Ένα χρονογράφημα του Κώστα Βάρναλη από το Πάσχα του 1941
Για τη μεταφορά Κώστας Ζαφείρης
Το Πάσχα του 1941, έπεφτε στις 20 Απριλίου, ήταν χωρίς αμφιβολία μια γιορτή γεμάτη πίκρα και φόβο για τον Ελληνικό λαό. Ήταν η μέρα που συνθηκολόγησε ο Ελληνικός στρατός μετά την εισβολή των Γερμανών του Χίτλερ στις 6 Απριλίου. Σε μια βδομάδα, στις 27 Απριλίου, Κυριακή του Θωμά, οι ναζί μπαίνουν στην Αθήνα. Ο μεγάλος μας ποιητής Κώστας Βάρναλης, ανήμερα του Πάσχα γράφει το χρονογράφημά του στην εφημερίδα «Πρωΐα» των Αθηνών. Ο ποιητής καταφεύγει στη μνήμη του ταξιδιού κι ενός ολονύχτιου αναστάσιμου τραπεζιού στης «χαράς το νησί», την Αίγινα. Και μέσα από τις απλές αναμνήσεις μιας λαμπριάτικης ευωχίας, καταλήγει να διακηρύξει την απόλυτη πίστη στη νίκη του φωτός απέναντι στο σκοτάδι. Ακριβώς εκείνη τη μέρα, τη σκοτεινή και πικρή. Το απολαυστικό κείμενο που παραθέτουμε περιέχεται στον εξαιρετικό τόμο «Κώστας Βάρναλης, Αττικά, 400 χρονογραφήματα (1939-1958) για την Αθήνα και την Αττική», εκδόσεις Αρχείο 2016, Φιλολογική επιμέλεια – κείμενα Νίκος Σαραντάκος. Αλλά ας αφεθούμε στη μαγεία του κειμένου και της πένας του Βάρναλη.
Καλό Πάσχα σε όλους και όλες.
Γυρίζει και πάλι ο νους αυτές τις μέρες στα παλιά χρόνια της ειρήνης. Αν εκείνα τα χρόνια είναι τώρα παλιά, όμως οι τωρινοί παλιοί ήσαν τότε νέοι. Κι αυτός ο λόγος κάνει τα περασμένα περισσότερο αγαπητά και την ψυχή, που τα θυμάται, περισσότερο νοσταλγική.
Η θάλασσα, ο αέρας, η στεριά, ο ήλιος ήτανε τότες όλου του κόσμου. Κανένας δεν τα είχε μαντρώσει για οικόπεδά του. Ο νέος άνθρωπος, που τ’ αγαπούσε όλα, γιατί ξεχειλούσε η ψυχή του από το περίσσευμα της ζωής, περίμενε τη Μεγάλη Βδομάδα για να πάει στο γελούμενο νησί του να περάσει τις ημέρες αυτές μαζί με τους ντόπιους φίλους, απλούς ανθρώπους, απλούς σαν τη γαλανή θάλασσα, τα χλοϊσμένα λιβάδια, τ’ ανθισμένα περιβόλια. Έπαιρνε τη «Χρυσώ», ή τη «Γόησσα», ή την «Τρίγλια», ή την «Ύδρα» στις δυο το απόγευμα. Απάνω στο καράβι κόσμος πολύς, γνωριμίες πολλές, ανοιχτοκάρδια –πάντα ο άνθρωπος που φεύγει είναι ανοιχτόκαρδος, γιατί αλλάζει… καύκαλο! Πολλοί τα πίνουνε από τώρα δίπλα στην κουζίνα του βαποριού, καθισμένοι απάνω σε κάσες και τσουβάλια κι ο περίφημος κουτσός λοταριτζής με τα πιτσούνια ή με τον κόκορα σου πασάριζε το τετράδιο των αριθμών και σου ‘κλεινε το μάτι, δείχνοντάς σου σε ποιο κατεβατό να γράψεις –ματσαράγκα!
Και κάθεται τώρα ο νοσταλγός του παλιού καιρού σε κάποιο ύψωμα κι αγναντεύει τη θάλασσα, την άλλοτε ζωντανή και χαρούμενη, αλλά τώρα νεκρή και σκυθρωπή. Κλείνει τα μάτια και βλέπει την Ανάσταση στην εκκλησία της Παναγίτσας δίπλα στο μόλο, με τις λαμπάδες, με τους γιορτινούς ψαράδες και τα’ ανοιξιάτικα κορίτσια. Μετά την Ανάσταση πηγαίνει με την παρέα του στο μαγαζί του Σπαρή, που πουλάει μπογιές, σκοινιά, σιδερικά, νέφτια, λάδια, στουμπέτσια και καρφιά για τις βάρκες. Κι εκεί μέσα στη «βαπορίλα» αυτήν είναι στρωμένο το τραπέζι, με τα πιάτα της σούπας, με τα αυγά τα κόκκινα, με τη μαρουλοσαλάτα και με τα ποτήρια του κρασιού και με το σταρένιο καρβέλι στη μέση, όπου όλοι οι «κλητοί» έρχονται και μπήζουν την αναμμένη τους λαμπάδα. Αφού μαζευτούνε όλοι και καθίσουνε στο τραπέζι, άλλος σε καρέκλα, άλλος σε σκαμνί κι άλλος σε κάσα, μέσα στο κινούμενο μισοσκόταδο του μακριού μαγαζιού (γιατί το σκοτάδι το κινούνε δεξιά κι αριστερά οι γλώσσες των λαμπάδων που τρέμουν), σερβίρεται η μαγειρίτσα η σπιτίσια, όλη μοσκοβολητό και συνεπαρμός, σερβίρονται κατόπι τα κοψίδια του τετράπαχου αρνιού από τα Πίδαυρα, τσουγκρίζονται τ’ αυγά και τα ποτήρια κι όταν αρχίζει να δουλεύει το ρετσινάτο του Παπαδιαμάντη «όλον άρωμα και πτήσις και αφρός», αρπάζει ο Ρουμάνος μούτσος την κιθάρα κι αρχίζει ένα παθητικό τραγούδι όλο νοσταλγία για την πατρίδα, που δεν θα την ξαναδεί ποτές, γιατί έτσι ήτανε γραμμένο, να κάνει φόνο στο Σουλινά κι ύστερα να γυρίζει, σ’ όλα τα λιμάνια μούτσος , χωρίς ποτές του… ν’ αράξει κάπου.
Το βάθος του μαγαζιού ζωντανεύει. Ίσκιοι χαρούμενοι, ίσκιοι λυπητεροί γίνονται όλοι χαρούμενοι! Κι απάνω στον καημό του τραγουδιού σπρώχνεται λίγο η οξώπορτα και μπαίνει ο Παπαλάσκαρης που ξέρει να χαίρεται το κρασί ατόφιο χωρίς να το νοθεύει με ξένες ουσίες: με μεζέδες! Κι όταν μετά τα «Χριστός Ανέστη», που θα ψάλει, προχωρήσει η ευτυχία της ειρηνικής ζωής, θα βγάλει το καλημαύχι του –κι άλλος νοσταλγός αυτός της πατρίδας του, που δε θα την ξαναδεί- θα σύρει με τη δυνατή και μεταλλική του φωνή κανένα παθητικότατο σαμπάι. Και τότες από την πολλή φωτιά του μερακιού ανάβουνε τα… νέφτια, βράζουνε τα… λάδια, ξεκουλουριάζονται τα σκοινιά και χορεύουνε αγκαλιά με τις βούρτσες και τις άγκουρες κι όξω, ψηλά στον ουρανό, σκάζει ο ήλιος σαν οβίδα.
Και τότες ανοίγουνε οι πόρτες και τα παντζούρια και γεμίζει η πλάση φως, ενώ μπροστά εκεί η θάλασσα, ασπρογάλανη, ανάερη, τυλιγμένη στα ρόδινα τούλια της πρωινής άχνης, ανατριχιάζει σύγκορμη κι όλα οι «Μαρίκες», οι «Βαγγελίστρες», οι «Πόπες» κι οι «Αφροδίτες» με τα ξάρτια τους, με τα πανιά τους, με τις παντιέρες τους ξαφνιάζονται στο άγγιγμα του φωτός και νιώθουνε να περνάει από το ζωντανό σκαρί τους η μοιραία φρικίαση του Έρωτα -αυτού του Έρωτα , που υπάρχει παντού κι είναι η πρώτη αρχή των όντων και κινεί όλη την Πλάση, «τον ουρανό και τ’ άλλα τ’ άστρα» όπως λέγει ο Δάντης στον τελευταίο στίχο του «Παραδείσου» του. Αλλά τώρα το ίδιο κινούνε κι αναστατώνουνε τον ουρανό με τ’ άστρα και οι δυνάμεις του Σκοταδιού με το Μίσος τους. Χωρίς αμφιβολία η νίκη θα είναι νίκη των δυνάμεων του Φωτός.