγράφημα από την Εταιρεία στον Πειραιά. Υπήρχε τελικά φιλότιμο. Του πλήρωσαν τα δουλεμένα, του έδωσαν και την αποζημίωση. Έκλεισε και για καινούργιο μπάρκο. Γύρισε για μια βδομάδα στο νησί, να ξαναγεμίσει το βαλιτσομπάουλο, να αποχαιρετήσει και να φύγει ξανά. Γύρισε αξημέρωτα με το ποστάλι και ύπνος δεν τον έπιανε.
Πρωί πρωί μπήκε στο μαγαζί του Μήτσου. Μόλις που είχε ανοίξει τα τεπέκια ο μπακάλης. Έπιασαν το τεφτέρι, τράβηξαν γραμμή να κάνουν τη σούμα κι έβγαλε τα χαρτονομίσματα. Ξεπλήρωσε.
Ο Μήτσος που -λέω τώρα- μάλλον τα είχε ξεγράψει τα βερεσέδια, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μέχρι κι ένα τενεκεδένιο κουτί με μπισκότα «Παπαδοπούλου» για το σπίτι του χάρισε. «Έτσι για το καλό» πρόσθεσε..
Το μεσημέρι, ξαναμπήκε στη μπακαλοταβέρνα. Κέρασε το μαγαζί. Σήκωσαν όλοι τα ποτήρια τους… «Καλά Ταξίδια» του είπαν.