Σκεπάζεις τη μάνα όπως έκανε κι εκείνη για χρόνια πολλά. Μου άρεσε πάντα το όμορφο ντύσιμο και για ‘δε με σάμπου είμαι. Κρύβεις την τρύπα του μπλου τζιν με το χέρι από συνήθεια, μια χαρά είσαι, της λες, πιο γλυκιά από ποτέ. Να σου πω ένα μυστικό, δε με νοιάζει, μόνο εσείς θέλω να ‘σαστε καλά, θέλω να κλάψω και θέλω να πάω στο σπίτι μου πια, στο Κερατσίνι, ψιθυρίζει κι απαλά της λες πως εδώ και χρόνια αυτό είναι το σπίτι της και τη φιλάς στα μαλλιά.
Γιορτή του Αη Γιαννιού και μέρες πριν γινόταν η προετοιμασία, η μάνα πολεμούσε τη μοναξιά και τη λαχτάρα της σκοτώνοντας την σκόνη, καθάριζε, γυάλιζε, έβγαζε τα καλά εργόχειρα, έφτιαχνε γλυκά, στόλιζε στα βάζα τα λουλούδια από τη λαϊκή. Γιόρταζε ο μπαμπάς μας, ο άντρας της, χωρίς πατάκια στα πόδια το σαλόνι άνοιγε όπως και τα φώτα στο μπαλκόνι!
Όταν εκείνος έλειπε το κέρασμα είχε λικέρ και σοκολατάκια βραχάκια που κάναν βόλτα κυκλική στα καθίσματα, είχε γλυκό και ξηροκάρπι. Μα πάρτε, δοκιμάστε κι απ’ αυτό, Χαρίκλεια που βρίσκεται ο Σιδερής, είχες κάνα τηλέφωνο, χάλια ο έλεγχος που πήραμε, μα αφού τα μυαλιά τως είναι αλλού, θα με σκάσουνε οι διαβόλοι, εσύ στον μπακλαβά τι βούτυρο βάζεις, αυτό το σχέδιο για το σεμεδάκι από τον μπούρντα το ξεσήκωσες;
Όμως όταν εκείνος ήταν ξέμπαρκος όλα άλλαζαν. Μια χαρά που μεταδίδεται σαν ρεύμα με τάση υψηλή. Κατέβαινε από το πατάρι το ξύλο του τραπεζιού, έφταναν καρέκλες και τραπέζια δανεικά, τα κοφτά κάτασπρα τραπεζομάντηλα με τις ασορτί πετσέτες βγαίνανε από τις ντουλάπες, τα τσουκάλια, τα τηγάνια κι ο φούρνος δουλεύαν πυρετωδώς, τσάμπα η ΔΕΗ τότε, τα ούζα φερμένα από τη Χίο και το κέφι άναβε όταν έβγαινε το ακορντεόν από τη θήκη. Μη σπάσεις το καλό πιατάκι, Γιάννη, θα σας φέρω κάτι τσατισμένα που έχω, όχι στο παρκέ, θα μου το χαράξετε, στο μάρμαρο! Άντρες, ναυτικοί, της οικογένειας να βρίσκονται ξανά, μετά από χρόνια, να πετάνε τις γραβάτες, να λένε αστεία, να τρώνε, να πίνουν, να τραγουδούν και να χορεύουν κι οι γυναίκες τους από δίπλα, μακριά από το αυστηρό αρχηγιλίκι, χαλαρές, γέρναν στον ώμο τους, χαδιάρικα… Μη Σάββα, φτάνει, ήπιες πολύ. Άσε με, βρε γυναίκα, από πότε έχω να δω το Γιάννη, τον Στέλιο, τον Κώστα, τον Σιδερή;
Κατεβάζεις τα παλιά οικογενειακά άλμπουμ, θυμάσαι και μετράς απόντες. Το δάκρυ της μάνας στο δικό σου μάγουλο κυλά. Λείπουν πολλοί και σου λείπουν πολύ. Η ζωή τέτοια κάνει, γλυκόπικρα κι απλά σκέφτεσαι πως το μόνο που μένει ατόφιο και γυαλιστερό είναι το ξύλινο παρκέ σε ένα σπίτι κλειστό και άδειο.
Συζήτηση1 σχόλιο
Έτσι ακριβώς όπως τα περιγράφεις.Αυτό το »σκηνικό» το έχουμε ζήσει σχεδόν όλοι οι Χιώτες.
Ευχαριστούμε που ζωντανεύεις τις μέρες που φύγανε και μας γεμίζεις με νοσταλγία και γλυκιές θύμισες.