Το κείμενο γράφτηκε από την Κ.Μ. στα πλαίσια της υπόθεσης εργασίας «Ήμουν κι εγώ εκεί» του εργαστηρίου λογοτεχνίας του Ομηρείου ΠΚΔΧ, με εμψυχωτή τον Γιάννη Μακριδάκη
Το «Λενιώ» παλιό ξύλινο σκαρί, παρά τα χρόνια του και τα ξεφλουδίσματά του, ξόρκιζε το κακό μάτι με μια γαλάζια χάντρα κι έσκιζε αγκομαχώντας το ακύμαντο πέλαγος, που μας φιλοδωρούσε με τις δροσερές του σταγόνες. Ένας γενναιόδωρος Απριλιάτικος ήλιος ανέβαινε γοργά στραφταλίζοντας στα νερά, θαλασσοπούλια σε χαμηλές πτήσεις ψάρευαν το πρωινό τους κι εγώ, έβλεπα, έβλεπα και δεν χόρταινα, ευγνώμων και μόνο για το ότι υπήρχα σ’ αυτόν τον κόσμο, που μου έτυχε μια τέτοια χώρα.
Το Ρ του αλφαβήτου, τα Ρ του έρωτα, η Ρω της κυρά-Δέσποινας. Μετρούσα Ρ βλέποντας το νησάκι να διαγράφεται μικρό και γκρίζο στην αχλή του πρωινού.
Πολύ μπλε, παντού μπλε και γκρίζα βράχια ανάμεσα. Και πάνω στα βράχια μια σημαία. Ποιος άραγε την υψώνει τώρα πια; Η κυρά-Δέσποινα δεν μένει πια εδώ. Αφήνει ποτέ η ψυχή τον τόπο που τόσο αγάπησε;
Κανένας δεν μίλαγε, μονάχα ο καπετάν Κωσταντής σιγομουρμούριζε κάποιο σκοπό με το βλέμμα καρφωμένο σε κάτι μακρινό μπροστά του που μόνο εκείνος έβλεπε. Ένα ελαφρύ αεράκι ρυτίδωσε τη θάλασσα κι έδιωξε κάποια μακρινά συννεφάκια, μα ξεθύμανε μόλις στρίψαμε στον κάβο.
– Φτάνουμε φώναξε ο καπετάν Κωσταντής και τα επιφωνήματα όλων μας στη θέα του πολύχρωμου πέταλου που ανοίχτηκε μπροστά μας, χάραξαν ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο θαλασσοσκαμένο πρόσωπό του.
Αποβιβαστήκαμε με βιασύνη και ξεχυθήκαμε έκθαμβοι στα στενά σοκάκια, ανυπόμονοι ν’ ανακαλύψουμε τούτο το μαγικό τοπο .
Το ουράνιο τόξο έπεσε στη γη, στο Καστελόριζο. Κι έσπασε. Τινάχτηκαν ψηλά τα χρώματα κι έβαψαν τοίχους, πόρτες και παραθύρια, αυλότοιχους και κήπους.
Ζωγράφισαν πλατειά χαμόγελα και γελαστά μάτια στα λιγοστά πρόσωπα που μας καλημέριζαν εγκάρδια ανακρίνοντας μας με τον γλυκό τρόπο που μόνο οι ηλικιωμένοι άνθρωποι έχουν.
Απολαμβάναμε τον καφέ μας όταν εμφανίστηκαν τρεις κουστουμαρισμένοι τύποι, με σκούρα James Bond γυαλιά, βλοσυροί και κορδωμένοι, ανατριχιαστικά παράταιροι με το νησιώτικο περιβάλλον και το ανοιξιάτικο πρωινό.
Aμέσως μετά πέρασε κι άλλος ένας, γεροδεμένος κι αγριωπός και σύντομα ακολούθησαν άλλοι δύο, κλείνοντας την σκοτεινή παρέλαση.
– Πού πάνε τα κοράκια, σε κηδεία πέσαμε, αναρωτήθηκε ο Πέτρος και μένοντας με αναπάντητη την ερώτησή του επανήλθε, παρά τις διαμαρτυρίες μας, στο αγαπημένο του ανεξάντλητο θέμα, πού πάμε ως χώρα, που το κουβαλούσε παντού μαζί του σαν προσωπική ευθύνη.
Όταν εμφανίστηκε και το μαύρο αυτοκίνητο με τα φιμέ τζάμια, δεν άντεξε, άφησε την οικονομία στο χάλι της και φώναξε τον καφετζή να του λύσει την απορία.
– Ήρθε σήμερα ο Γιωργάκης με την συνοδεία του, δεν το ξέρετε, ρώτησε ως απάντηση ο κοτσονάτος παππούς για να συμπληρώσει με συμπάθεια, καλό παιδί.
Κανένας δεν ζήτησε διευκρινήσεις, όλοι κατάλαβαν, ήταν άλλωστε ο μοναδικός Γιωργάκης που έγινε ποτέ πρωθυπουργός.
Αφήσαμε τους καφέδες να κρυώνουν και φύγαμε σ’ αναζήτηση της λύσης του μυστηρίου της αναπάντεχης παρουσίας του Παπανδρέου στο Καστελόριζο.
Χωθήκαμε στα στενά να προλάβουμε τα κοράκια που αποδείχτηκαν σωματο-φύλακες, ενώ σενάρια ξεδιπλώνονταν στο δρόμο της αναζήτησής τους.
– Κάτι ψήνεται εδώ, γρύλισε το λαγωνικό κι όλοι μαζί ένα τσούρμο ανάστατο ροβολούσαμε, ψάχνοντας στις γειτονιές.
– Στο παλιό τζαμί να πάτε, εκεί είναι, μας φώναξε μια κοπέλα από το μπαλκόνι της.
Κιγκλιδώματα κι αστυνομία δεν μας άφησαν να πλησιάσουμε κοντά.
Συνεργεία τηλεόρασης, δημοσιογράφοι, σωματοφύλακες κουβέντιαζαν, έτρεχαν, ίδρωναν κι ο Γιωργάκης στο μπλε κουστούμι του, με μωβ πασχαλινή γραβάτα και το αμήχανο χαμόγελο του μονίμως εγκαταστημένο κάτω από το προσφάτως ψαλιδισμένο μουστάκι άκουγε τις οδηγίες κάποιου, τεχνικού μάλλον, έχοντας ένα διπλωμένο χαρτί στο δεξί.
– Σκάσε Πέτρο, μια φωνή βγήκε από πέντε στόματα μόλις εκείνος ξεκίνησε το «εγώ λέω…»
Παρακολουθούσαμε σιωπηλοί, σιγά-σιγά η σιωπή απλώθηκε και μόνο κάποιες μονολεκτικές οδηγίες ακούγονταν από τον επικεφαλής του συνεργείου.
– Ο σκηνοθέτης είναι, απεφάνθη ο κύριος πολυξερίδης.
Έστησαν τον Γιωργάκη με την πλάτη στο λιμάνι, η μακιγιέρ πουδράρισε την μύτη του, ακούστηκε ένα βροντερό «πάμε» και ξεκίνησε το διάγγελμα, όπως ονομάστηκε αργότερα, μ’ εμάς μάρτυρες της επίσημης έναρξης της εθνικής μας περιπέτειας.
– Το διαβάζει, ούτε ν’ αποστηθίσει ένα κείμενο δεν μπορεί, ψιθύρισε κάποιος πίσω μου.
Κάτι σοβαρό συνέβαινε το νιώθαμε, αλλά δεν ακούγαμε καθαρά όσα έλεγε, κάποιες σκόρπιες φράσεις έφθαναν στ’ αφτιά μας για αγορές που δεν ανταποκρίθηκαν, για ενεργοποίηση του μηχανισμού στήριξης, για νέα Οδύσσεια για τον Ελληνισμό.
Ο σκηνοθέτης τον διέκοψε μια φορά, του ζήτησε να επαναλάβει κάποιες φράσεις κι όταν τελείωσε, χειροκρότησε με ικανοποίηση. Ήταν ο πρώτος κι ίσως ο τελευταίος επικήδειος που χειροκροτήθηκε.
– Μπαίνουμε σε μηχανισμό στήριξης απάντησε στην ερώτηση μας κάποιος δημοσιογράφος.
– Έρχεται το ΔΝΤ θρήνησε ο Πέτρος κι εμείς ανίδεοι στην πραγματικότητα για τις συνέπειες στην ζωές μας του επερχόμενου μηχανισμού στήριξης, παρακο-λουθήσαμε την αναχώρηση του πρωθυπουργού για το αεροδρόμιο.
Αφήσαμε το Καστελόριζο νωρίς το απόγευμα, συννεφιασμένοι σαν τον ουρανό που μάζευε από πάνω μας απειλητικά γκρίζα σύννεφα. Την ανησυχία μας τροφοδότησε με σαδιστικά αναλυτική διάθεση της δράσης του ΔΝΤ ο αιώνιος καταστροφολόγος, ίσως κι ικανοποιημένος από την επαλήθευση των φόβων του.
– Φυσά πεντάρι, αλλά μη φοβάστε το «Λενιώ» δεν χαμπαριάζει, προσπάθησε να διασκεδάσει ανώφελα τις ανησυχίες μας ο καπετάν Κωσταντής.
Η Ρω φάνηκε μελαγχολική στο σούρουπο με τα κύματα να την δέρνουν αλύπητα και τον ιστό να στέκει γυμνός στο βράχο.
– Ποιος κατέβασε την σημαία, αναρωτήθηκε η Καίτη.
Κανείς δεν απάντησε, αλλά όλοι υποψιαζόμασταν.